Όταν η ιστορικός Annie Cohen-Solal ξεκίνησε την έρευνα που αποτέλεσε τη βάση του βιβλίου της «Ένας ξένος με το όνομα Πικάσο» (Fayard, Απρίλιος 2021), δεν ήξερε ότι θα αποτελούσε το θέμα της έκθεσης που ξεκινά στο Παρίσι, στο Εθνικό Μουσείο Ιστορίας Μετανάστευσης, σε λίγες ημέρες, μια έκθεση που βασίζεται στην εκπληκτική της έρευνα και ρίχνει μια ριζικά νέα ματιά σε έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής μας.
Μπορεί να φαίνεται σήμερα ότι έχουν ειπωθεί όλα για τον Πικάσο, τον πιο διάσημο και θρυλικό καλλιτέχνη του 20ού αιώνα, για το έργο του, για τις πολύκροτες και αμφιλεγόμενες σχέσεις που είχε με τις γυναίκες του, για την κληρονομιά του, για τα αισθήματα των κληρονόμων του, ακόμα και για το Σιτροέν στο οποίο δάνεισαν το όνομά του και οικογενειακό τους επώνυμο.
Οι Γάλλοι τον θεωρούν Γάλλο, οι Ισπανοί Ισπανό και ο υπόλοιπος κόσμος «δικό του». Τα μουσεία που φέρουν το όνομά του, τόσο στο Παρίσι όσο και στη Βαρκελώνη, συναγωνίζονται όχι μόνο για την ποσότητα αλλά και για την ποιότητα των έργων που κατέχουν, διαγκωνίζονται σε ευρηματικότητα όταν σχεδιάζουν νέες εκθέσεις, ενώ οι δημοπρασίες παγκοσμίως αποκτούν άλλο κύρος με το άκουσμα και μόνο του ονόματός του.
Ο Πικάσο στο χρηματιστήριο αξιών της τέχνης είναι ένα brand name στην πρώτη τριάδα και φιγουράρει δίπλα στους μεγάλους δασκάλους, τον Ρέμπραντ και τον Βαν Γκογκ, όλοι τον γνωρίζουμε, ακόμα και για το ένα, το πιο διάσημο έργο του, την Γκερνίκα, ωστόσο ο καλλιτέχνης, που έχει προκαλέσει πάθη, συζητήσεις και διαμάχες γύρω από το έργο και τη ζωή του, έχει μια πιο άγνωστη πλευρά που η παρισινή έκθεση φιλοδοξεί να φέρει στο φως: ποια ήταν τα εμπόδια στον δρόμο του νεαρού καλλιτέχνη, πεπεισμένου για την ιδιοφυΐα του, που έφτασε στο Παρίσι το 1900 χωρίς να μιλάει ούτε λέξη γαλλικά;
Πώς βρήκε τον δρόμο του ο Πικάσο σε αυτήν τη σύγχρονη μητρόπολη, που κλονιζόταν όταν έφτασε εκεί από τον απόηχο της υπόθεσης Ντρέιφους; Πώς οργάνωσε τις πρώτες του φιλίες, τις πρώτες του επιτυχίες;
Όταν το 1900 ο νεαρός που ονομαζόταν Πάμπλο Πικάσο έφτασε από τη Βαρκελώνη στο Παρίσι, πάμφτωχος αλλά ταλαντούχος, τολμηρός και αλαζόνας, έδειξε αμέσως την περιφρόνησή του για τον γαλλικό ακαδημαϊσμό και οι ξενοφοβικοί Γάλλοι τον αντιμετώπισαν με δυσπιστία, χωρίς να φαντάζονται ότι θα επαναπροσδιόριζε την τέχνη του 20ού αιώνα.
Και γιατί η χώρα στην οποία είχε γίνει διάσημος απέρριψε την αίτησή του να πολιτογραφηθεί Γάλλος, με το έργο του να παραμένει αόρατο στα μουσεία της χώρας υποδοχής του μέχρι το 1947;
Η οπτική της Annie Cohen-Solal που υιοθετείται στην έκθεση -η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 2022- καταγράφει το έργο και την τροχιά που διέγραψε ως «ξένος» καλλιτέχνης στη Γαλλία από τη σκοπιά της κοινωνικής ιστορίας.
Οι αποκαλύψεις που προέρχονται από τα αρχεία του γαλλικού κράτους ρίχνουν διαφορετικό φως στην παραμονή του Πικάσο στη Γαλλία από το 1900 έως το 1973. Ωστόσο, για να εμφανιστούν αυτές οι παράμετροι, είναι απαραίτητο να επιστρέψουμε στο ιστορικό πλαίσιο, ακόμη και να γλιστρήσουμε μέσα στα παρασκήνια της Ιστορίας, υιοθετώντας μια σφαιρική οπτική που αποκαλύπτει ότι η κατάσταση του «ξένου» καλλιτέχνη Πικάσο στη Γαλλία φαίνεται πολύ πιο άβολη από ό,τι φανταζόταν κανείς, ενώ η υποδοχή της δουλειάς του στα γαλλικά ιδρύματα μοιάζει να υφαίνεται από ανωμαλίες, αποκλίσεις, ακόμη και σκάνδαλα μερικές φορές.
