OTAN ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ ο Χάρολντ Μακίντερ διατύπωσε τη θεωρία της καρδιάς (Heartland), υποστηρίζοντας ότι η ευρασιατική περιοχή που εκτείνεται από τη Σιβηρία έως την Κεντρική Ασία και την Κεντροανατολική Ευρώπη θα διαδραματίσει καίριο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική ισορροπία, οι διεθνείς σχέσεις δεν ήταν καν στη μόδα. Έπρεπε να μεσολαβήσει η ψυχροπολεμική περίοδος και να φτάσουμε στη δεκαετία του ’80 για να θεωρηθεί δεδομένη η άμεση σχέση της γεωστρατηγικής με τα σύγχρονα τμήματα πολιτικών σπουδών.
Πιο κοντά στη συντηρητική κατεύθυνση, οι θεωρίες της ισχύος φάνηκαν να συντηρούν τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των απανταχού κυρίαρχων στον υπό διαμόρφωση νέο παγκοσμιοποιημένο χάρτη, οι οποίοι τον έβλεπαν ως πηγή αέναης σύγκρουσης και διαρκούς αντιπαράθεσης δυνάμεων.
Με το πέρας των χρόνων, όμως, και με την παύση των άμεσων συγκρούσεων οι θεωρίες αυτές επεκτάθηκαν, εμπλουτίστηκαν από νέους πολιτικούς αναλυτές και τη δεκαετία του ’90 άρχισαν να αποκτούν, με τον ρεαλιστικό χαρακτήρα που τόσο διατράνωναν, ένα περισσότερο ανοιχτό βλέμμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάμεσα στους διάσημους αναλυτές είναι ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, που έγινε διεθνώς γνωστός με το βιβλίο του «Η μεγάλη σκακιέρα».
Η ανάλυσή του, παρότι εμβριθής, είναι γλαφυρή και ζωντανή, σχεδόν δημοσιογραφική, με γενναίες δόσεις χιούμορ. Γνωρίζοντας σε βάθος τους παράγοντες στους οποίους αναφέρεται, δεν διστάζει να προχωρήσει σε τολμηρές ερμηνείες, ενώ δεν φοβάται, πολλές φορές, να πρωτοτυπήσει, τολμώντας να κάνει προβλέψεις για το μέλλον, π.χ. για τον κεντρικό ρόλο που θα διαδραματίσει η Κίνα ως η δεύτερη κραταιά δύναμη μετά τις ΗΠΑ.
Σε αυτούς ακριβώς, αλλά με έναν πιο διευρυμένο ορίζοντα και λόγω της προσωπικής του ανάμειξης ως ρεπόρτερ στα υπό εξέταση θέματα, της βαθιάς γνώσης και του κοσμοπολιτισμού του, εντάσσεται και ο δημοσιογράφος, πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας Τιμ Μάρσαλ. Το βιβλίο του «Αιχμάλωτοι της Γεωγραφίας» είναι ήδη μπεστ-σέλερ σε όλες τις χώρες, ενώ το προσωπικό του μπλογκ «Foreign Matters» βρισκόταν ανάμεσα στα υποψήφια για το Orwell Prize το 2010, με τον ίδιο να παραμένει πάντα ο κεντρικός διπλωματικός συντάκτης του Sky News.
Σε αντίθεση, όμως, με τους υπόλοιπους εκφραστές της γεωστρατηγικής ανάλυσης, ο Μάρσαλ φροντίζει, σε κάθε περίπτωση, να υπερτονίζει την κεντρική πηγή της θεωρητικής του ατζέντας, που δεν είναι άλλη από τον Θουκυδίδη, ο οποίος πρώτος υποστήριξε την άμεση σχέση γεωγραφίας και στρατηγικής κατά την προσέγγιση των κεντρικών χαρακτηριστικών μιας περιοχής και ενός κράτους.
