Μεγαλωμένος στη Λεμεσό της Κύπρου, ζει και εργάζεται στην Αθήνα και ανήκει σε μια γενιά καλλιτεχνών που διεκδίκησαν και κατέκτησαν την καλλιτεχνική και προσωπική τους ελευθερία όσο καμία. Ηθοποιός, τραγουδιστής, σκηνοθέτης, περφόρμερ, δημιουργός της αβανγκάρντ ποπ και έθνικ ηλεκτρονικής μουσικής σκηνής, υπερασπίζεται την κουίρ ταυτότητά του και ό,τι άλλο θεωρεί πολύτιμο και άξιο λόγου μέσα από το τραγούδι, το θέατρο, τα βιντεοκλίπ, τη ζωή. Ετοιμάζεται να επιστρέψει με δεκατρία τραγούδια σε ποίηση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, μουσική Χρήστου Θεοδώρου και σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη σε μια μουσική παράσταση με τίτλο «Κάπου περνούσε μια φωνή».
— Όταν ήρθες πρώτη φορά σε επαφή με τον Λαπαθιώτη εξεπλάγης;
Όντως, την πρώτη φορά που άκουσα για τον Λαπαθιώτη ήταν από ένα τραγούδι του Χρήστου Θεοδώρου, ο οποίος γράφει και τα τραγούδια της παράστασης. Παρακολουθούσα τη δουλειά του μέσα από συναυλίες του γιατί τον είχα δάσκαλο στη δραματική σχολή. Είχε κάνει με τη γυναίκα του, τη Βικτωρία Ταγκούλη, το «Έπινα μέσα από τα χείλη σου», που θα το έχουμε κι εμείς στην παράσταση – τότε ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με το όνομα «Λαπαθιώτης». Μου έκανε εντύπωση ο ερωτισμός του τραγουδιού, αλλά βλέποντας το όνομα του στιχουργού, φαντάστηκα αρχικά ότι ήταν ψευδώνυμο. Άρχισα να τον ψάχνω κυρίως μέσα από τα τραγούδια – τον έχει τραγουδήσει και η Αρβανιτάκη. Μου έκανε εντύπωση πώς με λίγες λέξεις κατάφερνε να φτιάξει ένα τόσο πλούσιο αισθητικό και αισθησιακό σκηνικό με έντονες και πικρές εικόνες. Ήρθα σε επαφή με την ποίησή του λόγω της δραματικής σχολής, όχι σε βάθος βέβαια, αλλά μπόρεσα να την εκτιμήσω.
Η αλήθεια είναι ότι ταιριάζω στο σύμπαν του Λαπαθιώτη. Αν επιλέξουμε δέκα ανθρώπους που μπορεί να αντικατοπτρίζουν τον ποιητή, είναι βέβαιο ότι θα είμαι κι εγώ ανάμεσά τους. Αυτό που λέω σχετικά με τη φωνή, έχει να κάνει αφενός με το πώς τη χρησιμοποιώ, δηλαδή σε τι ιστορίες δίνω φωνή, αφετέρου με το ότι έχει έναν λυρισμό που ταιριάζει σε αυτά τα ποιήματα.
— Δεν είχες ξανακούσει το όνομά του;
Είμαι ένα παιδί από την Κύπρο, μεγάλωσα σε ένα αριστερό περιβάλλον, οπότε διαβάζαμε Ρίτσο, μας ενδιέφερε η κοινωνική διάσταση της ποίησης, όχι τόσο ο λυρισμός. Με την κουίρ ποίηση ήρθα σε επαφή μετά τα 20. Πρόκειται για ένα είδος που καταλάβαινα ότι με αφορά. Σκεφτόμουν «κοίτα να δεις, κάποιος έγραψε κάτι και για μένα. Άφησε παρακαταθήκη κάτι με το οποίο μπορώ να συνδεθώ».
