ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ μιλήσουμε για το Ιράν;
Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό το «ατέρμονα πολύπλοκο ζήτημα» χωρίς να υποπέσουμε σε αυτάρεσκες, ηθικoπλαστικές αναλύσεις που θα επιβεβαιώνουν, εμμέσως πλην σαφώς, την αδιαμφισβήτητη ηθική (και θρησκευτική) ανωτερότητά μας;
Πόσα στοιχεία, νούμερα και μαρτυρίες χρειαζόμαστε, ώστε ν’ αποφανθούμε για τις βαρβαρότητες που διαπράττονται εκεί; Πόσα μερόνυχτα χρειαζόμαστε για να τ’ αναλύσουμε; Με ποιον τρόπο ενδείκνυται να εκδηλώσουμε την οργή και τη θλίψη μας;
Φαίνεται πως ό,τι και να πούμε για το Ιράν, δεν θα είναι ποτέ αρκετό...
Αλλά, τότε, για τι πράγμα να μιλήσουμε σε ένα συνέδριο για το Ιράν, αν όχι για το Ιράν;
Να, ο κύριος Κρίστενσεν, για παράδειγμα, καθηγητής Ανθρωπιστικών Επιστημών και εκπρόσωπος μιας ακτιβιστικής οργάνωσης που βοηθάει μουσουλμάνους μετανάστες στην Ευρώπη, παίρνοντας πρώτος τον λόγο, σπεύδει να καταρρίψει την πλάνη της παντοδυναμίας μας. Μετά τον τραγικό θάνατο της μητέρας του σε τροχαίο, ο κ. Κρίστενσεν, όπως μας εξηγεί, είδε να διαλύεται μπροστά του η ναρκισσιστική φούσκα που περιέβαλλε τον ως τότε αδηφάγο βίο του. Ξαφνικά, του αποκαλύφθηκε η ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης. Μιας δύναμης πέρα και πάνω από εμάς, μιας δύναμης που έχει τον τελικό λόγο για τη μοίρα των ατόμων και των εθνών. Και τώρα, επιμένει, αν δεν αποδεχθούμε τη δύναμη αυτή, αν εξακολουθήσουμε να απαιτούμε έναν «βολικό» Θεό που θα μας κάνει τα χατίρια και θα εξουδετερώνει όλα τα δεινά για χάρη μας, τότε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε τους Ιρανούς.
Το κείμενο του Βιριπάγιεφ, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να μιλήσει για το «πραγματικό» Ιράν, εκτοξεύεται σε μια ιλιγγιώδη σπειροειδή κίνηση προς το φαντασιακό «Ιράν», ενεργοποιώντας έναν ποταμό ερωτημάτων που κάθε παράτολμη σύγκριση με το «άλλο» δύναται να ξυπνήσει εντός μας.
Χωρίς θρησκευτική συνείδηση, με άλλα λόγια, είμαστε χαμένοι: ενισχύοντας τον συλλογισμό του κ. Κρίστενσεν, ο κ. Λάρσεν, καθηγητής Θεολογίας, ανεβαίνει κι αυτός στο βήμα για να εξυμνήσει την ανακουφιστική επίδραση του Θεού στην οντολογική μοναξιά μας: «Πάντα υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από αυτό που μας συμβαίνει. Κι αυτό είναι πάντα μαζί μας, σαν... παρέα. Η αίσθηση μιας μόνιμης παρουσίας, ενός πράγματος μεγαλύτερης σημασίας: αυτό συνδέει όλες τις θρησκείες σε όλο τον κόσμο, κι αν δεν βιώσουμε αυτό το αξίωμα της θρησκευτικής συνείδησης, τότε είναι αδύνατον να λύσουμε οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με το Ισλάμ», τονίζει ο κ. Λάρσεν.
Έξαλλη θα εκτοξευθεί από τη θέση της η κ. Άστριντ Πέτερσεν, μετά βίας περιμένοντας τον κ. Λάρσεν να ολοκληρώσει. Πώς είναι δυνατόν, θα διαμαρτυρηθεί η βραβευμένη με Πούλιτζερ συγγραφέας, να παρηγορούμαστε στην ιδέα ενός Θεού που μας κάνει παρέα, την ώρα που αμέτρητες γυναίκες (και άνδρες) εξευτελίζονται, μαστιγώνονται, ακόμη και θανατώνονται στο Ιράν; «Ας κατέβουμε από τα ουράνια, πίσω στην αληθινή, τρομακτική ζωή μας», επιμένει η κ. Πέτερσεν, η οποία προχωρά στην παράθεση των τεσσάρων οικουμενικών δικαιωμάτων, κανένα από τα οποία δεν γίνεται σεβαστό στο Ιράν: το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στη γνώση, το δικαίωμα να επιλέγει κανείς ελεύθερα τις ιδέες του και, τέλος, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του. «Να ζεις, να μαθαίνεις τον κόσμο, να σκέφτεσαι ελεύθερα και ν’ αγαπάς: αυτό είναι όλο», συνοψίζει εμφατικά η κ. Πέτερσεν.
