Για το αν θα τη χαρακτηρίζαμε οπερέτα ή κωμική όπερα (opéra comique) οι γνώμες διίστανται, αλλά όπως και να ονομάσεις την «Κρητικοπούλα» σημασία έχει ότι θεωρείται ένα αριστούργημα του Σπυρίδωνα Σαμάρα, του συνθέτη το όνομα του οποίου συνδέουμε συνήθως με τον Ολυμπιακό Ύμνο που ακούμε να τραγουδιέται στα ελληνικά κάθε τέσσερα χρόνια στις τελετές έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του καθώς ο κοσμοπολίτης Κερκυραίος που διέπρεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία –όπου τον τοποθετούν στους εμπνευστές του βερισμού– πέθανε μόλις έναν χρόνο μετά την πρώτη θριαμβευτική παρουσίαση του έργου στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στις 30 Μαρτίου του 1916, από τον Ελληνικό Μουσικό Θίασο του Απόστολου Κονταράτου, η γυναίκα του οποίου, η Έλσα Ένκελ, ερμήνευσε και τον κεντρικό ρόλο, σε σκηνοθεσία Μιλτιάδη Λιδωρίκη.
Με κείμενο των Νικολάου Λάσκαρη και Πολύβιου Δημητρακόπουλου, η «Κρητικοπούλα» διαδραματίζεται στην ενετοκρατούμενη Κρήτη (1211-1715), αλλά τόσο για τον συνθέτη όσο και για τους λιμπρετίστες αφορμή και έμπνευση στάθηκαν οι κρητικές επαναστάσεις στα τέλη του 19ου αιώνα και η ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1896-1913) που οδήγησαν στην ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα αμέσως μετά τους Βαλκανικούς πολέμους.
Διατρέχεται από έντονα συναισθήματα πατριωτισμού ενώ η πλοκή περιστρέφεται γύρω από μια τολμηρή νέα γυναίκα η οποία εισβάλλει στο παλάτι του Ενετού Δούκα διεκδικώντας και καταφέρνοντας να κερδίσει προνόμια για τους συμπατριώτες της.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή άργησε να παρουσιάσει το έργο λόγω του πολιτικού και ιστορικού πλαισίου, καθώς το πρώτο ανέβασμα συνέπεσε με την έναρξη του Εθνικού Διχασμού, αλλά τα εμβατήρια του εκτελέστηκαν κατά τις εκδηλώσεις για την απελευθέρωση το 1944, όπως και στις επετείους του 1946 και του 1952.
Σαν να πρόκειται για σαιξπηρική κωμωδία όπου κυριαρχούν παρεξηγήσεις, ερωτικές ανατροπές, μπερδέματα, οι ήρωες και οι ηρωίδες εμπλέκονται σε κωμικές καταστάσεις απείρου κάλλους. Κεντρικό πρόσωπο λοιπόν της υπόθεσης του έργου είναι η Κρητικοπούλα Αρετή, η οποία μεταμφιέζεται σε νέο άντρα, τον Μανωλιό, για τις ανάγκες του αγώνα και με αρωγό τον έρωτα επιτυγχάνει να αποσπάσει όλα όσα διεκδικεί.
Ο Σαμάρας επιλέγει να αντιπαραβάλει δύο διαφορετικά μουσικά ιδιώματα, το «ελληνικό» με το «ευρωπαϊκό» ώστε να αναπαραστήσει μουσικά και να οριοθετήσει δραματουργικά την αντιπαράθεση των δύο διαφορετικών πλευρών.
Στις αρχές του 20ού αι. η διένεξη μεταξύ ελληνικότητας και κοσμοπολιτισμού, εκτός από την πολιτική της διάσταση, πέρασε στη λογοτεχνία και σε όλες τις μορφές τέχνης. Ο ιδιοφυής συνθέτης κατάφερε να παντρέψει αρμονικά και τις δύο πλευρές, ξεκινώντας με χορωδιακά μέρη γραμμένα στον ρυθμό του πεντοζάλη, ένα ιδίωμα που αντανακλά κρητικές έννοιες όπως η λεβεντιά, ο ηρωισμός, ο πατριωτισμός, το πάθος για ελευθερία, ενώ το «ευρωπαϊκό» ιδίωμα χαρακτηρίζεται από εμβατήρια και μελωδίες όπως βαλς και πόλκες, βασικά στοιχεία της βιεννέζικης οπερέτας. Κι όλα αυτά διανθισμένα με πολύ χιούμορ, ηρωισμούς, παρανοήσεις, φλερτ και ίντριγκες.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή άργησε να παρουσιάσει το έργο λόγω του πολιτικού και ιστορικού πλαισίου, καθώς το πρώτο ανέβασμα συνέπεσε με την έναρξη του Εθνικού Διχασμού, αλλά τα εμβατήρια του εκτελέστηκαν κατά τις εκδηλώσεις για την απελευθέρωση το 1944, όπως και στις επετείους του 1946 και του 1952. Σήμερα οφείλουμε την αποκατεστημένη μορφή της παρτιτούρας στον μουσικολόγο Γιάννη Τσελίκα (αδελφό του Ανδρέα Τσελίκα που διευθύνει την παράσταση) και το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής.
Ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας, ο οποίος ήταν εκείνος που υπέγραψε σκηνοθετικά την επαναφορά της «Κρητικοπούλας» στον 21ο αι. από την ΕΛΣ, πάλι στο θέατρο Ολύμπια, με μεγάλη μάλιστα επιτυχία, επαναλαμβάνει τώρα το εγχείρημά του δέκα χρόνια μετά και εξηγεί: «Το ενδιαφέρον είναι ότι πρόκειται για το πάντρεμα δύο κόσμων. Ο έρωτας πρωταγωνιστεί γιατί υπάρχει ένας απαγορευμένος έρωτας μεταξύ μιας κοντέσας και ενός νεαρού Κρητικού, κι από την άλλη η μεταμφιεσμένη Κρητικοπούλα που πυροδοτεί διάφορες παρεξηγήσεις.
Το παραμύθι και το ρομαντικό στοιχείο επικρατούν έναντι της πολιτικής διάστασης του έργου παρόλο που η πλοκή ξεκινάει με ένα επαναστατικό κίνημα κατά το οποίο πατριώτες ετοιμάζονται να πάρουν τα όπλα. Είναι συγκινητικό ότι το έργο παντρεύει την επανάσταση με τον έρωτα γιατί στην πορεία συνειδητοποιείς ότι ο έρωτας ως απαγορευμένη σχέση είναι μια μορφή επανάστασης. Κι έχει ένα χάπι έντ που φέρνει μια συμφιλίωση και ευνοϊκότερες συνθήκες στους Κρητικούς. Πολιτικά δεν έχει βάθος, απλώς τα επαναστατικά κινήματα της εποχής προσφέρουν το φόντο για την ερωτική ιστορία και την κωμωδία παρεξηγήσεων.
»Αγαπώ και είμαι στρατευμένος στο ελληνικό έργο κι εδώ έχουμε ένα είδος, την ελληνική οπερέτα, η οποία απαξιώθηκε για πολλά χρόνια και αισθητικά υποβαθμίστηκε. Μάλιστα την πρώτη φορά που μου έγινε κατόπιν πρότασης από τον Μύρωνα Μιχαηλίδη, τον τότε διευθυντή της Λυρικής, χάρηκα που θα βοηθούσα στην αποκατάσταση αυτού του υπέροχου υλικού που είναι η ελληνική οπερέτα. Το στοίχημα είναι η ελαφράδα του είδους που την έχουμε πολύ ανάγκη σε αυτήν τη δύσκολη και μαύρη εποχή που ζούμε. Πρόκειται για ένα παραμύθι ενηλίκων που όμως φέρνει φως κι ελπίδα.
Η γενιά μου αντιμετώπισε όλα αυτά τα έργα με μεγάλη προκατάληψη και επιφύλαξη και δυσπιστία ως προς της αξία τους. Επειδή το συγκεκριμένο έργο γεφύρωσε την Ανατολή με τη Δύση με ενδιέφερε πάρα πολύ. Με έναν τρόπο συνδέεται και με την εποχή μας, αντανακλά τις σύγχρονες ανάγκες, και του θεατή και του δημιουργού.
Βλέπω στις πρόβες ότι η χορωδία το απολαμβάνει, που δεν είναι σύνηθες κι αυτό λέει κάτι για το έργο. Είναι μια καλή αρχή να ξαναπαρουσιαστούν και να αποκατασταθούν οπερέτες που οι ίδιοι ευτελίσαμε για πολλά χρόνια. Η "Κρητικοπούλα" ήταν μια μεγάλη περιπέτεια, καθώς η πρόζα ήταν πάρα πολύ παλιά και χρειάστηκε να την προσαρμόσω εγώ σε μια σύγχρονη γλώσσα».
Ο αρχιμουσικός Ανδρέας Τσελίκας με τη σειρά του μίλησε για το έργο που διευθύνει: «Από τη στιγμή που μπόρεσε να αποκατασταθεί πλήρως η παρτιτούρα –το λιμπρέτο ήταν χαμένο, οπότε το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής έκανε σπουδαία δουλειά, δίνοντάς του ζωή–, και μπορούμε να το απολαμβάνουμε σήμερα, η επιτυχία του ήταν δεδομένη.
Είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του είδους, γραμμένο στο τέλος της ζωής του συνθέτη, η ποιότητα των ηχοχρωμάτων, ο τρόπος που αντιμετωπίζει τη δραματουργία, αλλά και τα όργανα μιας μικρής ορχήστρας, συνηθισμένος τα προηγούμενα χρόνια σε μεγάλα μουσικά σύνολα, συντελούν σε ένα αριστούργημα, ένα τέτοιο υπέροχο μωσαϊκό που πολύ λίγοι διάσημοι συνθέτες της εποχής διεθνώς θα μπορούσαν με τέτοια εργαλεία να συνθέσουν, ιδιαίτερα με τη χρήση πολύ εθνικών χρωμάτων, μουσικών ιδιωμάτων και μουσικής γλώσσας της λαϊκής παράδοσης.
Είναι από τις λίγες φορές που έχουμε πεντοζάλη, κρητικούς ρυθμούς και λαϊκές μελωδίες, χαρακτηριστικά ελληνικά μοτίβα που δίνουν ένα μοναδικό χαρακτηριστικό στο πλαίσιο που θα άκουγε κάθε κοσμοπολίτης της εποχής. Έχει να προσφέρει ακόμα και στο διεθνές ρεπερτόριο. Το αποτέλεσμα είναι επίκαιρο, οικείο και πολύ αστείο».
Η Ελένη Βουδουράκη, η πρώτη διδάξασα της Κρητικοπούλας στο ανέβασμα της ΕΛΣ πριν από δέκα χρόνια, το επαναλαμβάνει προσεγγίζοντας τον ρόλο εκ νέου και διαθέτοντας καλλιτεχνική ωριμότητα, όπως ομολογεί και η ίδια: «Η Αρετούσα είναι ένα πολύ γενναίο κορίτσι γεμάτο φως. Θέλει να επαναστατήσει με τους υπόλοιπους Κρητικούς, να σώσει τη γενιά της καθώς απειλείται να αφανιστεί έτσι όπως βαδίζει η ενετοκρατούμενη Κρήτη.
Βρίσκω κάποια καινούργια πράγματα στον ρόλο, γιατί δεν είχα δουλέψει την πρόζα τόσο πολύ την πρώτη φορά. Μάλλον είναι ο χρόνος που έχει περάσει, η ωριμότητα, τότε την έβλεπα πιο φοβισμένη μπαίνοντας στο βενετσιάνικο παλάτι, ενώ τώρα τη βλέπω πιο ασφαλή μέσα από τον πατριωτισμό της. Θεωρεί ότι αυτό που θέλει να πετύχει είναι πάνω απ’ όλα ο μοναδικός της στόχος και θα τον πετύχει ό,τι και να γίνει. Δεν φοβάται τίποτα, αυτό θεωρώ κύριο χαρακτηριστικό της και μου δίνει μεγάλη χαρά.
Είναι και η εποχή που ζούμε, προσωπικά νιώθω ότι μας πατούν κάτω το κεφάλι, και έτσι με ανεβάζει ψυχολογικά. Γιατί έχει χιούμορ η Αρετούσα, μπαίνει μέσα στο παλάτι μεν με φόβο, αφού για πρώτη φορά βρίσκεται σε ανάλογο περιβάλλον, αλλά πέρα από τον στόχο της δεν χάνει τη φρεσκάδα της και την προσωπικότητα της. Είναι Ελληνίδα, έχει λεβεντιά, πατριωτισμό και ελεύθερο πνεύμα».
Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας / «H Κρητικοπούλα»
Κωμική Όπερα (σε τρεις πράξεις)
Μουσική διεύθυνση: Ανδρέας Τσελίκας
Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά/Κοστούμια: Αναστασία Αρσένη
Κινησιολογία: Φώτης Διαμαντόπουλος
Σχεδιασμός φωτισμών: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Διεύθυνση Χορωδίας: Σταύρος Μπερής
Μουσική προετοιμασία: Δημήτρης Γιάκας
Επιμέλεια μουσικού υλικού: Βύρων Φιδετζής
Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνα Στράνη
Ερμηνεύουν: Ελένη Βουδουράκη / Μιράντα Μακρυνιώτη, Μαριλένα Στριφτόμπολα / Άννυ Φασσέα, Διονύσης Τσαντίνης / Γιώργος Παπαδημητρίου, Τζουλια Σουγλάκου / Μαρία Βλαχοπούλου, Δημήτρης Πακσόγλου / Κωνσταντίνος Κληρονόμος, Γιάννης Φίλιας / Χρήστος Κεχρής, Μάριος Σαραντίδης / Γιώργος Ιατρού, Παύλος Πανταζόπουλος / Μαρίνος Ταρνανάς
Με τη Συμφωνική Ορχήστρα και τη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων
Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας»
18, 21, 23, 25, 27/12, 20:00
19/12, 18:30