ΠΩΣ «ΑΝΔΡΩΝΕΤΑΙ» ΑΡΑΓΕ ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ; Από τι υλικά είναι φτιαγμένο ένα υποκείμενο όταν αποφασίζει εκείνο (ή η μοίρα του) να γίνει συγγραφέας; Ποιες οι αναμνήσεις, οι μυρωδιές, οι άνθρωποι, η γονεϊκή σκιά που ορίζουν το συγγραφικό πεπρωμένο;
Αυτό το ερώτημα απασχολεί διαχρονικά τους αναγνώστες, τη γραφή, τους κριτικούς, τους ίδιους τους συγγραφείς και εν τέλει τη ζωή, αν θεωρήσουμε ότι τα βιβλία, η λογοτεχνία, βρίσκονται στην υπηρεσία της ζωής, πασπαλίζοντας με μπόλικη αστρόσκονη τη ματαιότητά της. Όμως το ρήμα «ανδρώνομαι» χτυπάει σε τοίχο, αποδεικνύεται μονομερές και στερεοτυπικό στην περιγραφή του, ιδίως όταν η συγγραφέας είναι γυναίκα. Θα μπορούσαμε σήμερα, στις εποχές που διανύουμε, αν δεν είχαμε κάτι καλύτερο να κάνουμε, να καταθέσουμε μιαν ωραιότατη καταγγελία στον δυναμικό ανώνυμο λεξιπλάστη, προκειμένου να βρεθεί το ρήμα για να περιγράψει καλύτερα και ορθότερα τη μετάβαση του «αντικειμένου-γυναίκα συγγραφέας». Γιατί εάν η λογοτεχνία είναι η τέχνη της επινόησης, ο συγγραφέας έχει ένα σώμα, μια ιστορία και ενίοτε πολλές μέσα σε αυτή, έχει αριθμό κατοικίας, νούμερο τηλεφωνικό, σίγουρα γονείς και παιδική ηλικία. Πώς «γεννιέται» όμως μια συγγραφέας; Πώς, εν προκειμένω, ένα κορίτσι περνάει από την παθητικότητα του βιώματος στην ενεργητικότητα της αφήγησης; Πώς «θηλυκοποιείται» και, τελικά σωστά εκ παραδρομής, πώς «ανδρώνεται»; Διότι η μετάβαση του ανώνυμου παρατηρητή προς την κατεύθυνση του επώνυμου αφηγητή ενδιαφέρει την ίδια τη γραφή. Και αν το σημαντικό, όπως λέει η Μποβουάρ, είναι ότι γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι, κάτι που σήμερα ίσως θέταμε σε αμφισβήτηση, ιδίως όταν μιλάμε για μερικές πολύ συγκεκριμένες γυναίκες που γράφουν με τον τρόπο τους μικρή ή μεγάλη Ιστορία (διότι απλώς γεννήθηκαν), το ρήμα «ανδρώνομαι» είναι ταιριαστό –παρά τα περιθώρια που αφήνει για παρεξηγήσεις– σε μια γυναίκα συγγραφέα.
Η ελληνικότητα στη γραφή της Ζατέλη δεν περιέχει τίποτα από τη μιζέρια της επαρχίας που αναβιώνουν συγκαιρινοί της συγγραφείς, καμία μίρλα, ή διάθεση για εμφυλιακές αναβιώσεις, καμία χαμένη πατρίδα και καμία κερδισμένη.
Ας αναρωτηθούμε από πού προκύπτει η έμπνευση. Από πού προκύπτει η ανάγκη κάποιου και κυρίως κάποιας να μιλήσει, να γράψει ιστορίες, να επιδοθεί στη λογοτεχνία. Οι απαντήσεις πολλές και ποικίλες. Και εάν για τον άνδρα είναι βέβαιο ότι πρέπει –άραγε οι άνδρες γεννιούνται ή γίνονται;– να εγκαταλείψει τη μονολιθική σχέση με τον εαυτό του και να εμπιστευτεί τις αισθήσεις και τα αισθήματά του, για να μπορέσει να παρατηρήσει και να αφουγκραστεί το περιβάλλον του, να γίνει παθητικός σε έναν κόσμο που του ζητά να παραμένει πρωταγωνιστής, για το κορίτσι που μεγαλώνει και γίνεται συγγραφέας, εκτός από γυναίκα, η διαδρομή είναι ανάποδη. Ο άνδρας, για να γίνει συγγραφέας, πρέπει να εμπιστευτεί τα θηλυκά του χαρακτηριστικά, να ταυτιστεί με την ευρύτερη έννοια της μητρικής γεννοποιού λειτουργίας, η κόρη πρέπει κυριολεκτικά να «ανδρωθεί». Να εγκαταλείψει την παθητικότητά της και να εμπιστευτεί τη δύναμή της, τη φαλλικότητά της. Να απενοχοποιηθεί για να ορίσει εκείνη την αφήγηση της ζωής της και τις αφηγήσεις που πηγάζουν από αυτή.