Αμέσως μετά, η κ. Έμμα Σμιτ-Πούλσεν, πρόεδρος της οργάνωσης InterAction, σύζυγος του πρωθυπουργού της Δανίας και πρώην τηλεπερσόνα, θα μιλήσει για την πρόσφατη παραμονή της σε ένα μικροσκοπικό χωριουδάκι στο Περού. Εκεί όπου για πρώτη φορά συνάντησε «μια κοινότητα αληθινά ευτυχισμένων ανθρώπων». Ό,τι κι αν έκαναν, όσα προβλήματα κι αν είχαν, όσο κι αν λιμοκτονούσαν, οι κάτοικοι του χωριού αυτού δεν έχαναν ποτέ τη χαρούμενη διάθεσή τους. Ήταν «σαν να μοιραζόντουσαν κάποιου είδους κοινό μυστικό κι αυτό το μυστικό τούς έκανε ευτυχισμένους». Οι Ιρανοί, θεωρεί η κ. Πούλσεν, επίσης «φανερώνουν αυτήν τη γνώση στο βλέμμα τους [...] έχουν το μυστικό στη νοοτροπία τους. Αντίθετα, όταν κοιτάζω στα δικά μας μάτια, πολύ σπάνια το βλέπω», καταλήγει.
Ειρωνευόμενος τη σύζυγο του πρωθυπουργού και τον θαυμασμό της για τους φτωχούς Περουβιανούς χωρικούς, ο Μάγκνους Τόμσεν, δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής, θα ταχθεί σθεναρά υπέρ της Δανίας, υποστηρίζοντας ότι «ζούμε σε μια υπέροχη χώρα», σε μια υπέροχη ήπειρο, στην οποία έρχονται αυτοί με το μυστικό από τη Συρία και το Ιράν και ανατινάζουν, βιάζουν και πατάνε με τ’ αυτοκίνητά τους εμάς τους «φαλιρισμένους Ευρωπαίους που δεν έχουμε κανένα μυστικό στα μάτια μας». Σταματήστε, λοιπόν, τα παράπονα, σεβαστείτε τους οικείους σας, αναλάβετε τις ευθύνες σας και θα καταλάβετε ότι «αυτό είναι ευτυχία» και ότι, ναι, «είμαστε ευτυχισμένοι!».
«Τι οφείλουμε να κάνουμε, όταν μια κλίκα φανατικών διευθύνει το Ιράν κρατώντας σε υποτέλεια έναν ολόκληρο λαό;»: για τον Γκούσταβ Γιένσεν, φιλόσοφο και συγγραφέα, όλες μας οι απόπειρες είναι καταδικασμένες – απλούστατα επειδή εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε ελεύθερα όντα. «Τα πάντα είναι επικαθορισμένα, οι γονείς μας μάς συνέλαβαν χωρίς τη συγκατάθεσή μας [...] Είμαστε απλώς σακιά παραγεμισμένα με τα γονίδια των προγόνων μας». Τι είδους δικαιώματα μπορούν να έχουν, συνεπώς, τέτοιου είδους σακιά;
Τι να πει και ο πάτερ Αυγουστίνος; Ο επιφανής πάστορας ανεβαίνει μαινόμενος στο βήμα για να υπερασπιστεί το όνομά του, που στιγματίστηκε προσφάτως, όταν απαγόρευσε στο πανκ-ροκ συγκρότημα Black Mass να δώσει συναυλία στον ναό του. «Κάθε πράγμα έχει τον χώρο του. Κάθε πράγμα έχει το νόημά του, τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται. Έχουμε χάσει τα μυαλά μας;! Δεν έχει νόημα ν’ αγαπάς χωρίς αγάπη, να προσεύχεσαι δίχως προσευχή: φοβούμενοι την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λέμε το ζεστό “κρύο”, το μπλε “κίτρινο”, το α “η” και το η “το”», μας προειδοποιεί.
