ΣΤΗ ΣΑΡΩΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΩΝ που επιβλήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα ο Άρης Αλεξάνδρου τόλμησε να βροντοφωνάξει πως είναι ένας Ηomo humanus, κατά τα πρότυπα του ανθρώπου της Αναγέννησης. Όντας πάντοτε ανένταχτος και ανέστιος, ένας ποιητής με πολιτικό σθένος και παρρησία, δεν έπαψε ποτέ να παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα της εποχής του, από το θέμα της μετάφρασης και των λογοτεχνικών βραβείων έως αυτό της πολιτικής στράτευσης και της ιδεολογίας.
Παρότι δεν έμεινε αμέτοχος ούτε στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση κατά των Γερμανών, κυνηγημένος και εξόριστος για τα πολιτικά του φρονήματα σε Μακρόνησο, Άη-Στράτη και Γυάρο, φρόντιζε να είναι παρών και στα θεωρητικά ζητήματα, μιλώντας πάντα έξω από τα δόντια.
Αυτός είναι, άλλωστε, και ο τίτλος που είχε επιλέξει ο ίδιος για τη συλλογή με τα δοκίμιά του, τα οποία κυκλοφορούν και πάλι από τις εκδόσεις Πατάκη, σε επιμέλεια Ελένης Κεχαγιόγλου, μια σειρά από κριτικά κείμενα αλλά και θεατρικά που δημοσιεύτηκαν από το 1937 έως το 1975, δηλαδή από τότε που ο Αλεξάνδρου ήταν μόλις δεκαπέντε ετών, μέχρι έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του.
Η επιμελήτρια, αναλύοντας τη λογική της παρούσας έκδοσης στο προλογικό της σημείωμα, εξηγεί ότι υπήρξε σεβασμός στο ύφος του συγγραφέα και ότι έγιναν παρεμβάσεις μόνο εκεί όπου ήταν ανάγκη, κυρίως όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας. Κατά τα άλλα, διατηρήθηκε ατόφιο το αδαμάντινο, τόσο σε επίπεδο καθαρότητας όσο και στέρεης έκφρασης, ύφος, όπως και η ελευθερία της σύνταξης ενός πολυποίκιλου και στις περισσότερες περιπτώσεις μακροπερίοδου, κατά τα πρότυπα του Ντοστογιέφσκι, λόγου.
Η ανάγκη του Άρη Αλεξάνδρου για ελευθερία στην έκφραση έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να αρνείται ακόμα και τους αυστηρούς κανόνες της ορθογραφίας, επιβάλλοντας ένα δικό του, ιδιόμορφο, μαλλιαρό ύφος, όχι μόνο σε επίπεδο εκφραστικής έντασης αλλά και ορθογραφίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι λόγω της ευρύτητας των απόψεων του Αλεξάνδρου, που υπερέβαιναν τα στεγανά, έγιναν πολλαπλές απόπειρες από πολλούς να τον οικειοποιηθούν ιδεολογικά, αλλά τα κείμενα μαρτυρούν από μόνα τους ότι παρέμεινε σθεναρά και ηρωικά ανέστιος, όπως ο αγαπημένος του Μαγιακόφσκι, μέχρι τέλους.
Διάφορες ήταν και οι προσπάθειες καταγραφής του περιπετειώδους βίου του σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο: αξιοσημείωτη, για παράδειγμα, είναι η βιογραφία του από τον Δημήτρη Ραυτόπουλο με τον τίτλο Άρης Αλεξάνδρου: Ο εξόριστος, που είχε κυκλοφορήσει από το Θεμέλιο το 1996, η οποία άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση για την ταυτότητα της αριστεράς, όπως και η μελέτη του Κώστα Δεσποινιάδη από τις εκδόσεις Πανοπτικόν με τον τίτλο Ο ανυπότακτος Άρης Αλεξάνδρου, με μια παραπάνω έμφαση στον αναρχικό χαρακτήρα της μονίμως πυρακτωμένης σκέψης του συγγραφέα και ποιητή.
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά στα κείμενα που περιλαμβάνονται στο Έξω απ' τα δόντια αρκεί για να δει κανείς πως αυτή η τεντωμένη σαν νεύρα καλωδίου ψυχή, όπως έγραφε ο αγαπημένος του Μαγιακόφσκι, παρασυρόταν πιότερο, όπως θα έλεγε ο ίδιος, από τα ηλεκτρόδια του ουρμπανιστικού φουτουρισμού, τα μαύρα σκοτάδια των υπογείων του Ντοστογιέφσκι και τις αναταράξεις των ντανταϊστικών φωνών, παρά από τα καθαρόαιμα πολιτικά μανιφέστα.
Άλλωστε, δεν έπαψε ποτέ να καταφέρεται εναντίον της περιχαρακωμένης βεβαιότητας κάθε λογής ισμών, προασπιζόμενος την ανάγκη μιας έκφρασης που ακροβατεί μεταξύ του ρεαλισμού και του ονείρου, σαν τις φανταστικές ενατενίσεις των αγαπημένων του ποιητών και του Ντοστογιέφσκι, τον οποίον μετέφραζε με μανία: «Η ομορφιά και η αλήθεια θα εξαρτηθούν απ’ την ύπαρξη μιας αληθινής ζωντάνιας ‒ακόμα και στο όνειρο‒ κι από την παρουσία μιας δυνατής λογοτεχνικής πραγματικότητας που να μη δίνει την εντύπωση της εύκολης “φιλολογίας”», έγραφε στην «Έκφραση και το θέμα».
