Ακόμα και αν δεν ξέρει κάποιος τον Hans Ruedi Giger ως εικαστικό, έχει δει τα σχέδιά του που έχουν αναπαραχθεί σε τατουάζ και έπιπλα, εξώφυλλα δίσκων και εκτυπώσεις.
Ο διάσημος Ελβετός καλλιτέχνης, που στο έργο του ανέμειξε την ανθρώπινη φιγούρα με τις αρχές της μηχανικής, δημιουργώντας ένα στιλ που λέγεται «biomechanical», και εφαρμόζει τις αρχές της μηχανολογίας σε βιολογικά συστήματα, είναι αυτός που βρίσκεται πίσω από τον οπτικό σχεδιασμό της ταινίας τρόμου Alien του Ρίντλεϊ Σκοτ του 1979 για την οποία μαζί με την ομάδα του κέρδισε το Όσκαρ Ειδικών Εφέ.
Ο Giger έφυγε από τη ζωή το 2014, από τις επιπλοκές των τραυμάτων του όταν έπεσε από μια σκάλα. Το έργο του εκτίθεται μόνιμα στο Μουσείο H. R. Giger στο Gruyères της Ελβετίας, έναν πύργο στον οποίο κατοικούσε με τη δεύτερη γυναίκα του.
Τώρα μια έκθεση στο Βερολίνο όχι μόνο τον φέρνει ξανά στην επικαιρότητα, αλλά δημιουργεί μια νέα ανάγνωση και μελέτη του έργου του και των προεκτάσεών του στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Το Schinkel Pavilon του Βερολίνου, σε μια έκθεση που θα διαρκέσει μέχρι τις 2 Ιανoυαρίου 2022, συγκεντρώνει τους κόσμους του Ελβετού οραματιστή H.R. Giger και της 31χρονης Νοτιοκορεάτισσας καλλιτέχνιδας Mire Lee, μεταμορφώνοντας τις αίθουσές του σε μια τοποθεσία για εξερεύνηση των πιο σκοτεινών διαδρόμων του ανθρώπινου σώματος και της ψυχής. Αυτό το εξίσου σαγηνευτικό και δυστοπικό σενάριο είναι η πρώτη μεγάλη έκθεση του έργου του Giger στη Γερμανία, καθώς και η πρώτη σημαντική παρουσίαση του έργου της Lee.
Ο ζωγράφος, γλύπτης και σχεδιαστής, γνωστός ως ο «πατέρας» του Xenomorph από την ταινία Alien, H.R. Giger δεν είναι μόνο ο πατέρας των εμβληματικών έργων ενός κόσμου επιστημονικής φαντασίας αλλά και ένας όψιμος σουρεαλιστής της εποχής μας.
Αυτό επιχειρεί η έκθεση, να οδηγήσει τον θεατή να καταδυθεί σε έναν κόσμο όπου παρουσιάζεται ολοκληρωμένα το συνολικό έργο του, ξεκινώντας από τις πρώιμες σουρεαλιστικές ελαιογραφίες του, τα περίπλοκα σχολαστικά και λεπτομερή σχέδια με μελάνι, τα γλυπτά, καθώς και τα ημερολόγιά του, που δεν είχαν εκτεθεί στο παρελθόν, στα οποία τόνιζε τη φρίκη και τους κοινωνικούς φόβους που εμφυτεύτηκαν τόσο βαθιά στο έργο του. «Αν δεν μπορείς να νικήσεις τους εφιάλτες σου, μπορείς να τους μετατρέψεις σε τέχνη» έλεγε.
Πέρα από την ποπ κουλτούρα, τα εξώφυλλα δίσκων, τις διάσημες και εφιαλτικές πολυθρόνες του, βγαλμένες από τον δυστοπικό, αντι-εργονομικό καθηλωτικό κόσμο του, ο H.R. Giger μας άφησε ως κληρονομιά τη μοναδική και ιδιοφυή «σύνδεση» ανθρωπίνων σωμάτων με μηχανές, σύνδεση την οποία ο ίδιος περιέγραψε ως βιο-μηχανική (biomechanical) και την οποία συνέδεσε επίσης ορατά και επιθετικά με τον φετιχισμό και το ερωτικό fiction.
Η αλήθεια για τον γεννημένο το 1940 H.R. Giger είναι ότι από παιδί είχε «αλλόκοτες» καλλιτεχνικές τάσεις. Ο πατέρας του ήταν επιστήμονας και τον απέτρεπε από το να ασχοληθεί με την τέχνη. Τελικά, στα 22 του δεν έγινε χημικός ή φαρμακοποιός αλλά σπούδασε Αρχιτεκτονική και Industrial Design μέχρι το 1970 στη Ζυρίχη.
Έγινε διάσημος από το Necronomicon, ένα άλμπουμ με σχέδια και ζωγραφιές πάνω στις οποίες βασίστηκε ολοκληρωτικά το Alien, και το Necronomicon II, φόρο τιμής στη μαγεία και τον σκοτεινό κόσμο του πατέρα της horror fiction λογοτεχνίας H.P. Lovecraft.