Περί πνευματικότητας θα μιλήσει και ο φημισμένος Δανός μαέστρος Πασκουάλ Άντερσεν. Για τον κ. Άντερσεν, η αναζήτηση της αλήθειας συνιστά τον σκοπό της ύπαρξης. Η αλήθεια αυτή, όμως, δεν κατοικεί εκεί όπου νομίζουμε, ούτε εκμαιεύεται με τεχνητούς τρόπους: «Η ανακάλυψη των μορίων και των ατόμων, των έξυπνων τηλεφώνων, η ικανότητα να πετάμε ως τον Άρη, να επιμηκύνουμε το προσδόκιμο ζωής, να μαθαίνουμε πόσο κάνει ένα κι ένα ή πέντε tips για τη σωστή διοίκηση μιας επιχείρησης, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν πρόκειται να μας βοηθήσει ν’ αποκτήσουμε αληθινή γνώση», απαντά ο κ. Άντερσεν σε ερώτηση μέλους του κοινού σχετικά με τον ρόλο της εκπαίδευσης.
Τελευταία παίρνει τον λόγο η Σιρίν Σιραζί, ξακουστή Ιρανή ποιήτρια, βραβευμένη με Νόμπελ λογοτεχνίας. Έχοντας περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό, καταδίκη που της επιβλήθηκε από το καθεστώς όταν δημοσίευσε την πρώτη ποιητική συλλογή της, η Σιραζί θέτει την έννοια της προσωπικής ελευθερίας σε διαφορετικό πλαίσιο. Ανακαλώντας την πιο αποκαλυπτική εμπειρία του βίου της, η ποιήτρια αφηγείται πώς το μεγαλείο του έρωτα –που την κατέκλυσε σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών– της χάρισε τέτοιους θησαυρούς, τέτοια απαράμιλλη χαρά, ώστε κάθε ανασφάλεια, κάθε φόβος για την απώλεια της ανεξαρτησίας της ηττήθηκαν ολοσχερώς. «Κι όσο περισσότερο από τον εαυτό μου έδινα, τόσο πιο πλήρης και γεμάτη νόημα γινόταν η ζωή μου... Ήθελα μονάχα ένα πράγμα: περισσότερη και περισσότερη αγάπη, αγάπη, μόνον αγάπη!».
Εννέα ομιλητές, πληθώρα απόψεων, θέσεων, κοσμοθεωριών, που ξεπερνούν τα στενά χωροχρονικά όρια ενός κράτους, μιας ηπείρου, μιας εποχής. Ένας ιδιότυπος «αγώνας λόγου» στη διάρκεια του οποίου κάθε συμμετέχων φιλοδοξεί να αποδείξει το κύρος και την ανωτερότητα της δικής του οπτικής, της δικής του αντίληψης για τον κόσμο και τα πράγματα. Το κείμενο του Βιριπάγιεφ, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να μιλήσει για το «πραγματικό» Ιράν, εκτοξεύεται σε μια ιλιγγιώδη σπειροειδή κίνηση προς το φαντασιακό «Ιράν», ενεργοποιώντας έναν ποταμό ερωτημάτων που κάθε παράτολμη σύγκριση με το «άλλο» δύναται να ξυπνήσει εντός μας: Υπάρχει Θεός; Τι είναι θρησκευτική συνείδηση; Ζούνε καλύτερα όσοι πιστεύουν; Τι είναι γνώση; Υπάρχει ελεύθερη βούληση; Πώς πραγματώνεται; Τι είναι αλήθεια; Πόσες αλήθειες υπάρχουν; Πού βρίσκεται η πραγματική ευτυχία; Ποια η αξία της παράδοσης; Πώς πρέπει να ζούμε; Ποιος ο σκοπός του ανθρώπου; Ποιο το νόημα της ζωής;
Η αγωνιώδης προσπάθεια να απαντηθούν τα διαχρονικά και βαρυσήμαντα αυτά ερωτήματα μοιάζει, αν μη τι άλλο, με ρητορικό άθλο∙ ο Βιριπάγιεφ, όμως, καταφέρνει να συνθέσει ένα αρμονικό, πολυπρισματικό, γοητευτικό σύνολο, συνδέοντάς τα ευρηματικά με τον σύγχρονο διάλογο περί ξενοφοβίας, πατριαρχίας, woke ατζέντας, τρομοκρατίας, χορτοφαγίας κ.ο.κ. Μόνον στο τέλος φανερώνει την αμηχανία του, επιλέγοντας ως διέξοδο αυτήν που «όλα τα νικά» – ποιαν άλλη; Την αγάπη: «Μείνε εκεί που είσαι και περίμενε / Έρχεται για σένα», μάς υπόσχεται η Σιρίν στο ποίημά της, «ζητάς πολλά, φωνάζεις δυνατά, κάνεις πολύ θόρυβο/ Μείνε σιωπηλός / Τότε θα μάθεις την αγάπη».