— Ως εκπρόσωπος του αισθητισμού, σε ποιο βαθμό τα ποιήματα του Λαπαθιώτη αγγίζουν ένα σύγχρονο γκέι αγόρι;
Εγώ νομίζω ότι συνδέομαι πάρα πολύ με το κομμάτι του λυρικότητας του στίχου και με το γεγονός ότι έχει γραφτεί από έναν άντρα για έναν άλλον άντρα. Οπότε συναντιέμαι με αυτά τα δυο του κομμάτια, της ταυτότητας και της αισθητικής. Εμένα μου αρέσει το λυρικό στοιχείο, η λυρική ποίηση, η λυρική μουσική, είτε κλασική είτε σύγχρονη. Υπάρχει αρκετή λυρικότητα και στα δικά μου τραγούδια, στον στίχο και στη μουσική, οπότε δεν τον νιώθω ξένο, ότι μπαίνω σε ένα πεδίο που θα πρέπει να μου συστηθεί και να του συστηθώ. Αντιθέτως, και ο Λαπαθιώτης στην εποχή του επέμενε προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς ήταν μια εποχή που ο λυρισμός είχε αρχίσει να φεύγει. Κι εγώ με τον ίδιο «εξωγήινο» τρόπο τον φέρνω στο σήμερα. Ένας άνθρωπος με τα δαχτυλίδια μου, τα σκουλαρίκια μου, τα διαβάσματά μου, που με κοιτάζουν παράξενα όποτε κάθομαι έξω στον ήλιο για να διαβάσω. Κάνω πράγματα που δεν είναι στο mainstream φάσμα των συνομηλίκων μου. So what; Ο Λαπαθιώτης, που ήταν ένας ουρανοκατέβατος στους δρόμους της Αθήνας, ένας εστέτ με το κοστουμάκι του και τον καθωσπρεπισμό του, συγχρόνως σύχναζε στα ρεμπετάδικα και τα καταγώγια. Κάπου εκεί συνδέομαι κι εγώ με αυτούς τους ανθρώπους που ξέρουν από πού έρχονται, αναγνωρίζουν και αξιοποιούν τα προνόμιά τους. Ο Λαπαθιώτης με τα χρήματα του πατέρα του εξέδιδε τα ποιήματά του, παρ’ όλα αυτά συναγελαζόταν με κάποιους ανθρώπους με τους οποίους για κάποιον λόγο συνδεόταν. Και το δήλωνε καθαρά αυτό γιατί όποιον δεν γούσταρε του το έλεγε. Ήταν πολύ κάθετος. Το ξέρουμε από τα γραπτά του.
— Η εποχή του σε ενδιαφέρει επίσης;
Ρίχνω άγκυρες και προς τις δύο κατευθύνσεις. Το παρελθόν συνέβη και είναι κάτι από το οποίο μπορώ να πιαστώ και να το κατανοήσω. Αφού, λοιπόν, συνέβη αυτό, μπορώ να δω και προς το μέλλον. Καθώς δεν είμαι παλαιολάγνος, δεν θα έλεγα ότι με ενδιαφέρει περισσότερο από την εποχή μας, που είναι πολύ τραχιά και βίαιη.
— Πάντα δεν ήταν;
Υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Η τεχνολογία, τα ΜΜΕ και τα social media εντείνουν την τραχύτητα και τη διαδίδουν τόσο γρήγορα και τόσο κάθετα που ένας ευαίσθητος άνθρωπος δεν προλαβαίνει να υπάρξει μέσα σε αυτήν. Γι’ αυτό και όλο αυτό το στρες και τα παρελκόμενά του. Δεν κατηγορώ τα social, αλλά δημιουργούν μια κάθετη τομή μέσα σε κάτι που μέχρι πριν από μια εικοσαετία κυλούσε με έναν άλλο τρόπο.
