Μέσα σε μια φτηνή κουζίνα, σ’ ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο στη Βόρεια Ιρλανδία, την ώρα που οι Ταραχές¹ σπέρνουν τη βία και τη διχόνοια σε ολόκληρη την περιοχή, η Φιάνα και η Αλάνα θα εξοντώσουν τον πατέρα τους με τον πιο θεαματικό τρόπο.
Στην αρχή μοιάζει αδύνατο να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να ενωθούν προς έναν κοινό σκοπό. Η επιστροφή της Φιάνας στο πατρικό μετά από έντεκα χρόνια βρίσκει την Αλάνα εχθρική, οχυρωμένη στον ψυχαναγκασμό της, βυθισμένη στην άρνηση. Τις χωρίζει μια άβυσσος: η πρώτη εκπέμπει την αύρα της χειραφέτησης, της αψηφισιάς και της τόλμης που κατέκτησε στη φυλακή και στις τάξεις του IRA. Η δεύτερη απεχθάνεται τις φασαρίες, λατρεύει τη χλωρίνη, προσεύχεται, καπνίζει, τρώει πατατάκια και τρίβει εμμονικά τα λίπη του φούρνου, αναζητώντας ανακούφιση από την απελπισία της αιχμαλωσίας της. Ο πατέρας τους όχι απλώς δεν έχει πεθάνει, όπως νόμιζε η Φιάνα επιστρέφοντας, αλλά κείτεται παράλυτος στον επάνω όροφο, βογγώντας επιδεικτικά και καθηλώνοντας την υπάκουη κόρη του –εκείνη που δεν τον εγκατέλειψε– σε ρόλο νοσοκόμας.
Προσερχόμενη στον αντιπατριαρχικό αγώνα, η Ιρλανδή συγγραφέας Μέγκαν Τάιλερ καταθέτει εδώ τη δική της συνεισφορά, μια γκροτέσκα μαύρη κωμωδία, η οποία φαντασιώνεται τις απανταχού κακοποιημένες να λικνίζονται μεθυσμένες και αναμαλλιασμένες πάνω από τα πετσοκομμένα μέλη των πατριαρχών κακοποιητών τους.
Η επιμονή της Αλάνας να υπερασπίζεται και να ανέχεται τον φριχτό ετούτο άνδρα εξαγριώνει τη Φιάνα, η οποία, παρ’ όλα αυτά, αρνείται να φύγει και να παραδώσει εκ νέου την αδελφή της στην υποτέλεια. Σταδιακά, υπό την επήρεια του αλκοόλ, της ποπ μουσικής των eighties και των φρεσκοαφυπνισμένων, οδυνηρών αναμνήσεων, οι δύο γυναίκες θα μονοιάσουν, θ’ αγκαλιαστούν και θα επιδοθούν σε μια επαναστατική επανένωση δυνάμεων.
Sisters are doin’ it for themselves: πλήρως εξοπλισμένες με σφαίρες, μολότοφ, αλυσοπρίονα και μπαλτάδες, οι δύο αποχαλινωμένες πλέον αδελφές θα πριονίσουν τα πόδια του παράλυτου, θα τα κόψουν κομματάκια και θα τα πετάξουν στην κατσαρόλα-γίγα, επινοώντας μια μοναδική συνταγή για κρεατόσουπα με πατάτες, καρότα, πλαδαρή σάρκα και θρυμματισμένα γεροντοκόκαλα. Στη φυλή των Άσματ, λέει η Φιάνα, σκοτώνουν τους κροκόδειλους, και μετά τους γδέρνουν και τους τρώνε. Πιστεύουν πως αυτά τα «προϊστορικά γαμίδια» είναι μετενσαρκώσεις κακών ανθρώπων και «ο μόνος τρόπος για να σταματήσεις το κακό» είναι να το φας.
Προσερχόμενη στον αντιπατριαρχικό αγώνα, η Ιρλανδή συγγραφέας Μέγκαν Τάιλερ καταθέτει εδώ τη δική της συνεισφορά, μια γκροτέσκα μαύρη κωμωδία, η οποία φαντασιώνεται τις απανταχού κακοποιημένες να λικνίζονται μεθυσμένες και αναμαλλιασμένες πάνω από τα πετσοκομμένα μέλη των πατριαρχών κακοποιητών τους. Όσο ερεθιστικό κι αν ακούγεται αυτό, τα μόνα ενδιαφέροντα στοιχεία του έργου αποδεικνύονται, τελικά, το προαναφερθέν γυναικείο ντουέτο αδελφών-τιμωρών καθώς και το συναρπαστικό λουτρό αίματος, το οποίο σκηνοθετούν εμπνεόμενες από σπλάτερ ταινίες τρόμου όπως η Carrie (1976) του Μπράιαν ντε Πάλμα (την οποία η Αλάνα ανακαλεί ενθουσιασμένη ως «εκείνη η ταινία με το κορίτσι που της έρχεται περίοδος [...] και την κοροϊδεύουν [...] και μετά τρελαίνεται και παίρνει εκδίκηση και τους σκοτώνει όλους»).