Το κείμενο του Βιριπάγιεφ βρίσκει γόνιμη υποδοχή στους κόλπους της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων. Ο σκηνοθέτης Χρήστος Θεοδωρίδης, η σκηνογράφος (Τίνα Τζόκα) και ο σχεδιαστής φωτισμών (Τάσος Παλαιορούτας), αρνούμενοι τον άχαρο «ρεαλισμό» μιας συνεδριακής αίθουσας, βυθίζουν γλυκά τον σκηνικό χώρο στη μελαγχολία: επιλέγουν υποβλητικό φωτισμό, κροκί βελούδινες καρέκλες, αφαιρούν κάθε «βάθρο», κάθε επισημότητα, έτσι ώστε ο εκάστοτε ηθοποιός που παίρνει θέση μπροστά στο μικρόφωνο να μοιάζει ευάλωτος, εκτεθειμένος, ανοιχτός σε όλα τα ενδεχόμενα, απρόβλεπτος. Και πράγματι, κάθε «ομιλία» είναι έτσι σμιλεμένη σκηνοθετικά και υποκριτικά (ως προς τον ρυθμό του λόγου, τη χροιά της φωνής, την κίνηση, τη μουσική υπόκρουση), ώστε να δημιουργεί την αίσθηση μιας «μικρής» περφόρμανς και όχι μιας ακαδημαϊκής «εισήγησης».
Κάποιοι ηθοποιοί ακολουθούν μια πιο «φωναχτή», καταγγελτική και παθιασμένη κατεύθυνση, ενώ άλλοι κινούνται σε πιο χαμηλούς τόνους, αποποιούμενοι κάθε διδακτική παρόρμηση, ελισσόμενοι μεταξύ δραματικού και κωμικού. Όλοι, πάντως, κατορθώνουν να πλάσουν έναν «χαρακτήρα» με ιδιαίτερο ύφος και προσωπικότητα. Ιδιαιτέρως απολαύσαμε τον Άρη Λάσκο ως «σκανδαλώδη» πάστορα που τα βάζει με το σατανοσυγκρότημα Black Mass αλλά και με όλη τη woke νοοτροπία, εγκαλώντας μας με ντεμι-μελοδραματικό στόμφο να επιστρέψουμε στο καθήκον και στη μελέτη της παράδοσης. Στον αντίποδα, ο Μιχάλης Πητίδης, ο κ. Λάρσεν της «θρησκευτικής συνείδησης», εκφέρει τον λόγο του με μια γάργαρη καθαρότητα, προσφέροντας, με τη μελιστάλαχτη, καθησυχαστική φωνή του, μια παράξενα σαγηνευτική ανακούφιση.
Εξαιρετικός ο Βασίλης Τρυφουλτσάνης, ο αλλοπαρμένος μαέστρος που καλπάζει, υπό τους ήχους του «Hallelujah» του Λέοναρντ Κοέν (εδώ τραγουδισμένο από τον Ρούφους Γουεϊνράιτ), προς μια δική του διάσταση, κουνώντας ολοένα και πιο εκστασιασμένος τα χέρια του στον αέρα, σαν να διευθύνει μια αόρατη ορχήστρα ή σαν πουλί που πετά προσηλωμένο προς ένα οραματικό κρεσέντο, διατυμπανίζοντας τον θρίαμβο της πνευματικής ζωής έναντι της εγκόσμιας.
Υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει Θεός, έχουμε επιλογή, δεν έχουμε επιλογή, ν’ αγωνιστούμε ή να προσευχηθούμε; Η ώρα περνά, τα διλήμματα αυξάνονται, και, καθώς προσπαθούμε, ελαφρώς καταπονημένοι, να καταλάβουμε γιατί γράφτηκε το έργο, ποια ήταν η στόχευσή του (ότι υπάρχουν παντού χιλιάδες αντιφάσεις/εκδοχές/απόψεις, αλλά, τελικά, σημασία έχει ν’ αγαπάς;), η παράσταση, στα τελευταία λεπτά της, προτείνει πανηγυρικά τη δική της απάντηση: οι σύνεδροι (μαζί και ο συντονιστής), αναστατωμένοι από το ποιητικό ξέσπασμα της πιστής ποιήτριας, ξεχνούν τους ρόλους, τους διαπληκτισμούς, τις διαφορές τους, κι ενώνονται σ’ ένα συντονισμένο χορευτικό κύμα που σαρώνει την αίθουσα ρυθμικά, παρασύροντάς μας σε κείνη τη Χώρα όπου τα σώματα βρίσκουν την ελευθερία τους πέρα από τις φλυαρίες και τις ιδεολογίες, στην καθαρή ηδονή της συνεύρεσης και της επαφής, ενός συλλογικού παλμού που μας ξεσηκώνει.