H Σιμόν ντε Μποβουάρ πέθανε το 1986, σε ηλικία εβδομήντα οκτώ ετών. Παρόλο που από την ηλικία των πενήντα, ίσως και λίγο πιο πριν, είχε θέμα με τα γηρατειά και με το γερασμένο σώμα, μέχρι και την τελευταία στιγμή δεχόταν τους φίλους της, συγγραφείς, πανεπιστημιακούς κ.λπ., κάνοντας μια μοναδική παραχώρηση στα γηρατειά της: να φοράει μια κόκκινη ρόμπα.
Οι νεκρολογίες που δημοσιεύτηκαν στον γαλλικό Τύπο αναπαρήγαγαν περισσότερο τον μύθο που είχε δημιουργήσει και, ίσως συνειδητά, επιβάλει το ζεύγος Σαρτρ - Μποβουάρ τις δεκαετίες πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970: αυτός ήταν ο φιλόσοφος του υπαρξισμού, αυτή ήταν στη σκιά του, το νούμερο 2, η εκλαϊκεύτρια και όχι η δημιουργός.
Πώς μπορεί όμως να είναι το «νούμερο 2» μια διανοούμενη που το έργο της, το Δεύτερο Φύλο (1949), δημιούργησε το κίνημα χειραφέτησης των γυναικών και αναδείχτηκε σε αρχετυπική χάρτα του φεμινισμού;
Ξέρουμε ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940 η Μποβουάρ έκανε τρεις σχέσεις με πολύ νεότερές της γυναίκες, οι οποίες ήταν παλιότερα μαθήτριές της. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο Σαρτρ φλέρταρε τις ίδιες γυναίκες, κάποιες φορές ακόμα και το ίδιο διάστημα και κάποιες φορές με επιτυχία. Η στάμπα της «σεξουαλικά ακόλαστης» είχε επηρεάσει και την κριτική για το λογοτεχνικό έργο της Μποβουάρ, που γενικά είχε αντιμετωπιστεί αρνητικά.
Για τους περισσότερους, βέβαια, ο μύθος τους στηριζόταν κυρίως στο πώς ζούσαν ως ζευγάρι. Όταν γνωρίστηκαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αυτός ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, αυτή ήταν είκοσι ένα.
Ξέρουμε ότι το ζευγάρι που δημιουργήθηκε τότε εξελίχθηκε σε «μοντέλο προς μίμηση, ένα όνειρο διαρκούς συνενοχής, μια εξαιρετική επιτυχία, που έμοιαζε, φαινομενικά, να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα: οι δύο σύντροφοι θα παρέμεναν ελεύθεροι, ισότιμοι και ειλικρινείς ο ένας με τον άλλο». Είχαν υπογράψει, μάλιστα, ένα διετές «συμβόλαιο», που το διατήρησαν όμως μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ήταν ένα συμβόλαιο «πολυερωτικότητας», βασικό συστατικό στοιχείο του μύθου «ζεύγος Σαρτρ - Μποβουάρ».
Η φιλόσοφος και ψυχαναλύτρια Τζούλια Κρίστεβα είχε αποκαλέσει την Μποβουάρ και τον Σαρτρ «φιλελεύθερους τρομοκράτες» λόγω του τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρονταν στους εραστές και στις ερωμένες τους.
Ξέρουμε, ας πούμε, ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940 η Μποβουάρ έκανε τρεις σχέσεις με πολύ νεότερές της γυναίκες, οι οποίες ήταν παλιότερα μαθήτριές της. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο Σαρτρ φλέρταρε τις ίδιες γυναίκες, κάποιες φορές ακόμα και το ίδιο διάστημα και κάποιες φορές με επιτυχία. Η στάμπα της «σεξουαλικά ακόλαστης» είχε επηρεάσει και την κριτική για το λογοτεχνικό έργο της Μποβουάρ, που γενικά είχε αντιμετωπιστεί αρνητικά.
