Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το Πασαλιμάνι ήταν στις δόξες του. Πολύχρωμο, πολύβουο και αποφασισμένο να ζει τις νύχτες με τον δικό του τρόπο. Μπορεί οι διπλανές γειτονιές να ήταν χαμηλών τόνων, με σπίτια χαμηλά και ανθρώπους του μόχθου και του μεροκάματου, αλλά το βράδυ όλα άλλαζαν.
Πολλά μπαρ, άλλα κακόφημα και άλλα όχι, μπουάτ, ζαχαροπλαστεία, καφετέριες και θαμώνες από κάθε μέρος της Αθήνας. Η περιοχή διήνυε τη φάση που άλλαζε και ήθελε να ξεπεράσει τα όριά της. Να εκσυγχρονιστεί, να αποκτήσει περισσότερη ζωή και να αγαπηθεί ακόμα πιο πολύ από τους νέους.
Αυτά διέκρινε το 1971 ο Παναγιώτης Κόκορης και όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα κεντρικό μαγαζί που τότε χτιζόταν στο Πασαλιμάνι αποφάσισε να το αγοράσει και να το κάνει εστιατόριο, επενδύοντας τα λεφτά που είχε βγάλει μέχρι τότε στο Σαν Φρανσίσκο.
Από τα δεκαέξι έλειπε στην Αμερική. Στην αρχή δούλευε σε εστιατόρια και μόλις έμαθε τη δουλειά, άνοιξε τα δικά του καταστήματα. Πάντα, όμως, ήθελε να γυρίσει στον τόπο του, στην οικογένειά του, γι’ αυτό έσπευσε να αγοράσει αυτό το μαγαζί σε μια περιοχή που ένιωθε ότι είχε ακόμη πολλά να προσφέρει και να ζήσει.
Αν έχουμε μείνει ζωντανοί τόσα χρόνια, αυτό οφείλεται στην αγάπη που έχουμε για το αντικείμενο, στη φιλική εξυπηρέτηση, στην καθαριότητα, στις λογικές τιμές και στην καλή πρώτη ύλη.
Τα πρώτα δύο χρόνια έδωσε το μαγαζί να το δουλεύει άλλος, επέστρεψε στην Αμερική, έκλεισε τις υποθέσεις του και γύρισε για πάντα πίσω, αναλαμβάνοντας και τα ηνία του.
Δεν ήταν μάγειρας ο Παναγιώτης, αλλά είχε δουλέψει πολύ στην κουζίνα και ήξερε καλά το είδος που ήθελε να φέρει στον Πειραιά. Κάπως έτσι το μεγαλύτερο λιμάνι της πόλης, με τα σκοτεινά στενά, τα βερμούτ στα χαμηλά ποτήρια, τα κορίτσια με τα μίνι και τα αγόρια με τις φαβορίτες και τα μηχανάκια απέκτησε το πρώτο αμερικανικό στέκι, το πρώτο αυθεντικό μπεργκεράδικο.
Δεν χρειάζεται να πούμε ότι το μαγαζί ήταν πρωτοπόρο για την εποχή του. Τα μπιφτέκια του Παναγιώτη έγιναν γρήγορα ανάρπαστα. Εξάλλου, το μαγαζί περιτριγυριζόταν από νέους και παιδιά. Απέναντί του βρισκόταν το Γαλλικό Ινστιτούτο του Πειραιά, πιο πάνω φροντιστήρια γερμανικών και άλλες σχολές, πολλές καφετέριες που γέμιζαν με κόσμο και πολλά σινεμά, όπως το Απόλλων, το Παλλάς, το Κάπιτολ και το Σπλέντιτ, που εδώ και χρόνια δεν υπάρχουν πια.
Το American House Toast έγινε σημείο αναφοράς. Όλοι περνούσαν για να απολαύσουν τα μπέργκερ του, αντικαθιστώντας το σουβλάκι, που μέχρι τότε ήταν η επιλογή τους, με κάτι νέο, μοντέρνο και νόστιμο που τους είχε συνεπάρει. Και, φυσικά, η δόξα του απογειώθηκε τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν.
«Θυμάμαι το μαγαζί να είναι ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο. Η ουρά για να παραγγείλεις έφτανε έξω, στο πεζοδρόμιο. Πολλές φορές πηγαίναμε στα τραπέζια και με τρόπο ευγενικό τους ρωτούσαμε αν έχουν τελειώσει το γεύμα τους, γιατί περίμεναν πολλές παρέες όρθιες», μας λέει ο Ανδρέας, που μαζί με τους δυο αδελφούς του Ιωάννη και Χρήστο μπήκαν νωρίς στο μαγαζί, μαζί με τον πατέρα τους, και ανέλαβαν ο καθένας από ένα πόστο.
Το αγαπάνε τα παιδιά το μαγαζί και το ίδιο συμβαίνει με όσους ανθρώπους συνεργάζονται μαζί τους. Δεν είναι τυχαίο που στην κουζίνα βρίσκεται εδώ και τριάντα τρία χρόνια ο Γιώργος. Το μαγαζί συνεχίζει να δουλεύει σαν οικογένεια.