Η φωνή του ποιητή πρέπει να είναι ως εκ τούτου δυναμική και στεντόρεια, καθώς η «φωνή των δρόμων δεν μπορεί να είναι ψίθυρος, δεν μπορεί να είναι sotto voce. Και ο εκφραστής των δρόμων και της μεγάλης πολιτείας, κι ακόμα περισσότερο ο οραματιστής της τεράστιας πολιτείας του μέλλοντος πρέπει να φωνάξει στη διαπασών και να μεταχειριστεί ανάλογο λεξιλόγιο», όπως γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά στο αξέχαστο κείμενό του Ποιος αυτοκτόνησε τον Μαγιακόφσκι;, μιλώντας, θαρρείς, την ίδια στιγμή για τον εαυτό του.
Η ανάγκη του Άρη Αλεξάνδρου για ελευθερία στην έκφραση έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να αρνείται ακόμα και τους αυστηρούς κανόνες της ορθογραφίας («Περί ορθογραφίας»), επιβάλλοντας ένα δικό του, ιδιόμορφο, μαλλιαρό ύφος, όχι μόνο σε επίπεδο εκφραστικής έντασης αλλά και ορθογραφίας.
Τα λαγαρά ελληνικά του, που είχαν έντονο τον χαρακτήρα της αμεσότητας και της προφορικότητας, μαρτυρούσαν ταυτόχρονα μια ανάγκη για ποιητική έκφραση και έκρηξη που ήταν συνώνυμη με την παρόμοια πολιτική του στάση και ταυτότητα, καθώς «ο ποιητής είναι πάντοτε με το μέρος της Αντιγόνης και ποτέ με το μέρος του Κρέοντα», αρνούμενος ακόμα και την εφήμερη δικαίωση του δήμου και των σοφιστών ‒ βλέπε λογοτεχνικά βραβεία.
Με εντελώς μπρεχτικό τρόπο, κάτι που φαίνεται και στα θεατρικά του, ο ποιητής είναι ταυτόχρονα σκηνοθέτης και παρατηρητής, έτοιμος να αντικρίσει την αλήθεια κατάματα, όπως ο Γαλιλαίος στο ομώνυμο θεατρικό του Μπρεχτ, ο οποίος επιβάλλεται, αντί να παρασύρεται από τον θρησκευτικό φανατισμό και από τη δοκησισοφία και τον δογματισμό των άκριτων πολιτικών απόψεων.
Εξάλλου, ο Αλεξάνδρου δεν σταμάτησε ποτέ να μάχεται όχι μόνο με αληθινά αλλά και με πνευματικά όπλα, γνωρίζοντας πως το παν για ένα πολιτικό ον είναι να μπορεί να αποτιμά στις κρίσιμες στιγμές τα αγαθά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
Γι’ αυτό και η δική του Αντιγόνη στο θεατρικό που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του παρόντος τόμου είναι αυτή που αντιλαμβάνεται τις διαστάσεις μιας αντίστροφης πραγματικότητας, τις αυταπάτες αλλά και την ήττα: «Αν είχανε τελειώσει όλ’ αυτά, αν δεν είχανε αρχίσει ποτέ όλα αυτά, ίσως να μπορούσαμε κι εμείς να ’χουμε ένα πιάτο ζεστό φαΐ, ένα ήσυχο δωμάτιο, μια δική μας νύχτα. Είναι πολλά, λοιπόν, όλα αυτά και δε μας δόθηκαν ποτέ; Χρόνια και χρόνια πόλεμος γι’ αυτά τα λίγα και τώρα νικηθήκαμε. Να σώσουμε τουλάχιστον τα χαλάσματα που μας μένουν», λέει με σθένος η ηρωίδα του, ανοίγοντας τον μυθιστορηματικό δρόμο στους ήρωες του Κιβωτίου, του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε ο Αλεξάνδρου, αρκετού όμως για να συνταράξει τα λογοτεχνικά δεδομένα και να αναδείξει με τον πιο περίτεχνο τρόπο τον μοντερνισμό.
Και είναι αλήθεια πως το πειραματικό σθένος και η μοντερνιστική θεώρηση διαφαίνονται σχεδόν σε όλα τα κείμενά του, τα οποία ανιχνεύουν τις υποδόριες και ασύνειδες τάσεις του υπερρεαλισμού και απαντούν με μια έντονη πάντοτε ειρωνεία, όπως αυτή που εκφράζεται στον ηρωικό λόγο της γριάς οικονόμου προς τον καθηγητή κ. Βαρχάιτ, όταν λέει πως όλοι «κυνηγάνε τους Ανατροπείς».
Ως μέγας αποσυνάγωγος και ανατροπέας ο ίδιος ο ποιητής και συγγραφέας, δεν έπαψε ποτέ να μάχεται τον ολοκληρωτισμό, την προσωπική και πολιτική ανελευθερία, τα δόγματα, τον φανατισμό. Και όπως έγραφε χαρακτηριστικά στα «Ένδον Ρήματα»: «Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμία πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας. Όπως το ’χω ξαναπεί, Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος. Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, μα και με όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων, εστεμμένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.