Αυτή ήταν η ψυχοθεραπεία του, η ενσάρκωση του εφιάλτη του σε τέχνη, σε εμμονή στον κόσμο του φανταστικού, του μακάβριου και του απόκρυφου, η θεραπεία του από τους χρόνιους εφιάλτες, τη διαταραχή του ύπνου αλλά και τη δραματική αυτοκτονία της πρώτης γυναίκας και μούσας του στην περίοδο των πρώιμων έργων του, της ηθοποιού Λι Τόμπλερ, που τον στιγμάτισε.
Πέρα από την ποπ κουλτούρα, τα εξώφυλλα δίσκων, τις διάσημες και εφιαλτικές πολυθρόνες του, βγαλμένες από τον δυστοπικό, αντι-εργονομικό καθηλωτικό κόσμο του, ο H.R. Giger μας άφησε ως κληρονομιά τη μοναδική και ιδιοφυή «σύνδεση» ανθρωπίνων σωμάτων με μηχανές, σύνδεση την οποία ο ίδιος περιέγραψε ως βιο-μηχανική (biomechanical) και την οποία συνέδεσε επίσης ορατά και επιθετικά με τον φετιχισμό και το ερωτικό fiction.
Το σύμπαν αυτό, ολοκληρωμένο, σκοτεινό και ακέραιο, συνδυάζεται με αυτό της Mire Lee, η οποία έγινε πρόσφατα γνωστή για τα κινητικά της γλυπτά και τις οιονεί αλχημικές εγκαταστάσεις της. Το Schinkel Pavilion μοιάζει να έχει κατακτηθεί από σύνθετες κατασκευές και δομές από σιλικόνη, PVC, σωλήνες, μηχανήματα, μέταλλο και σκυρόδεμα που υφαίνουν δυσλειτουργικούς οργανισμούς, τμήματα του σώματος, σαρκώδη άκρα ή έντερα σε δημόσια θέα, ανάγλυφες σπονδυλικές στήλες, ταυτόχρονα σαγηνευτικές και απωθητικές μορφές που λιμνάζουν σε παχύρρευστα υγρά.
Η δουλειά της νεαρής Κορεάτισσας έχει το ίδιο υπόβαθρο με τη σωματικότητα, τη σεξουαλικότητα και την τεχνολογία να είναι δεμένες σε ένα σύνολο ιδεών, μια μάζα ρεαλιστική που έρχεται από τη μακρά παράδοση των υπερφυσικών τεράτων και την αέναη μεταφορά και σύνδεσή τους με την ανθρώπινη φύση.
Η έκθεση τους μετατρέπει τον κύριο οκταγωνικό χώρο του Schinkel Pavilion σε τόπο που μοιάζει με μήτρα. Εκεί συνυπάρχουν σε ένα αδιάλυτο σύνολο τα οράματα του H.R. Giger, οι γκροτέσκες μεταλλαγμένες μορφές που αντικατοπτρίζουν την αγωνία του σχετικά με τον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων στην απόκτηση πυρηνικών όπλων κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και τις παράξενες εξερευνήσεις της προγεννητικής ψυχολογίας.
Τα πλάσματα που δημιούργησε, που πεινασμένα λαχταρούν να απορροφήσουν τα ζωντανά όντα και να αναγεννηθούν καταναλώνοντάς τα, κρέμονται από το ταβάνι, τρέφονται από παχύρρευστα υγρά τα οποία αντλούνται μέσω υπερφυσικών δοκιμαστικών σωλήνων που θυμίζουν ομφάλιους λώρους και βρίσκονται σε διάφορες καταστάσεις πληρότητας και κενότητας, ανάπτυξης και παρακμής.
Σήμερα, δεκαετίες μετά τη δημιουργία των πρώτων του έργων, μπορούν και συνομιλούν μεταξύ τους σε μια δαιμονική και βίαια σέξι ιστορία αγάπης που ενοχλητικά διαδραματίζεται μέσα από ατέλειωτους βρόχους των υπαρξιακών μυστηρίων.
Τόσο οι οργανισμοί του H.R. Giger όσο και της Lee είναι φαντασμαγορίες ανθρώπων και μηχανών που μετατοπίζονται συνεχώς, σε μια ρευστότητα συγγενή με την ανθρώπινη φύση και τους εφιάλτες της, δείχνοντας τις πολύπλοκες όψεις τους, την ανθεκτικότητα και την αποστροφή, τη δύναμη και τη βία και τον θάνατο που ενώνονται σε έναν κύκλο συνεχούς μεταμόρφωσης και φανερώνοντας την ανάγκη μας να έχουμε μια παρανοϊκή, σχεδόν ερωτική σχέση με το άγνωστο. Η έκθεση είναι ένας ύμνος στο απόκοσμο και μια επιστροφή στις υπαρξιακές ανησυχίες, που εμφανίζονται εδώ ακάλυπτες, διαλυμένες και ενοχλητικές, ένα βήμα πριν παραμεριστούν από την ανάλυση, την κοινωνική συνθήκη και την ψυχολογική προσέγγιση.