H ΣΑΡΑ ΚΕΪΝ ΗΤΑΝ 22 χρονών όταν στα μέσα του 1993 έστειλε στη θεατρική ατζέντισσα Μελ Κένιον το τελικό χειρόγραφο του έργου της «Blasted» (στην Ελλάδα θα ανέβαινε δύο δεκαετίες αργότερα με τον τίτλο «Ερείπια») και η Κένιον προσφέρθηκε αμέσως να την εκπροσωπήσει. Δεκαοκτώ μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1995, το Blasted έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Upstairs του Royal Court στο πλαίσιο ενός ρεπερτορίου νέων έργων υπό τον καλλιτεχνικό διευθυντή του, Στίβεν Ντάλντρι. Μια καυστική κραυγή φρικτής απόγνωσης, με σχεδόν ακατάλληλες για παρακολούθηση σκηνές πρωκτικού βιασμού και σωματικής και ψυχολογικής ταπείνωσης, το έργο μετέφερε τις φρικαλεότητες του πολέμου στα Βαλκάνια σε ένα ανώνυμο δωμάτιο ξενοδοχείου στο Λιντς και έγινε εν μία νυκτί κεντρικό θέμα στα βρετανικά ταμπλόιντ.
«Μια αηδιαστική πανδαισία βρoμιάς», δήλωνε η Daily Mail, ενώ ο Guardian χαρακτήριζε το έργο «αφελές και ασήμαντο, χωρίς καμιά διανοητική και καλλιτεχνική αξία». Από το 1965 και το θεατρικό έργο του Έντουαρντ Μποντ «Saved» (Σωσμένος), το οποίο κατακεραύνωνε την πνευματική χρεοκοπία της εποχής μέσα από την ανεξίτηλη εικόνα ενός μωρού που λιθοβολείται μέχρι θανάτου μέσα σε ένα καροτσάκι, είχε να βρεθεί το κριτικό κατεστημένο σε τόσο έντονη αντίθεση με το αγωνιώδες ηθικό όραμα ενός θεατρικού συγγραφέα.
Τριάντα χρόνια μετά, μοιάζει δύσκολο να διαχωρίσει κανείς το Blasted από την πυρετώδη μυθολογία του. «Όλοι είχαμε δεχτεί κακές κριτικές, αλλά το κυνηγητό που δέχτηκε εκείνη από τον σκανδαλοθηρικό τύπο ήταν πρωτοφανές», λέει ο θεατρικός συγγραφέας Μαρκ Ρέιβενχιλ, σύγχρονος της Κέιν, το ντεμπούτο του οποίου «Shopping and Fucking» έκανε πρεμιέρα στο Royal Court έναν χρόνο αργότερα. Η Σάρα Κέιν θα γινόταν μέλος μιας εκρηκτικής φουρνιάς συγγραφέων της θεατρικής σκηνής της δεκαετίας του 1990, μαζί με τους Ρέιβενχιλ, Τζο Πένχολ, Άντονι Νίλσον και Μάρτον ΜακΝτόνα – μια περίοδος που σήμερα θεωρείται ως μια χρυσή εποχή της σύγχρονης βρετανικής θεατρικής γραφής.
«Είχε αυτή την ευαγγελική ανατροφή», λέει ο Ρέιβενχιλ, «και παρόλο που δεν ήταν πια χριστιανή όταν τη γνώρισα, μπορούσες σίγουρα να νιώσεις αυτό το βάρος της Παλαιάς Διαθήκης στη γραφή της. Το Blasted είχε την ίδια δομή με την κλασική τραγωδία. Θα το παρομοίαζα με έργο του Ευριπίδη».
Η Σάρα Κέιν αυτοκτόνησε σε μια τουαλέτα του νοσοκομείου Maudsley στο νότιο Λονδίνο τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Φεβρουαρίου 1999, σε ηλικία 28 ετών. «Μπορούμε να ρομαντικοποιήσουμε τον θάνατό της τοποθετώντας την στον κύκλο των νεκρών ποιητών», λέει ο Ρέιβενχιλ. «Αλλά το γεγονός ότι πέθανε τόσο νέα δεν είναι ρομαντικό. Είναι βάναυσο και θλιβερό».