Το ζεύγος ήταν περισσότερο, όπως τεκμηριώνεται σήμερα, μια κανονιστική κοινωνική συνθήκη. Η ερωτική σχέση ‒αν υπήρχε‒ είχε διαρραγεί πολύ νωρίς. Μετά τον θάνατο της Μποβουάρ, οι ερωτικές σχέσεις της τεκμηριώθηκαν με αλληλογραφία και κείμενα. Το 1997 εκδόθηκε η αλληλογραφία της με τον Αμερικανό συγγραφέα Νέλσον Άλγκρεν (στα ελληνικά, στις εκδόσεις Λιβάνη). Τον είχε συναντήσει στο ταξίδι που είχε κάνει στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1947, μια συνάντηση που εξελίχθηκε σε θυελλώδη έρωτα.
Σε μία από τις επιστολές της προς τον Άλγκρεν τού έγραφε για τη σχέση της με τον Σαρτρ: «Δεν ενδιαφέρεται και πολύ για τη σεξουαλική ζωή. Είναι θερμός και όλο ζωντάνια παντού, εκτός από το κρεβάτι. Το συνειδητοποίησα γρήγορα, παρότι δεν είχα καθόλου εμπειρία. Και σιγά σιγά άρχισε να μου φαίνεται άχρηστο, ίσως ακόμα και ανάρμοστο, να συνεχίσουμε να είμαστε εραστές».
Το 2004 κυκλοφόρησε η αλληλογραφία της με τον Ζακ Λοράν Μποστ, που ήταν μαθητής του Σαρτρ. Η Μποβουάρ είχε μια φλογερή ερωτική σχέση με τον νεότερο της Ζακ Λοράν μέσα στα πρώτα δέκα χρόνια του συμβολαίου της με τον Σαρτρ.
Ο Ζακ Λοράν παντρεύτηκε αργότερα την ηθοποιό Ολγκά Κοζακιεβίτς, που ήταν μαθήτρια της Μποβουάρ και ερωμένη της. Μάλιστα, με τον Σαρτρ είχαν κάνει ένα τρίο. Η αλληλογραφία της Μποβουάρ με τον Ζακ Λοράν Μποστ προκάλεσε σοκ γιατί «αποκαθήλωσε τον Σαρτρ από το ερωτικό ζενίθ που κατείχε στο συλλογικό φαντασιακό».
Το 2018 νέο υλικό τεκμηρίωσε μια άλλη θυελλώδη σχέση της Μποβουάρ: αυτή με τον Κλοντ Λανζμάν, τον σκηνοθέτη του συγκλονιστικού ντοκιμαντέρ για το ολοκαύτωμα Σοά. Ο Λανζάν ήταν ο μόνος εραστής της με τον οποίο η Μποβουάρ έμενε στο ίδιο σπίτι, και μιλούσαν μάλιστα μεταξύ τους στον ενικό. (Με τον Σαρτρ υπάρχει παντού ο πληθυντικός).
Πρόσφατα, η κυκλοφορία της ανέκδοτης νουβέλας της Οι αχώριστες (θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Ρίτας Κολαΐτη, με επίμετρο του υπογράφοντος αυτό το κείμενο) έχει θέμα την ερωτική σχέση της Σιμόν ντε Μποβουάρ με τη συμμαθήτριά της Ελιζαμπέτ Λακουάν (Ζαζά). Φοιτούσαν μαζί σε παρθεναγωγείο του Παρισιού που απευθυνόταν στα κορίτσια της καθολικής μεγαλοαστικής τάξης. Η Μποβουάρ προερχόταν από ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον, μολονότι η οικογένειά της είχε αρχίσει να ξεπέφτει οικονομικά.
Η βιογραφία της Μποβουάρ από την Αγγλίδα φιλόσοφο στην Οξφόρδη Κέιτ Κέρκπατρικ, που κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο σε ωραία μετάφραση της Στέλλας Κάσδαγλη, μόλις δύο χρόνια μετά την αγγλική έκδοση, είναι μοναδική γιατί για πρώτη φορά αντλεί το υλικό της από την ιστορία που δεν είχε αποκαλύψει ποτέ η Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας.
