ΟΜΟΛΟΓΩ ΟΤΙ ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ αμφισβητούσα την αξία των αδιαμεσολάβητων συζητήσεων. Είχα ακόμα στον νου μου ένα ίντερνετ ελευθερίας. Ένα πεδίο όπου μπορούσες να τσατάρεις με άτομα απ’ οπουδήποτε (άρα και από πουθενά) και να πληροφορηθείς τα πιο περίεργα πράγματα. Ήταν κάτι που δεν ήξεραν οι γονείς σου και οι εργοδότες σου και άλλοι «μεγάλοι» με εξουσία.
Ήταν «μεταξύ μας», ένας μανδύας του Χάρι Πότερ που σε εξαφάνιζε με τις ώρες και σε επέστρεφε στον έξω κόσμο με ανομολόγητες γνώσεις ή εικόνες, για τις οποίες δεν θα τολμούσες να περηφανευτείς πουθενά. Μπορούσες να «καείς» ή να μάθεις φυσική και Ιστορία. Συνήθως θα επιλέγαμε έναν συνδυασμό σαπίλας και προηγμένων επιστημονικών γνώσεων.
Η εμπειρία είχε κάτι κρυφό και υπόγειο. Δεν είχαν κυριαρχήσει μια χούφτα μεγάλες πολυεθνικές. Δεν ήμασταν ακόμα ανταγωνιστές σε μια οικονομία της προσοχής, όπου όλα μετριούνται με το ίδιο νόμισμα (την προσοχή που διεκδικούν) και όπου μια πολυσχιδής έρευνα για τους μετανάστες θα χάνει πάντα από ένα στόρι με κοιλιακούς ή μαγιό.
Ταυτόχρονα, το ίντερνετ, για μας που μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία, ήταν ένας τρόπος να συλλέξουμε πληροφόρηση που δεν θα μας έδινε αλλιώς το περιβάλλον μας.
Ακόμα έτσι είναι. Μάθαμε να αμφισβητούμε γκουγκλάροντας πράγματα και δεν μπορώ να φανταστώ πόσο σπαστικοί φαινόμασταν στους καθηγητές και τους γονείς μας. Συνδεθήκαμε με μια διεθνή ποπ κουλτούρα μέσω YouTube και παράνομων κατεβασμάτων ταινιών και, φυσικά, χάσαμε κάθε ρομαντισμό, καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες σεξ και βίας σε εικόνες.
Σε ένα offline θέαμα κανείς δεν μας παρακολουθεί, ενώ παρακολουθούμε. Οι συνομιλίες δεν καταγράφονται προς αρχειοθέτηση. Οι αντιδράσεις δεν οδηγούν σε ανατριχιαστικές προσωποποιημένες διαφημίσεις, ειδικά αν δεν κουβαλάς κινητό. Είναι τόσο παλιομοδίτικες κάποιες δραστηριότητες, που καταντούν προχωρημένες ασκήσεις ελευθερίας, νησίδες διαρκούς συγκέντρωσης σε ένα μόνο θέμα.
Σε αντίθεση με προηγούμενες γενιές που «μπήκαν» στο ίντερνετ αργότερα και, δυστυχώς, συνέδεσαν την εμπειρία τους κυρίως με τα social, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τις θεωρίες συνωμοσίας, γαλουχηθήκαμε με το ψάξιμο, την έρευνα και τις αμέτρητες δυνατότητες γνώσης που σου δίνει το ίντερνετ. Ακούσαμε μουσικές που με τίποτα δεν θ’ ακούγαμε στα μπαρ της περιοχής μας. Και μάθαμε να βγαίνουμε νικητές από μια κατάσταση υπερπληροφόρησης, κρατώντας πληροφορίες με νόημα. Θέλω να πω, αγαπάω το ίντερνετ, αλλά έχουμε ανάγκη το offline.
Καθώς θα προχωράει (ελπίζω) ο εμβολιασμός και θα συνεχίζουν το αβέβαιο βήμα τους οι ζωντανές δραστηριότητες που αναβίωσαν, το ερώτημα θα επανέρχεται: μήπως η φυσική επαφή είναι υπερεκτιμημένη; Γιατί να πας θέατρο; Γιατί ν’ ακούσεις το περιορισμένο πάνελ συνομιλητών μιας ζωντανής συζήτησης, αντί να δεις 200 συζητήσεις πάνω στο θέμα online;
Άρχισα να πηγαίνω πάλι σε θεάματα και ζωντανές συζητήσεις απ’ όταν εμβολιάστηκα. Ένιωθα μια περίεργη ελαφράδα κλεισμένη στο σινεμά με τη μάσκα μου, ήδη απ’ την πρώτη προβολή. Και η απουσία περισπασμών ήταν σαν χάδι στο μυαλό. Θυμήθηκα πόσο μαγικό είναι το θέατρο. Παρακολούθησα συζητήσεις και ήταν τόσο ξεκούραστα όλα. Είχαν τόπο (που δεν είναι η κρεβατοκάμαρά μου) και όρια (αρχή και τέλος). Οι συμμετέχοντες συζητούσαν ευγενικά, δεν γινόταν κάθε σχόλιο αφορμή για μανιώδες μεταμεσονύχτιο γλίστρημα των δαχτύλων στην οθόνη.
Έχω παρατηρήσει ότι με εξαίρεση κάτι αληθινά γελοίους τύπους, συνήθως οι άνθρωποι ντρέπονται να πουν ακρότητες στα μούτρα του άλλου, ακρότητες που αποδεδειγμένα θα πληκτρολογούσαν στο πλαίσιο μιας online «συζήτησης».
Σε ένα offline θέαμα κανείς δεν μας παρακολουθεί, ενώ παρακολουθούμε. Οι συνομιλίες δεν καταγράφονται προς αρχειοθέτηση. Οι αντιδράσεις δεν οδηγούν σε ανατριχιαστικές προσωποποιημένες διαφημίσεις, ειδικά αν δεν κουβαλάς κινητό. Είναι τόσο παλιομοδίτικες κάποιες δραστηριότητες, που καταντούν προχωρημένες ασκήσεις ελευθερίας, νησίδες διαρκούς συγκέντρωσης σε ένα μόνο θέμα.
Αντλώ μεγάλη ευχαρίστηση από θνησιγενή θεάματα (θέατρο, περφόρμανς) που δεν θα αναπαραχθούν σε stories με σκοπό να καταναλωθούν από απλή περιέργεια. Νιώθω ότι κάτι κάνουμε όσοι είμαστε εκεί στην αίθουσα, επειδή επιλέξαμε να δούμε κάτι συγκεκριμένο, εγγενώς ανεπανάληπτο, που μετά χάνεται.
Όσο η αρχιτεκτονική του metaverse θα ’ναι φτιαγμένη από την ύλη των κλεμμένων δεδομένων και των φαντασιώσεων ελέγχου πέντε πάμπλουτων και αφορολόγητων ανδρών, θα συνεχίζω να μιλάω με αγνώστους offline, όσο απογοητευτική κι αν είναι συνήθως η αυθόρμητη απόπειρα για επαφή. Θα συνεχίζω να βυθίζομαι στη σκοτεινή αίθουσα του σινεμά ή του θεάτρου μόνο και μόνο για να απολαύσω το έργο με αγνώστους, οι οποίοι διατηρούν την απόμακρη γοητεία τους. Είναι καλό που δεν ξέρω ακριβώς τι φάγανε για μεσημέρι, τι σκέφτονται για την γιορτή του πατέρα ή εάν ο μπέμπης τους περπάτησε. Κάποια πράγματα θέλω να μην τα μάθω ποτέ.