Η Κέιν έγραψε τέσσερα ακόμη έργα μετά το Blasted: «Phaedra’s Love» (Φαίδρας Έρως), «Cleansed» (Καθαροί πια), «Crave» (Λαχταρώ) και «4.48 Psychosis» (Ψύχωση 4.48), το οποίο ανέβηκε μετά τον θάνατό της. Μαζί, σχηματίζουν ένα απαράμιλλο όραμα της απανθρωπιάς και της αγάπης, στο οποίο η φρίκη και η τρυφερότητα συνυπάρχουν σε συγκλονιστική εγγύτητα. «Είχε αυτή την ευαγγελική ανατροφή», λέει ο Ρέιβενχιλ, «και παρόλο που δεν ήταν πια χριστιανή όταν τη γνώρισα, μπορούσες σίγουρα να νιώσεις αυτό το βάρος της Παλαιάς Διαθήκης στη γραφή της. Το Blasted είχε την ίδια δομή με την κλασική τραγωδία. Θα το παρομοίαζα με έργο του Ευριπίδη».
Γιατί λοιπόν τότε οι κριτικοί της εποχής δεν κατάφεραν να την κατανοήσουν; «Η Κέιν είχε μια μακροσκοπική άποψη της κοινωνίας», λέει η Κένιον, που συνέχισε να την εκπροσωπεί μέχρι τον θάνατό της. «Οι γυναίκες συγγραφείς δεν έπρεπε να είναι έτσι. Ο μισογυνισμός και η ανευθυνότητα των κριτικών μοιάζουν απίστευτοι σήμερα. Ήταν τόσο νέα. Δεν νομίζω ότι όποιος δεν είναι καλλιτέχνης μπορεί να ξέρει πόσο κοστίζει να σταθείς ξανά στα πόδια σου και να ξαναγράψεις μετά από κάτι τέτοιο. Ήταν πολύ γενναία. Αλλά νομίζω ότι της κόστισε αρκετά».
Η Κέιν ήταν γνωστή για την ντροπαλότητά της στις συνεντεύξεις, αλλά όσοι την ήξεραν καλά τη θυμούνται ως πολύ αστεία με έναν ατσάλινο πυρήνα. «Ήταν απολύτως απολαυστική», λέει ο συγγραφέας Γουίλιαμ Φάινς, ο οποίος την γνώρισε το 1997, όταν την κάλεσε να σκηνοθετήσει τη διασκευή που είχε κάνει στο ανέβασμα του έργου «Βόιτσεκ» στο θέατρο Gate στο Notting Hill. «Τη θυμάμαι να μου λέει κάποτε ότι είχε μια υπέροχη μέρα. Επειδή είχε μειώσει μια ατάκα από 32 λέξεις σε 8 σε ένα έργο που δούλευε. Αυτή ήταν η ιδέα της για μια καλή μέρα. Αυτό μου είχε προκαλέσει δέος».
Το 1999 η Κέιν, η οποία έπασχε από διπολική διαταραχή και είχε περάσει διάφορες περιόδους σε ψυχιατρικές δομές, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στο διαμέρισμά της στο Μπρίξτον του Λονδίνου. Λίγο αργότερα εισήχθη στο νοσοκομείο, όπου την επισκέφθηκε η Κένιον λίγες μέρες πριν πεθάνει. «Έδειχνε γαλήνια και υπέροχη. Νόμιζα ότι τα χειρότερα είχαν περάσει. Οραματιζόμουν ότι θα είχαμε αυτή την τρελή σχέση ατζέντη-πελάτη-φίλου για πολύ καιρό. Ήμουν εντελώς απροετοίμαστη για τον θάνατό της».
Ποια θα μπορούσε να είναι η πορεία της αν ζούσε; «Υπάρχει κάτι τόσο ολοκληρωμένο στο τόξο του έργου της», λέει η Κάνιον, «που μερικές φορές αναρωτιέμαι αν την έβαλαν σ’ αυτή τη γη για να μας πει αυτά που μας είπε και μετά να φύγει. Και τα είπε με τόση αγριότητα και κομψότητα ώστε αυτό ήταν το μόνο που υπήρχε. Αλλά νομίζω ότι έτσι προσπαθώ να δώσω νόημα στον παράλογο θάνατό της».
Το έργο της Κέιν αναμφίβολα υπερβαίνει τον χρόνο, διατηρώντας τόσο μια ενστικτώδη επείγουσα ανάγκη όσο και μια ελπιδοφόρα συμπόνια, ακόμη και όταν εξερευνά τα βάθη της πιο ακραίας δυστυχίας. «Το θέατρο είναι μια αναζήτηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, πώς συμπεριφερόμαστε και πώς μπορούμε να συμπεριφερθούμε καλύτερα», λέει η Κένιον. «Και η Κέιν ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους καλλιτέχνες που έβλεπαν μέσα από το δέρμα της ζωής, τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά».
Με στοιχεία από The Telegraph