ΤΟ «SQUID GAME» ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ σειρά στο Νetflix που τώρα βλέπουν όλοι. Την είδα κι εγώ. Έχει πολύ αίμα, όμως μεγάλωσα με απεριόριστη πρόσβαση στο ίντερνετ και videogames κι έτσι δεν είχα πρόβλημα. Μάλιστα έτρωγα ζουμερό, παχυντικό fast-food βλέποντάς την.
Η ιδέα είναι ότι κάτι καταχρεωμένοι τύποι δέχονται να παίξουν θανατηφόρα παιδικά παιχνίδια σε ένα περιβάλλον πλήρους επιτήρησης μέσω προηγμένης τεχνολογίας. Όποτε εξοντώνεται κάποιος παίκτης, το χρηματικό έπαθλο που φυλάσσεται σε έναν μεγάλο διαφανή κουμπαρά αυξάνεται.
Όλοι είναι αντίπαλοι όλων (ο Χομπς θα το λάτρευε) και ενώ κανονικά οι επιτηρητές με τα φούξια έχουν το μονοπώλιο της βίας, στο πλαίσιο των παιχνιδιών η βία νομιμοποιείται και οι παίκτες μπορούν να επιτεθούν με τη σειρά τους στους συμπαίκτες τους και πιθανόν να τους εξαλείψουν, αυξάνοντας το έπαθλο. Έτσι οι παίκτες του έργου καλούνται διαρκώς να επιλέγουν μεταξύ συνεργασίας και εξόντωσης.
Η σειρά έχει άπειρες αναγνώσεις. Θα εστιάσω σε μία: μπορούμε να δούμε τη σύγχρονη, μισθωτή εργασία ως ριάλιτι με αφορμή το «Squid Game»;
Οι διοργανωτές του Squid Game μεταχειρίζονται ένα λεκτικό που συνδυάζει τη γλώσσα των ριάλιτι με τα εταιρικά κλισέ. Αποστασιοποίηση ως ευγένεια, κοφτές εντολές και «το επέλεξες, το λέει η σύμβασή σου», αν τυχόν παραπονεθείς.
Οι διοργανωτές του Squid Game μεταχειρίζονται ένα λεκτικό που συνδυάζει τη γλώσσα των ριάλιτι με τα εταιρικά κλισέ. Αποστασιοποίηση ως ευγένεια, κοφτές εντολές και «το επέλεξες, το λέει η σύμβασή σου», αν τυχόν παραπονεθείς. Οι εντολές δίνονται με κυριολεκτικά απρόσωπο τρόπο (τα πρόσωπα των υπευθύνων είναι καλυμμένα) και εντάσσονται σε ένα αυστηρά οριοθετημένο περιβάλλον που με τα χρώματά του και τον σχεδιασμό του υπονοεί τη «διασκέδαση».
Οι εντολές προκαλούν νοσηρή διασκέδαση. Αρκεί να είσαι ένας απ’ τους ανήθικους ηδονιστές, υπερπλούσιους και υπερμορφωμένους (όπως αποκαλύπτεται από ένα λογοτεχνικό σχόλιο που γίνεται) VIPs ή θεατής του Νetflix. Υποφέρεις ή απολαμβάνεις, ανάλογα με τη θέση σου.
Όπως στα ριάλιτι, έτσι και στην εργασία, κάτι που ξεκινά για λόγους επιβίωσης επιχειρείται να παρουσιαστεί ως άσχετο προς την επιβίωση. Η μισθωτή εργασία προμοτάρεται ως «fun».