Οι διπλωματικές συμφωνίες, οι μετατοπίσεις στο κέντρο βάρους της στρατηγικής αλλά και η εξήγηση των μη ορατών λεπτομερειών και τακτικισμών που πολλές φορές παίζουν εξίσου κεντρικό ρόλο με τα μεγάλα γεγονότα χαρακτήριζαν τους βασικούς άξονες της ιστορικής ανάλυσης του Θουκυδίδη, στους οποίους φαίνεται να κινείται με περισσή ακρίβεια και ο Μάρσαλ.
Το νέο του βιβλίο, και πάλι από τις εκδόσεις Διόπτρα, με τον τίτλο «Η δύναμη της γεωγραφίας» (μτφρ. Σπυρίδων Κατσούλας) αποκαλύπτει εκ νέου τη βαθιά πεποίθηση του συγγραφέα ότι οι γεωφυσικοί παράγοντες συνιστούν αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής ανάλυσης, η οποία επεκτείνεται πέρα από τον πλανητικό μας χάρτη, φτάνοντας μέχρι το Διάστημα.
Λαμβάνοντας, εν προκειμένω, σοβαρά υπόψη, εκτός από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, τις διαφορετικές γεωστρατηγικές σχέσεις αλλά και τη σχέση με το άμεσο περιβάλλον, ακόμα και με το Διάστημα, ο Μάρσαλ προσεγγίζει κάθε περιοχή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, την εποχή του Covid, της κλιματικής αλλαγής και των νέων εξελίξεων στην τεχνολογία και την κυβερνητική.
Η ανάλυσή του, παρότι εμβριθής, είναι γλαφυρή και ζωντανή, σχεδόν δημοσιογραφική, με γενναίες δόσεις χιούμορ. Γνωρίζοντας σε βάθος τους παράγοντες στους οποίους αναφέρεται, δεν διστάζει να προχωρήσει σε τολμηρές ερμηνείες, ενώ δεν φοβάται, πολλές φορές, να πρωτοτυπήσει, τολμώντας να κάνει προβλέψεις για το μέλλον, π.χ. για τον κεντρικό ρόλο που θα διαδραματίσει η Κίνα ως η δεύτερη κραταιά δύναμη μετά τις ΗΠΑ.
Ήδη, πάντως, από πολύ νωρίς ο δικός μας Παναγιώτης Κονδύλης, μελετώντας σε βάθος τον Θουκυδίδη, είχε δώσει έμφαση στον αυξανόμενο τότε ρόλο νέων δυνάμεων στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα, όπως η Κίνα, κάτι που ο Μάρσαλ φαίνεται επίσης να κάνει κατά κόρον.
Όπως υποστηρίζει, όσο οι ΗΠΑ θα αποστασιοποιούνται από τη Μέση Ανατολή, έχοντας το βλέμμα τους στη νέα αυτή υπερδύναμη (ας μην ξεχνάμε την πρόσφατη σινοαμερικανική ένταση στη Νότια Σινική Θάλασσα), τόσο η Κίνα θα αυξάνει την επίδειξη ισχύος της και θα αλλάζουν οι γεωστρατηγικές ισορροπίες. Άλλωστε, λόγω της αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με την Κίνα, η Αυστραλία αυξάνει διαρκώς τη στρατηγική της επιρροή ως η πιο κοντινή στην Κίνα σύμμαχος των ΗΠΑ.
Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση η οικονομική της ανάπτυξη φαίνεται να διαδραματίζει ελάχιστο ρόλο, αφού η Αυστραλία δεν διαθέτει επαρκές στρατιωτικό δυναμικό, ενώ ο ορυκτός πλούτος που διαθέτει φαίνεται να έχει μετατραπεί από πλεονέκτημα σε αδυναμία εξαιτίας της καταστροφής του περιβάλλοντος που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα ορυκτά, τα οποία εξηγούν και την παρατεταμένη ξηρασία, τις πλημμύρες και τις πλείστες καταστροφές. Να πώς η γεωγραφία υπεισέρχεται με άμεσο τρόπο στην πολιτική και στην οικονομία.