Κατά συνέπεια, ο μόνος τρόπος να υπερπηδηθούν α) οι μέτριοι διάλογοι, β) το σχηματικό ψυχολογικό υπόβαθρο και γ) ο χάρτινος, τυποποιημένος πατέρας (που, ακόμη και ως καρικατούρα, μοιάζει σαν να γράφτηκε πολύ βαριεστημένα!) θα ήταν, ενδεχομένως, η επένδυση στο Παράλογο, στο γκραν-γκινιόλ και σε όλα τα σουρεαλιστικά στοιχεία εκδίκησης που οδηγούν στη φαντασμαγορία του κροκοδείλου.
Έτσι έχουν τα πράγματα: όταν λείπει το βάθος, χρειαζόμαστε τη λάμψη της επιφάνειας, την υπερβολή του γκροτέσκου, την αναρχική παρόρμηση της κωμωδίας, ένα ταξίδι απελευθέρωσης κρυφών, ασυνείδητων οραμάτων και επιθυμιών. «Η επιφάνεια διαθέτει τα δικά της τέρατα», λέει ο Ντελέζ, «τις δικές της ποιότητες και σκληρότητες, οι οποίες, παρότι στερούνται βάθους, έχουν νύχια: μπορούν να μας αρπάξουν ή και να μας σπρώξουν στην άβυσσο που νομίζαμε πως αποφύγαμε».
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, δυστυχώς, δεν έχει νύχια: μολονότι οι ηθοποιοί του είναι ενεργοποιημένες και το κλίμα υποσχόμενο, το εγχείρημα δεν φτάνει ποτέ στα άκρα. Σαν να βάζει κανείς μια μικρή, μίζερη λιμνούλα αίματος κάτω από τα πετσοκομμένα πόδια του βιαστή τη στιγμή που θα χρειαζόταν ένας ποταμός αλά Carrie για να λεκιάσει τα πατώματα και τους τοίχους, να πνίξει τα μυαλά και τα σώματα, να θαμπώσει την όραση, να προσελκύσει το «τέρας», μια λαχτάρα «άλλη», μια ωδή στη σπατάλη και όχι μια συμμόρφωση στο ενδεδειγμένο, το «τόσο-όσο», το μετριοπαθές, το συγκρατημένο, αυτό που αντέχουμε και μας αντέχει.
Απουσιάζει από την παράσταση εκείνη η ισχυρή, παλλόμενη εικονοποιία, εκείνη η απρόβλεπτη επένδυση των στιγμών, των δυναμικών, των ροών που θα άνοιγε πόρτες στην Κόλαση ή σε άλλους ψεύτικους τόπους: εμείς, αντιθέτως, βρισκόμαστε πάντα στον ίδιο. Όλοι και όλα κινούνται εντός ορίων, εντός πλαισίου, εντός του οικείου. Καμία κλειδαριά δεν παραβιάζεται. Κι έτσι χάνουμε κάθε ευκαιρία εκτροχιασμού και ολισθήσεων στο στόμα του «κροκόδειλου»: όχι τυχαία, όταν ο τελευταίος τελικά εμφανίζεται, μένουμε να τον χαζεύουμε μηχανικά, σαν ένα extra large διακοσμητικό αξιοπερίεργο.
Πραγματικά απολαυστική η (Αλάνα), ξεδιπλώνει τις υποκριτικές χάρες της με γνήσιο, ανεξάντλητο gusto. Από ένα νευρωτικό πλάσμα με σφιχτά χείλη και ακόμη πιο σφιχτό κότσο που σταυροκοπιέται στον ήχο των αστραπών μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα ξέπλεκη, που κατοικεί στο σώμα της, ανεβαίνει στα τραπέζια, «τζαμάρει» με τα μάτια της κουζίνας και κάνει χορευτικές σβούρες στο πάτωμα. Με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το τζιν τόνικ στο άλλο, η Σύρμω-Αλάνα λύνει τον κότσο των μαλλιών, λύνει τον κόμπο των ορμών, αρπάζει το αλυσοπρίονο και τα κάνει όλα λίμπα...
Η Άννα Καλαϊτζίδου προτείνει μια Φιάνα cool, ψημένη, άφοβη, αθυρόστομη, ό,τι ακριβώς έχει ανάγκη η θεοσεβούμενη, παροπλισμένη αδελφή της για να ανακτήσει το θάρρος της και να σωθεί. Η χημεία τους λειτουργεί αβίαστα, ο χορός τους μας παρασύρει τρυφερά. Κι ενώ κινούνται ρυθμικά στην κωμική διάσταση της δράσης, οι δραματικές στιγμές τους (ξεσπάσματα, αλληλοκατηγορίες, παραδοχές ενοχής κ.λπ.), όπως και οι –ούτως ή άλλως προχειρογραμμένες εκ μέρους της Τάιλερ– αντιπαραθέσεις με τον ξέπνοο πατέρα (Δημήτρη Γεωργαλά), στερούνται κάθε ψυχικής έντασης και μας αφήνουν αδιάφορες.
1. Οι Ταραχές (The Troubles): μια εποχή πολιτικών και θρησκευτικών συγκρούσεων μεταξύ των Προτεσταντών ενωτικών και των Καθολικών αντιβασιλικών που σημάδεψαν τη Βόρεια Ιρλανδία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως την υπογραφή της Συνθήκης της Μεγάλης Παρασκευής στο Μπέλφαστ, το 1998. (από το πρόγραμμα της παράστασης)
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Ο τρόμος του κροκόδειλου» εδώ.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.