«Αν έχουμε μείνει ζωντανοί τόσα χρόνια, αυτό οφείλεται στην αγάπη που έχουμε για το αντικείμενο, στη φιλική εξυπηρέτηση, στην καθαριότητα, στις λογικές τιμές και στην καλή πρώτη ύλη. Το κρέας μας είναι φρέσκο, αγορασμένο από τους καλύτερους παραγωγούς. Εδώ το καθαρίζουμε και το κόβουμε κιμά, με τα δικά μας μηχανήματα. Και τα λαχανικά μας είναι ολόφρεσκα, πάντα αγορασμένα από την Κεντρική Λαχαναγορά. Προσέχουμε το καθετί γιατί θέλουμε οι πελάτες μας να είναι ευχαριστημένοι. Φανταστείτε ότι κάποιους τους γνωρίσαμε πρώτη φορά παιδιά και τώρα έρχονται στο μαγαζί με τα δικά τους παιδιά ή ακόμη και με τα εγγόνια τους. Δεν θα προδίδαμε για κανένα λόγο αυτήν τη σχέση».
Παρατηρώ τριγύρω το μαγαζί και με ηρεμεί η εικόνα του. Αναμφίβολα είναι ένα από τα πιο cult μαγαζιά που έχω επισκεφτεί ποτέ. Καναπέδες κόκκινοι, λογότυπο ρετρό και όσο αμερικανικό πάει, λιτά τραπεζάκια και squeeze bottles με μαγιονέζα, κέτσαπ και μουστάρδα σε όλα τα τραπεζάκια. Στο βάθος η κουζίνα και μπροστά της ο πάγκος για τις παραγγελίες. Από πάνω αναρτημένο το μενού σε φωτεινό πίνακα με φωτογραφίες των πιάτων.
Το μαγαζί μοιάζει όντως να έχει έρθει από το παρελθόν, όμως δεν με κάνει να νιώθω ότι βρίσκομαι σε ένα παλιό μέρος αλλά σε έναν οικείο χώρο όπου αισθάνομαι άνετα και μπορώ να χαλαρώσω για να απολαύσω το φαγητό μου. Και ό,τι δοκίμασα με ικανοποίησε και με το παραπάνω.
Φυσικά, αυτό συνέβη γιατί ήξερα ότι βρισκόμουν σε ένα μπεργκεράδικο αμερικανικής φιλοσοφίας και δεν περίμενα να βρω ούτε homemade μαγιονέζα με τρούφα, ούτε black angus, ούτε μαριναρισμένο, δεν ξέρω με τι, κοτόπουλο. Ήθελα να δοκιμάσω τις γεύσεις που θα με μετέφεραν νοητά, είτε στο παρελθόν μου είτε σε μια ξεχασμένη κομητεία της Αμερικής, σε ένα ανάλογο μαγαζί, όπου μια κοπέλα που τη λένε Ντόλι σερβίρει στα τραπέζια και ένα αγόρι που τον λένε Σαμ φτιάχνει φρέσκο καφέ πίσω από τον πάγκο.
Έτσι, βρέθηκα να έχω μπροστά μου ένα Special Cheeseburger με αυγό, που κατάφερα να το φάω χωρίς να γλιστρήσουν όλα τα υλικά στο πιάτο, ένα club sandwich, που επιβεβαίωσε τα καλά λόγια όλων εκείνων που μου το είχαν περιγράψει και προτείνει και μπόλικες τηγανητές πατάτες, που δεν ήταν φρέσκες, αλλά ήταν τόσο καλοτηγανισμένες και νόστιμες, που δεν χόρταινα να τις βουτάω στη μαγιονέζα και να τις απολαμβάνω.
Δοκίμασα και ομελέτα, που νόμιζα ότι ήταν αντιγραφή της ομελέτας που έφτιαχνε η μάνα μου τα πεινασμένα βράδια, και τσίμπησα και ένα κομματάκι μπέικον, ψημένο στην πλάκα, μέρος του πιάτου που σερβίρεται ως πρωινό, για να μπω ακόμη πιο βαθιά στην αμερικανική φιλοσοφία. Top συνοδευτικό των πιάτων η ζαμπονοσαλάτα, που όλοι οι παλιοί θαμώνες αγαπούν και ζητούν με μανία.
«Μπορεί να έχουν προστεθεί κάποια πιάτα, αλλά το βασικό μας μενού είναι ίδιο. Επίσης, ίδιες είναι οι περισσότερες συνταγές και δεν έχουμε σκοπό να τις αλλάξουμε. Για παράδειγμα, τα μπιφτέκια φτιάχνονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που τα έφτιαξε για πρώτη φορά ο πατέρας μας όταν άνοιξε το μαγαζί και από τότε ο κόσμος δεν έχει σταματήσει να τα ζητάει. Πιστεύουμε πως ό,τι φτιάχνεται με αγάπη, έχει τη δική του, ξεχωριστή νοστιμιά και ο κόσμος το αντιλαμβάνεται αυτό και το αγκαλιάζει».
Δεν ξέρω αν όντως συμβαίνει αυτό, αλλά το American House Toast έχει έναν τρόπο να σε κερδίζει και να σε κάνει να το σκέφτεσαι μέχρι την επόμενη φορά που θα το επισκεφτείς. Στα μεγάλα ατού του μαγαζιού θα ήθελα να προσθέσω την ευγένεια και την ανθρωπιά όσων με εξυπηρέτησαν. Καιρό είχα να δω τόσο μεγάλα και αληθινά χαμόγελα και είναι ωραίο να αισθάνεσαι όμορφα σε ένα μαγαζί, στο οποίο πηγαίνεις για να απολαύσεις το φαγητό σου.
American House Toast, 2ας Μεραρχίας 29, Πασαλιμάνι, 210 4296276