Στη Ζυράννα Ζατέλη και στο απολαυστικό βιβλίο της Ηδονή στον κρόταφο, το πιο αυτοβιογραφικό από τα βιβλία της (ένας, θα λέγαμε, πρόδρομος του auto-fiction), η αφήγησή της αποτυπώνει το εν λόγω επιχείρημα. Το βιβλίο, μέσα από τις διαφορετικές θεματικές της, λογοτεχνικά ιδωμένες, ενδεχομένως μερικώς επινοημένες, περιγράφει τις μικρές ή μεγάλες αποφάσεις και στιγμές που την οδήγησαν, την πιστοποίησαν, την έστρεψαν προς τον δρόμο της συγγραφής. Η κεντρική αυτή αρτηρία εμπεριέχει τους δύο παράλληλους δρόμους. Ο πρώτος είναι ο δρόμος του «φευγιού», ένας δρόμος που μάλλον την επέλεξε, από νωρίς έψαχνε να «πετάξει» και όχι να ριζώσει. Ο δεύτερος είναι του καπνού, συμβολισμός που συνδέεται με τη γενέτειρά της, την ενασχόληση της οικογένειας με τα καπνά, τη δική της έξη, έλξη και απόλαυση, ένας συνδυασμός συναισθηματικής εξαρτητικότητας και δύναμης μαζί. Και τους δύο δρόμους τους παραχώρησε με τον τρόπο του ο πατέρας της, αναγκασμένος να υποταχθεί στο αερικό που ήταν η μικρή του κόρη, που έψαχνε στους ύπνους και στους ξύπνιους της να δραπετεύει. Ίσως κάτι να καταλάβαινε και εκείνος από φευγιό και έτσι μπόρεσε να νιώσει στο πετσί του την κόρη του, παρά τις κοινωνικές, μικροαστικές στο σύνολο της χώρας, επιταγές.
Από την άλλη, η κόρη αυτή, που σιγά σιγά έπαυε να είναι κόρη, μεταμορφωνόταν από φάντασμα σε πεταλούδα, ζούσε στις σκιές, τη νύχτα, στις σκέψεις και στα όνειρα, και βήμα βήμα επιλέγει μόνη της το παράδοξο σύμπαν μέσα στο οποίο θα αναπνέει. Αν και ομιχλώδες, όπως είναι πάντα οι ζωές που ολοκληρώνονται μέσα σε κύκλους καπνού, η Ζυράννα Ζατέλη καταθέτει στο βιβλίο Ηδονή στον κρόταφο τις κρυφές και φανερές αγάπες της. Ο ρόλος του έρωτα στη ζωή της, ο έρωτας που κυνηγάς και σε κυνηγάει, «ο γιορτινά ντυμένος θάνατος» που λέει εκείνη. Τα τσιγάρα, σήμα κατατεθέν της βλαβερής «υγείας» της, φιλήδονη, αυτοερωτική, αναρχική επίμονη σε έναν κόσμο που επιθυμεί να πεθάνει «υγιής». Οι φίλοι της, κάτι παράξενα αγόρια, σαν «σύννεφα με παντελόνια», που λέει και ο ποιητής. Οι γάτες, που ήρθαν αργότερα με πάθος στη ζωή της να αντικαταστήσουν τους εραστές της. Και πάντα στο κάδρο η πόλη –οι πόλεις– η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα, το Παρίσι. Τα γράμματα που αντάλλαζε, η αλληλογραφία, μια επιβεβαίωση ότι υπάρχει στη ζωή και στο χαρτί, δεν είναι μόνον αποκύημα της φαντασίας.
Η ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ ανήκει στις πεζογράφους που από πολύ νωρίς διεκδίκησαν την ελευθερία της γραφής και της ζωής, ανεξαρτήτως φύλου, πολιτικής τοποθέτησης και κοινωνικών κατασκευών. Είναι από τις πρώτες σύγχρονες Ελληνίδες συγγραφείς για τις οποίες ο φεμινισμός δεν είναι μια κοινωνική ταμπέλα, πίσω από την οποία αναζητά ταυτότητα και στράτευση, είναι βαθιά επιλογή που προκύπτει αυτονόητα, αβίαστα, από το είδος της ψυχοσύνθεσής της και τη συνέπεια της ζωής της. Δείχνει να γράφει στα παλιά της υποδήματα –και δικαίως– τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για εκείνη, και δεν επιθυμεί να γίνει κάτι μόνον και μόνον επειδή εξυπηρετεί ένα σύστημα. Το πιο σημαντικό, έχει χιούμορ, υπονομεύοντας κυρίως τις δικές της βεβαιότητες.