— Συγκρινόμενος με τον Καβάφη, μήπως ο Λαπαθιώτης αποτελεί με τη στάση της ζωής του έναν προπομπό του σύγχρονου ακτιβισμού;
Νομίζω ότι ο Λαπαθιώτης είναι δείγμα μιας underground κουλτούρας της εποχής του που, εκτός από τη βία και το σκοτάδι του τότε –ρεμπέτικο, νύχτα, μπουρδέλα–, αποτυπώνει και μια τρυφεράδα. Αυτό νομίζω πως για έναν άνθρωπο που είχε πατέρα στρατιωτικό και ζούσε σε μια Ελλάδα πολύ συντηρητική είναι τρομερά επαναστατικό. Επρόκειτο για μια συντηρητική κοινωνία η οποία είχε όμως και τους ρεμπέτες με τις δικές τους παρεκκλίσεις. Ο Λαπαθιώτης έφερνε τη νύχτα μέσα στη μέρα. Είναι αυτό που με τους σημερινούς όρους αποκαλούμε «κουίρ». Γιατί το κουίρ αυτό κάνει, απαλείφει τις διαφορές μεταξύ των κατηγοριών. Ενώνει το λαϊκό στοιχείο, δηλαδή το άμεσο, το ρηξικέλευθο, το επαναστατικό, το ντόμπρο με τον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας.
— Γνωρίζουν την περίπτωσή του οι συνομήλικοί σου;
Δεν είναι στην κυρίαρχη κουλτούρα. Άτομα που δεν διαβάζουν δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο Λαπαθιώτης. Οι ηθοποιοί είναι πιο πιθανό να τον ξέρουν, αλλά άτομα που ανήκουν σε ποπ περιβάλλοντα φυσικά και δεν τον ξέρουν.
— Τελικά, εκφράζει τους σημερινούς γκέι; Αντανακλάται η ποίησή του στον συναισθηματικό τους κόσμο;
Αυτό πιστεύουμε, γι’ αυτό κάνουμε και αυτή την παράσταση. Το συναίσθημα που συμπυκνώνει μέσα στους στίχους του μαζί με τη μουσική νομίζω ότι τους αναδεικνύουν, πετυχαίνοντας μια απολύτως ευθεία τομή στο συναίσθημα. Σε αντιδιαστολή με την ταχύτητα που έχει φέρει η τεχνολογία, η ευθύνη της παραστατικής τέχνης είναι να διαστέλλει το χρόνο. Αυτή η διαστολή είναι το πεδίο όπου εγώ καταφέρνω να σου συστήσω αυτό που δεν ξέρεις. Αυτό θέλω να συμβεί με τους συνομηλίκους μου. Επίσης, νομίζω ότι είναι αρκετά θεατρικός. Χάρη σε αυτό ο Γιάννης Σκουρλέτης επιστρέφει ξανά και ξανά, συγκεκριμένα για τρίτη φορά, στον Λαπαθιώτη. Έχει έντονες εικόνες κι αυτό το στοιχείο είναι καθαρά θεατρικό.
— Γιατί ο Χρήστος Θεοδώρου επέλεξε εσένα;
Καταρχάς, είχαμε ξαναδουλέψει, σε έργο του Λόρκα. Από την άλλη, η φωνή είναι ένα ιδιοσυγκρασιακό αποτέλεσμα, αποκαλύπτει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου.
— Άρα οι καλλιτεχνικές σου επιλογές και το προσωπικό σου στίγμα ήταν καθοριστικοί παράγοντες;
Η αλήθεια είναι ότι ταιριάζω στο σύμπαν του Λαπαθιώτη. Αν επιλέξουμε δέκα ανθρώπους που μπορεί να αντικατοπτρίζουν τον ποιητή, είναι βέβαιο ότι θα είμαι κι εγώ ανάμεσά τους. Αυτό που λέω σχετικά με τη φωνή, έχει να κάνει αφενός με το πώς τη χρησιμοποιώ, δηλαδή σε τι ιστορίες δίνω φωνή, αφετέρου με το ότι έχει έναν λυρισμό που ταιριάζει σε αυτά τα ποιήματα.
— Το μόνο με το οποίο δεν νιώθω ότι ταυτίζεσαι είναι η σκοτεινή του πλευρά.