Διάφοροι στοχαστές έχουν εκφράσει ανησυχία για τη σύνδεση διασκέδασης - εργασίας που μπορεί να φέρει σύχγυση προσωπικού χωροχρόνου και επαγγελματικού χωροχρόνου. Από τη συνέντευξη για δουλειά μέχρι το team building και το «lunch break» υπάρχει η προσδοκία να είσαι fun. Δεν πρέπει να πεις ότι το κάνεις για τα λεφτά, ήταν τ’ όνειρό σου. Το εταιρικό περιβάλλον γίνεται μια παιδική χαρά όπου περνάς καλά, άρα ίσως δεν χρειάζεται να αμείβεσαι για όλες τις ώρες που είσαι εκεί (εξαίρεση: χώρες με στιβαρή εργατική νομοθεσία, όπως η Γερμανία).
Στην εργασία-ριάλιτι με σαδιστική εφευρετικότητα διάφοροι εγκέφαλοι διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού δημιουργούν instagramable στιγμές εταιρικής ευχαρίστησης, όπου όλοι παίζουν μαζί και κάνουν bonding, ενώ ταυτόχρονα σιχτιρίζουν την ώρα και τη στιγμή που «επέλεξαν» να συμμετάσχουν. Σε κάνει οριακά να νοσταλγείς την εποχή των γονιών μας που η εταιρεία τούς πήγαινε εκδρομή το Σαββατοκύριακο στη θάλασσα και μπορούσαν να τρώνε και να πίνουν παραδομένοι στον δωρεάν μπουφέ, αντί να χρειάζεται να «κάνουν δραστηριότητες» για να «δεθούν» υποχρεωτικά με εμπειρίες καταναγκαστικής διασκέδασης.
Τα γραφεία μοιάζουν με κοινόχρηστο χώρο νεανικού hostel ή φυτώρια ή, σε ακόμα τρομακτικότερες εκδοχές, με το δωμάτιο ελέγχου του squid game, όπου οι χειριστές χωρίς πρόσωπο «λιώνουν», κοιτάζοντας υπολογιστές. Οι οθόνες δείχνουν άλλα, εξίσου παγιδευμένα, τρομαγμένα άτομα που κολλάνε το πρόσωπο στην κάμερα, χωρίς να ξέρουν πού να κοιτάξουν.
Η εργασία ως ριάλιτι απαιτεί οι παίκτες να υπόκεινται σε μόνιμη παρακολούθηση. Έτσι, οι επιτηρητές έχουν την ηδονή του ελέγχου και την αναγκαία πληροφόρηση για καλύτερη οργάνωση του παιχνιδιού. Οι παίκτες-εργαζόμενοι έχουν μια αίσθηση σπουδαιότητας, μαζί με κίνητρα για «performance». Όλοι είναι μπερδεμένοι και το squid game είναι πιο ρεαλιστικό απ’ ό,τι παραδέχονται όσοι δεν έχουν τις εμπειρίες ή τις προσλαμβάνουσες για να συλλάβουν τον ρεαλισμό του.
Όταν στο έργο γίνονται έκτροπα, οι επιτηρητές ανάγονται στην υποχρεωτικότητα των συμβάσεων: εάν συναίνεσες υπογράφοντας, δεν σε παίρνει να παραπονιέσαι. Οι περισσότεροι, βέβαια, όταν υπέγραφαν, δεν πολυκοίταζαν τη σύμβαση (κάτι που έχει αποδειχτεί εμπειρικά ότι συνήθως συμβαίνει και στον πραγματικό κόσμο) αλλά το έπαθλο, γιατί ήταν υπερχρεωμένοι.
Καθώς εξελίσσεται η σειρά, οι κεντρικοί χαρακτήρες περνούν από διάφορα στάδια αποκτήνωσης. Οι αυστηρά προσδιορισμένοι όροι του παιχνιδιού αφαιρούν κάτι απ’ την ευθύνη της επιλογής. Μπορείς να φας τον άλλον. Έτσι παίζεται το παιχνίδι, έτσι κάνουν όλοι. Η ερώτηση τι είδους άνθρωπος γίνεσαι καθώς επιλέγεις καθημερινά τις κινήσεις σου επισκιάζεται από τον στόχο με τα πολλά μηδενικά.