Η Κέρκπατρικ δείχνει τη δημόσια υπόσταση της Μποβουάρ μέσα από την οπτική της προσωπικής ζωής. Επισημαίνει ότι μία από τις βασικές φιλοσοφικές θέσεις της Μποβουάρ είναι ότι «κάθε ανθρώπινο ον βρίσκεται τοποθετημένο σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, μέσα σε ένα συγκεκριμένο σώμα, σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και σε ένα συγκεκριμένο πλέγμα σχέσεων.
Η κατάσταση αυτή διαμορφώνει την ικανότητα του κάθε ατόμου να φαντάζεται τη θέση του μέσα στον κόσμο, ενώ επίσης μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της ζωής του. Παράλληλα, στην περίπτωση των γυναικών, η κατάσταση αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα από αιώνες σεξισμού».
Αυτή η αξεδιάλυτη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου αποτελεί τη βασική αφηγηματική και μεθοδολογική γραμμή στη βιογραφία της Κέρκπατρικ. Μέσα από δεκαέξι κεφάλαια με πολύ ευρηματικούς τίτλους, η Αγγλίδα βιογράφος παρουσιάζει πώς διαμορφώθηκε η διανοούμενη πριν από τη γνωριμία της με τον Σαρτρ, πώς ανέπτυξε και υπερασπίστηκε τη δική της φιλοσοφία περί ελευθερίας, πώς έγραφε μυθιστορήματα επειδή ήθελε να μιλήσει στις ελευθερίες των αναγνωστριών της, πώς η συγγραφή του Δεύτερου Φύλου τής άλλαξε τη ζωή και πώς στράφηκε στην αυτοβιογραφία και στον φεμινιστικό ακτιβισμό, επειδή ήθελε να γίνει μια διανοούμενη, της οποίας το έργο θα είχε αντίκτυπο όχι μόνο στη φαντασία του κοινού της αλλά και στις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες της ζωής του.
Το κυρίως μέρος του βιβλίου συμπληρώνεται από έναν ενδιαφέροντα πρόλογο με τίτλο «Ποια είναι η Σιμόν ντε Μποβουάρ» και έναν αινιγματικό επίλογο με τίτλο «Τι θα απογίνει η Σιμόν ντε Μποβουάρ».
Σ’ αυτόν τον τίτλο μπορούμε να δώσουμε την απάντηση για την τύχη της, καθώς η συγγραφέας και φιλόσοφος εξακολουθεί να μας απασχολεί τριάντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της. Και μας απασχολεί περισσότερο από τον Σαρτρ. Για το ενδιαφέρον αυτό ας θεωρήσουμε υπεύθυνη τη θετή κόρη της, τη Συλβί Λε Μπον ντε Μποβουάρ, που συστηματικά εκδίδει τα ανέκδοτά της. Η Συλβί συνάντησε την Μποβουάρ το 1960, ως νεαρή φοιτήτρια Φιλοσοφίας, και με τον καιρό απέκτησε κεντρική θέση στη ζωή της, ίσως και ερωτική.
Η βιογραφία της Κέρκπατρικ και η νουβέλα Οι αχώριστες, που κυκλοφορούν σχεδόν ταυτόχρονα παντού, δημιουργούν μια νέα αναγνωστική επικαιρότητα του έργου της Σιμόν ντε Μποβουάρ, του φιλοσοφικού αλλά και του λογοτεχνικού. Διαπιστώνουμε ότι αυτό εξακολουθεί να παραμένει αρυτίδωτο, ίσως γιατί μεγάλο μέρος του στηρίζεται σε ισχυρό (αυτό)βιογραφικό υπόβαθρο. Αναλύεται, μάλιστα, και με καινούργια κριτικά εργαλεία που έρχονται, για παράδειγμα, από τον χώρο των gender και των queer studies.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.