Επέλεξα πολύ συνειδητά κάποια στιγμή, μέσω της ψυχανάλυσης και κάποιων αποφάσεων, να φύγω από το σκοτάδι και να το απολαμβάνω μόνο ως επισκέπτης του. Νομίζω ότι άνθρωποι σαν τον Λαπαθιώτη ανοίγουν μια τρύπα στην κανονικότητα, στην οποία δεν θέλεις να μπεις. Δεν θέλω να τον ακολουθήσω στα σκοτάδια του ή να γίνω κι εγώ ένας αυτόχειρας. Αυτό που είναι γοητευτικό σε σχέση με τον τρόπο που βίωσε το απόλυτο σκοτάδι του, την απόλυτη παρακμή του, τον απόλυτο έρωτα, είναι η ρωγμή που ανοίγει στην κανονικότητα αυτό το βίωμα. Δεν θα τον μιμηθώ ούτε θα γίνω κι εγώ καταραμένος ποιητής.
— Τι θα είναι η παράσταση;
Η παράσταση έχει σκοπό να αναδείξει τα τραγούδια. Πρόκειται για δεκατρία τραγούδια, εκ των οποίων τα δύο έχουν κυκλοφορήσει. Τα υπόλοιπα είναι καινούργια και θα τα ηχογραφήσουμε παράλληλα με την παράσταση, όπου θα συναντήσουν τα περιβάλλοντα που δημιουργεί ο Γιάννης και τους κόσμους που φτιάχνει ο Χρήστος. Εγώ είμαι ο ενδιάμεσος. Υπάρχει μια φοβερή ροή στην επικοινωνία μας με τον Γιάννη. Θεωρώ ότι, όπως ο Λαπαθιώτης, είναι ένας φωτεινός φάρος τόσο στη θεατρική όσο και στην κανονική ζωή. Η ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει τα θέματα με τα οποία έχει ασχοληθεί κατά καιρούς συνάδει με το σύμπαν του ποιητή. Είναι ένας άνθρωπος που ζει και παράγει έργο ελεύθερα και συντονίζεται απόλυτα με αυτό.
— Κι εσύ είσαι ο ιδανικός εκφραστής, καθώς φέρεις μια τολμηρότητα που δυνάμει ενοχλεί ίσως;
Είμαι ένα κουίρ άτομο στο 2025. Ναι μεν έχει φτιαχτεί μια καλλιτεχνική ταυτότητα την οποία δεν φόρεσα στον εαυτό μου, αλλά είναι προέκτασή μου, μια ειλικρινής πλευρά του εαυτού μου. Το πρόβλημα είναι κάτι που το βλέπουμε παντού, από την αρχιτεκτονική μέχρι τη μόδα και τον τρόπο που αλληλοεπιδρούμε: η ισοπέδωση της προσωπικότητας και του ευρύτερου συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε. Οι άνθρωποι με έντονη προσωπικότητα γίνονται πολύ συχνά στόχος, γιατί αυτό αποτυπώνεται είτε στα λόγια τους είτε στα ρούχα τους. Εγώ μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου οι γονείς μου μού παρείχαν απόλυτη ελευθερία. Νιώθω ότι αυτή μου η θεατρικότητα ήταν ένα καταφύγιο μέσα στο οποίο επαλήθευα το τρόπο που ένιωθα σε σχέση με τους γύρω μου, και ένας τρόπος να με κάνει να νιώθω ότι αυτό που βλέπω συνάδει με αυτό που είμαι. Όταν έβαψα τα μαλλιά μου πορτοκαλί, άρχισα να εισπράττω έντονα βλέμματα στον δρόμο, να με ρωτάνε άγνωστοι αν είναι φυσικά. Πάμε καλά; Αντί να αναρωτιούνται γιατί πεθαίνουν δεκάδες παιδιά αυτήν τη στιγμή στην Παλαιστίνη, ασχολούνται με τις τρίχες μου; Γιατί για μένα είναι όλα αλληλένδετα. Σε μια κοινωνία που δεν βγάζει κανείς κιχ για το ότι 500 χιλιόμετρα μακριά μας γίνεται μια γενοκτονία, με σταματάνε στον δρόμο να μου μιλήσουν για τα μαλλιά μου δύο φορές τη μέρα.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.