«Η δουλειά που κάνουμε είναι ένας τρόπος να κρατάμε το ημερολόγιο», είχε δηλώσει ο καλλιτέχνης το 1932. Οι αποκαλύψεις αυτών των νέων αρχείων μάς επιτρέπουν επομένως να διαβάσουμε το «ημερολόγιο» του Πικάσο στη Γαλλία με διαφορετικό τρόπο, ενώ απηχούν με εκπληκτικό τρόπο μερικά από τα πιο φλέγοντα ερωτήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες μας σήμερα.
Έτσι, ερωτήματα που έμοιαζαν κλειστά γύρω από τη διαδρομή και το έργο του Πικάσο θα μπορούσαν να προσεγγιστούν διαφορετικά. Διότι αν, για παράδειγμα, ο μύθος της «Σχολής του Παρισιού» περιγράφει τη γαλλική πρωτεύουσα ως έναν ιδιαίτερα φιλόξενο χώρο για ξένους καλλιτέχνες, η παρασκηνιακή έρευνα της παραμονής του Πικάσο στη Γαλλία δίνει μια πολύ πιο σύνθετη εικόνα της κατάστασης.
Πώς παίζει ο Πικάσο, σε όλη του τη ζωή, με τους πολλαπλούς δεσμούς του - Ισπανός, Γάλλος, Ανδαλουσιανός, Καταλανός, Καστιλιάνος, αναρχικός, κομμουνιστής; Πώς εξηγούν τα έργα του τις αρχικά επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης, που στη συνέχεια γίνονται δύσκολες και περίπλοκες; Πώς καταφέρνει ο καλλιτέχνης να εκμεταλλευτεί τα διάκενα στα οποία η γαλλική κοινωνία υποβιβάζει τον ξένο που βλέπει σε αυτόν; Πώς, αντιμέτωπος με τις πολιτικές ιδιοτροπίες του 20ού αιώνα, περνώντας δύο παγκόσμιους πολέμους, έναν εμφύλιο και έναν ψυχρό πόλεμο, σε μια Ευρώπη σπαρασσόμενη από τον εθνικισμό, επιβάλλει το αριστοτεχνικό του έργο στον κόσμο που οργανώνει εκείνη την περίοδο νέες συμμαχίες, στρατηγικές και εδάφη;
Είναι καταπληκτικός ο πλούτος των αρχείων που ανασύρθηκαν και από τα οποία αντλήθηκε υλικό. Πρόκειται για την αδημοσίευτη αλληλογραφία μεταξύ του Πικάσο και της μητέρας του (1900-1939), τα αρχεία του FBI και της CIA που συσσωρεύτηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για τον καλλιτέχνη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα αρχεία από τα χρόνια του Πικάσο στη Νότια Γαλλία (όταν δούλευε ως κεραμίστας στο Βαλορί από το 1948), αναπτύσσοντας δεσμούς με ντόπιους τεχνίτες μέχρι τον θάνατό του.
Όταν το 1900, ο νεαρός που ονομαζόταν Πάμπλο Πικάσο έφτασε από τη Βαρκελώνη στο Παρίσι, πάμφτωχος αλλά ταλαντούχος, τολμηρός και αλαζόνας, έδειξε αμέσως την περιφρόνησή του για τον γαλλικό ακαδημαϊσμό και οι ξενοφοβικοί Γάλλοι τον αντιμετώπισαν με δυσπιστία χωρίς να φαντάζονται ότι θα επαναπροσδιόριζε την τέχνη του 20ού αιώνα. Η δυσπιστία τους στο πρόσωπό του ακολουθούσε το ρεύμα της εποχής που ήθελε την καλλιτεχνική σκηνή των μετα-ιμπρεσιονιστών, των φωβιστών και των άλλων σύγχρονων κινημάτων να δέχεται την παθιασμένη πολεμική και την αδέκαστη κριτική των αυστηρών εκπροσώπων της Ακαδημίας Καλών Τεχνών.
Για τον Πικάσο τα προβλήματα ήταν πιο σύνθετα: εκτός από τη φτώχεια, είχε να πολεμήσει με την προκατάληψη για τις καταλανικές του διασυνδέσεις, τις κομμουνιστικές του τάσεις και τις πολιτικές του απόψεις. Ακόμα και η διασημότητά του τον έκανε ύποπτο στα μάτια της γαλλικής αστυνομίας και των υπηρεσιών πληροφοριών. Τον παρακολουθούσαν με βάση τα κουτσομπολιά της γειτονιάς που συλλέγονταν από πληροφοριοδότες της αστυνομίας για τις σχέσεις του με αναρχικούς και την τέχνη του.
«Ήταν ένας "μοντέρνος" ζωγράφος αμφίβολης αξίας», γράφουν οι αναφορές που βρέθηκαν. Σαράντα φάκελοι της αστυνομίας με τη «δράση» του, στους οποίους θεωρείται «ύποπτος», προσφέρουν σήμερα ένα μοναδικό πεδίο κατανόησης του έργου του μέσα από το πεδίο του κοινωνικού ζητήματος της μετανάστευσης.