Από νωρίς, από τα πρώτα αλαφροΐσκιωτα βήματά της στα καπνά έξω από τη Θεσσαλονίκη, η δική της νικοτίνη ήταν συνώνυμο με την ελευθερία της. Ακόμα και με κόστος. Οπότε και οι ιστορίες της είναι η διεκδίκηση της δικής της μοναδικής αυθεντικής ταυτότητας, ενός τύπου ανθρώπου που είναι όντως «διαφορετικός», όχι επειδή το επιδιώκει αλλά επειδή απλώς είναι. Γυρίζει την πλάτη στο χρήμα και στη βαρύτητα, στο μεγάλωμα που φέρνει φθορά.
Και εάν εμείς στην Ελλάδα κάποτε, τη δεκαετία του ’80, διαβάσαμε ξενόφερτα την υπερτιμημένη Φρανσουάζ Σαγκάν, ή τη φεμινίστρια Σιμόν ντε Μποβουάρ, ακόμα και τον μαγικό ρεαλισμό της Ιζαμπέλ Αλιέντε τη δεκαετία του ’90, την ίδια περίοδο, όσο μεγαλώναμε, ευτυχήσαμε να έχουμε μια Ζυράννα Ζατέλη εγχωρίως. Διότι η λογοτεχνία της Ζατέλη διαποτίζεται από υλικά που χάνονται, όπως χάνονται, αλλοιώνονται, μεταμορφώνονται προς το χειρότερο σχέσεις, στέκια, άνθρωποι. Η ελληνικότητα στη γραφή της Ζατέλη δεν περιέχει τίποτα από τη μιζέρια της επαρχίας που αναβιώνουν συγκαιρινοί της συγγραφείς, καμία μίρλα, ή διάθεση για εμφυλιακές αναβιώσεις, καμία χαμένη πατρίδα και καμία κερδισμένη. Οι έρωτες, ακόμα και εάν είναι αδιέξοδοι, δεν βιώνονται με αδιέξοδο στη γραφή, το σημαντικό είναι η λεπτομέρεια που κάνει έναν άνθρωπο ανθρώπινο, που τον κάνει μύστη του θαύματος, και ηδονικό μέσα στις αγίες επαναλήψεις του. Το τραύμα συμπλέει ωραιότατα με το θαύμα, και η ικανότητά της να υπερασπίζεται την ιδιαιτερότητα της ύπαρξής της είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Σε εποχές όπου οι χώρες, οι άνθρωποι, οι συνήθειες διαποτίζονται από την ίδια ανάγκη, το κυνήγι του χρήματος, η Ζατέλη, με την Ηδονή στον κρόταφο, αποτυπώνει μιαν άλλη ζωή εφικτή. Τον χρόνο της τον κερδίζει μέσα από τη βίωσή του, η ευτυχία δεν είναι πρόσταγμα, η απελπισία δεν είναι πια και του θανάτου. Η μοναξιά παλεύεται και γίνεται χάρη, ιδίως όταν κάποιος βρίσκει τον εαυτό του και τον αντέχει ολοκληρωτικά. Δεν γλιτώνουμε ποτέ από αυτό που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε μόνοι μας και η Ζατέλη γράφει, δείχνοντας –χωρίς καθόλου να το επιδιώκει– τον δρόμο για πολλές από εμάς. Η γυναικεία γραφή και η γραφή γενικότερα θέλει κότσια. Θέλει αίμα και κυρίως σώμα. Το σώμα μας εν τέλει, το γυναικείο σώμα, πολύπαθο, λατρεμένο, παραπονούμενο, παρατημένο. Το σώμα που κάτι έχει να πει, αν του επιτραπεί να μιλήσει. Οι γυναίκες ξέρουν πολύ καλά στο πετσί τους πότε ριγούν και πότε βαριούνται. Και βαριούνται, γιατί υποκρίθηκαν καλά για αρκετό καιρό. Όσο πιο κοντά στο ενδιαφέρον του πυρήνα μας ακουμπήσουμε, τόσο καλύτερα έργα θα αφήσουμε. Η Ζυράννα Ζατέλη έχει ήδη πετάξει τα χαλίκια στον δρόμο μας.
Η Μαριαλένα Σπυροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Εργάζεται ιδιωτικά ως ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια. Έχει γράψει τη νουβέλα Ρου, το ψυχαναλυτικό παραμύθι Ο μαγικός καθρέφτης και το μυθιστόρημα Τάισέ με (Μεταίχμιο). Η Κόρη χωρίς πλάτη είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή. Ποιήματα, διηγήματα και βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.