Αλλά ο Μάρσαλ δεν παραλείπει να αναφέρει και τις μελανές πτυχές στην ιστορία των ανεπτυγμένων ηπείρων και περιοχών όπως οι λεγόμενοι «μεθοριακοί πόλεμοι», στην περίπτωση της Αυστραλίας, που στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες εποίκους και Αβορίγινες, ή οι αποικιοκρατικοί πόλεμοι (αν και δεν χρησιμοποιεί αυτόν τον ακραιφνώς μαρξιστικό όρο), στην περίπτωση της Αφρικής.
Από δω, όμως, ξεκινάει την ιστορική του ανάλυση για να φτάσει στη σημερινή πραγματικότητα και στην πολυτάραχη περιοχή Σαχέλ, όπου σήμερα πολεμούν χιλιάδες στρατιώτες, καθώς συνιστά περιοχή αυξημένου ενδιαφέροντος για τη Δύση και τη Γαλλία ειδικότερα. «[…] Στα διάφορα κράτη του Σαχέλ, συμπεριλαμβανομένου του Νίγηρα, όπου βρίσκονται τα ορυχεία ουρανίου, τα οποία τροφοδοτούν τη γαλλική πυρηνική βιομηχανία και κρατούν ανοιχτά τα φώτα στα γαλλικά νοικοκυριά», γράφει χαρακτηριστικά ο Μάρσαλ.
Αντίστοιχα αναλυτικό είναι και το κεφάλαιό του για τη χώρα μας, την οποία αναγνωρίζει ως τη γενέτειρα του πολιτισμού, της φιλοσοφίας, των διεθνών σπουδών ‒λόγω Θουκυδίδη‒ αλλά και της ελληνικής γλώσσας που χάρισε σε διάφορες επιστημονικές έννοιες τις ονομασίες τους.
Ξεχωριστή θεωρεί και τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη, ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, και κρίσιμο τον σημερινό ρόλο της λόγω της ανακάλυψης των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Τη θεωρεί, επίσης, καλό δυτικό σύμμαχο και δύσκολη, όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά, να κατακτηθεί. Επικαλούμενος, μάλιστα, κάπως ανορθόδοξα την κλασική έννοια του «στρατηγικού βάθους», υποστηρίζει ότι είναι δύσκολη μια επέλαση στην Ελλάδα από διάφορους εισβολείς κυρίως λόγω της μορφολογίας του εδάφους της, «με τις δαντελωτές βουνοκορφές και θεσπέσια βαθιά φαράγγια».
Επίσης υποστηρίζει πως «η αφιλόξενη μορφολογία του εδάφους της χερσονήσου ήταν ο λόγος που εξασφάλισε ότι οι Έλληνες θα γίνονταν εξαίσιοι θαλασσοπόροι. Το χερσαίο εμπόριο στο εσωτερικό της ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν (και είναι) ιδιαίτερα δύσκολο και ως εκ τούτου οι έμποροι στράφηκαν προς τη θάλασσα για να πουλήσουν την πραμάτεια τους κατά μήκος των ακτογραμμών. Εν προκειμένω, η γεωγραφία σήμαινε ότι καθώς το αναδυόμενο ελληνικό κράτος βασιζόταν στο θαλάσσιο εμπόριο, οι εμπορικές οδοί έπρεπε να προστατευτούν και αυτό προϋπέθετε ένα πολεμικό ναυτικό: εξακολουθεί να ισχύει το ίδιο».
Τέλος, αναφέρεται αναλυτικά σε όλο το σκηνικό της χρόνιας αντιπαράθεσης στο Αιγαίο, υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να διεκδικεί θαλάσσιες περιοχές γιατί αυτή την επεκτατική πολιτική έχει μάθει, έχοντας ακόμα τη φαντασίωση της αυτοκρατορίας, με απρόβλεπτα, δυστυχώς, και εξαιτίας της απολυταρχικής συμπεριφοράς του Ερντογάν, αποτελέσματα.