Όταν ο Πικάσο εγκαταστάθηκε στη Μονμάρτρη ανάμεσα σε άλλους Καταλανούς ομογενείς, η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία, μετά και από τη δολοφονία του Γάλλου Προέδρου Σαντί Καρνό το 1894 από έναν Ιταλό αναρχικό, είχε πυροδοτήσει ένα κύμα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας.
Ο Πικάσο μέσα σε έναν χρόνο από την άφιξή του στο Παρίσι έκανε την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Βολάρ και κέρδισε μια θέση ανάμεσα στους καλλιτέχνες και διανοούμενους της πόλης, αλλά η προσοχή του κόσμου και της καλλιτεχνικής κοινότητας στο πρόσωπό του έστρεψε και τα μάτια της αστυνομίας επάνω στον εικοσάχρονο νεαρό που δεν μιλούσε γαλλικά, γύριζε ξημερώματα στο σπίτι του, διάβαζε ξένες εφημερίδες και ζωγράφιζε φτωχές γυναίκες που ζητιανεύουν στους δρόμους.
Το 1937, ο Alfred Barr, ο πρώτος διευθυντής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, απέκτησε για το μουσείο το «Les Demoiselles d’ Avignon» («Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν»), ένα έργο του Πικάσο του 1907, που εκτέθηκε μαζί με την «Guernica» («Γκερνίκα») (1937), το αριστούργημα που αποδοκίμασε τη φρίκη του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, στην αναδρομική έκθεση του MoMA το 1939, «Picasso: Forty Years of His Art». Η Αμερική υποκλίθηκε στην τέχνη του.
Στις 3 Απριλίου 1940, εβδομάδες πριν από τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η αίτηση του Πικάσο για τη γαλλική υπηκοότητα απορρίφθηκε και αυτή η απόρριψη δημιούργησε επισφάλεια σχετικά με την παραμονή του στο Παρίσι. Ζούσε με τον φόβο της απέλασης καθώς, ως αντιφασίστας, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ισπανία του Φράνκο, ενώ η ζωή του ως ξένου ήταν δύσκολη υπό το εθνικιστικό καθεστώς του Βισί.
Ανάμεσα στα εκθέματα υπάρχουν και φορολογικά αρχεία που δείχνουν ότι ο Πικάσο το 1947 δέχθηκε ένα επίδομα «Εθνικής Αλληλεγγύης» 1,2 εκατομμύριων φράγκων, για να συμβάλει στη μεταπολεμική προσπάθεια ανοικοδόμησης της Γαλλίας. Αυτό σημαίνει ότι η Γαλλία, μεταπολεμικά, αναθεώρησε τη στάση της και την αξιολόγησή της στο πρόσωπό του. Το 1958 του προσφέρθηκε η υπηκοότητα από το γαλλικό κράτος, αλλά ο Πικάσο δεν ενδιαφερόταν πλέον να την αποκτήσει. Το 1967 αρνήθηκε επίσης την υψηλότερη τιμή της Γαλλίας, το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Ο Πικάσο, αν δεν ζούσε στη Γαλλία και αν δεν ερχόταν στο Παρίσι συνεχώς αντιμέτωπος με τις νέες ιδέες των avant-garde καλλιτεχνών της εποχής του, δεν θα γινόταν ο καλλιτέχνης που γνωρίζουμε. Η Γαλλία τον μεταμόρφωσε, και άλλο τόσο μεταμόρφωσε και αυτός βαθιά αυτήν τη χώρα που επέλεξε για να ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Η έκθεση του Μουσείου Μετανάστευσης θα επιτρέψει στους επισκέπτες να βγάλουν τα συμπεράσματά τους σχετικά με το εάν το έργο του Πικάσο επηρεάστηκε από την εμπειρία του ως μετανάστη, ένα έργο που φέρει ξεκάθαρα τα σημάδια της εξορίας του.
Μετά τον θάνατό του, δύο κύριες δωρεές στο γαλλικό κράτος, από τους κληρονόμους του το 1979 και από τους κληρονόμους της δεύτερης συζύγου του, Ζακλίν, το 1990, βοήθησαν στη δημιουργία των συλλογών του Μουσείου Πικάσο στο Παρίσι, με περισσότερα από 5.000 έργα τέχνης.
Όσο για το μουσείο στο οποίο γίνεται η έκθεση, είναι και αυτό συμβολικό και ιστορεί την περίπλοκη κληρονομιά της αποικιοκρατικής Γαλλίας. Το Εθνικό Μουσείο Ιστορίας της Μετανάστευσης, που άνοιξε το 2007 και εγκαινιάστηκε το 2014, στεγάζεται σε ένα επιβλητικό Art Deco κτίριο, γνωστό ως Palais de la Porte Dorée, που χτίστηκε για την Αποικιακή Έκθεση του Παρισιού το 1931, όπου παρουσιάστηκαν οι τεράστιες αποικιακές κτήσεις της Γαλλίας.