ΜΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ 2000, η ηθοποιός Ράνια Οικονομίδου άφησε στο γραφείο της Τζούλιας Τσιακίρη των εκδόσεων «Το Ροδακιό» το χειρόγραφο ενός φίλου της, φροντίζοντας να της μεταδώσει όλον της τον ενθουσιασμό γι’ αυτό.
Δέκα λεπτά αργότερα, έχοντας διαβάσει λίγες μόνο σελίδες, η Τσιακίρη είχε πάρει την απόφασή της. Μέσα σε δυο μήνες –χρόνος ρεκόρ για έναν οίκο σαν το Ροδακιό– το μυθιστόρημα «Οι τέσσερις τοίχοι» βρισκόταν στα βιβλιοπωλεία κι ο συγγραφέας του Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης γινόταν αποδέκτης πολλών εγκωμίων από πεζογράφους και κριτικούς.
Απόφοιτος της Νομικής και της δραματικής σχολής Βεάκη, ηθοποιός για ένα διάστημα καθοδηγούμενος από τον Τσαρούχη, τον Φασουλή, τον Mπαντή, τον Τερζόπουλο, τον Βολανάκη, και μακριά πια από τη σκηνή για λόγους υγείας, ο Χατζηγιαννίδης είχε περάσει τα τρία προηγούμενα χρόνια γράφοντας δέκα αράδες περίπου τη μέρα, αντιμετωπίζοντας το γραπτό του σαν εργόχειρο που θέλει ψιλοβελονιά. Το έπιανε, το άφηνε, το ξανάπιανε, και δεν προχωρούσε παρακάτω αν δεν σιγουρευόταν πως ό,τι είχε στο μυαλό του εκφραζόταν πιστά.
Η προίκα της παραμελημένης Νομικής είχε αποδειχτεί πολύτιμη. Όπως στους νομικούς συλλογισμούς απαιτείται περιεκτικότητα και σαφήνεια, έτσι και στο μυθιστόρημά του, στόχος ήταν κάθε λέξη να έχει ειδικό βάρος.
Ο φανταστικός κόσμος του Χατζηγιαννίδη μοιάζει απόλυτα ρεαλιστικός και γειωμένος. Κι εκεί που νομίζεις ότι πρόκειται για έργο παλιομοδίτικης αισθητικής, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι πόσο σύγχρονο –αφόρητα σύγχρονο– είναι το θέμα του.
Η δράση στους «Τέσσερις τοίχους» εκτυλίσσεται σ’ ένα νησί που δεν κατονομάζεται, ανέγγιχτο από τη λαίλαπα του τουρισμού και τον σημερινό τρόπο ζωής. Εκεί έχει απομονωθεί ο πολυταξιδεμένος και ιδιόρρυθμος Π. Ροδακής, που δεν βγαίνει από το πατρικό του παρά μόνο τις ώρες που εργάζεται. Ο Π. Ροδακής είναι γιος μελισσοκόμου κι αυτοδίδακτος γεωπόνος, αλλά από χτίστες είχε ανάγκη ο τόπος και χτίστης κατέληξε.
Μια μέρα τον επισκέπτονται ο παπάς και ο κοινοτάρχης του νησιού, παρακαλώντας τον να φιλοξενήσει προσωρινά μια κατατρεγμένη γυναίκα, τη Βάγια. Εκείνος δέχεται και η πιο συναρπαστική περιπέτεια της μονόχνωτης ως τότε ζωής του ξεκινάει.
Μυστηριώδης γυναίκα –θύμα κακοποίησης ή συζυγοκτόνος που φυγοδικεί;–, η Βάγια κουβαλά στις αποσκευές της ένα βρέφος και στο μυαλό της ένα σχέδιο για να παρατείνει την παραμονή της στο σπίτι του Ροδακή: τον πείθει να παρασκευάσουν το πιο νόστιμο μέλι του κόσμου!
Πράγματι, το τρίο υποδύεται την οικογένεια, η συνταγή του «ζεύγους» βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο και το «Αγγελικό», το μέλι τους, γίνεται περιζήτητο κι αποτιμάται σε χρυσάφι. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά, η επιτυχία μετατρέπεται σ’ εφιάλτη. Ο Ροδακής θα βρεθεί έγκλειστος στο κελί ενός αλλόκοτου μοναστηριού, θύμα αδίστακτου ηγούμενου που εποφθαλμιά τη συνταγή ως ατραξιόν της μονής για τους πιστούς…
Γεμάτο εκπλήξεις, νοσηρές παρεκτροπές, καίριες ψυχολογικές παρατηρήσεις και υπόγεια ειρωνεία, το ατμοσφαιρικό αυτό βιβλίο διαρκώς σε ξεγελάει. Στις σελίδες του συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα αλλά ουδέποτε σκέφτεσαι να τ’ αμφισβητήσεις. Ο φανταστικός κόσμος του Χατζηγιαννίδη μοιάζει απόλυτα ρεαλιστικός και γειωμένος. Κι εκεί που νομίζεις ότι πρόκειται για έργο παλιομοδίτικης αισθητικής, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι πόσο σύγχρονο –αφόρητα σύγχρονο– είναι το θέμα του.
Οι συνεχόμενοι εγκλεισμοί των ηρώων σε δωμάτια, σπίτια ή κελιά, δεν είναι παρά μια μεταφορά για την απομόνωση των σημερινών ανθρώπων στο ατομικό τους σύμπαν. Οι αρχετυπικές φιγούρες του βιβλίου παραπέμπουν στα «τέρατα» των σύγχρονων κοινωνιών που, αποψιλωμένα από συλλογικά οράματα και αξίες, φροντίζουν το συμφέρον τους κλεισμένα στο καβούκι τους και στους τέσσερις τοίχους του μυαλού τους.
Με το πρώτο του βιβλίο ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης έδειξε στα τριανταπέντε του ότι ήρθε στη λογοτεχνία για να μείνει. Αυτό που ξεκίνησε σιγά-σιγά σαν παιχνίδι, του πρόσφερε τελικά έναν καινούριο προορισμό.
Το μυθιστόρημά του τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του περιοδικού «Διαβάζω» και με το βραβείο Laure Bataillon στη Γαλλία (στη μετάφραση του Μισέλ Βόλκοβιτς), μεταφράστηκε επίσης στ’ αγγλικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά και τα πορτογαλικά κι έφτασε στην τελική εξάδα για το Independent Foreign Fiction Prize 2007.