Στο θέατρο δεν λες ποτέ «καλή επιτυχία» πριν από την πρεμιέρα, είναι γρουσουζιά. Λες «merde», όπως λένε οι Γάλλοι, ή «break a leg», όπως οι Αγγλοσάξονες, για να ξορκίσεις το κακό μάτι. Αυτή η γαλλική λεξούλα, που σημαίνει περιττώματα, η οποία εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σαν αστεία δεισιδαιμονία, έχει γίνει παράδοση στον κόσμο της διασκέδασης, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι αυτή που χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε την έκπληξή μας, την ενόχλησή μας, την αγωνία μας, την απογοήτευσή μας. Στο θέατρο, από τότε που έφταναν αριστοκράτες και αστοί με άμαξες και άλογα, τα οποία δεν δίσταζαν καθόλου να γεμίσουν με σωρούς περιττωμάτων τον προαύλιο χώρο μπροστά στις μεγαλοπρεπείς εισόδους των ναών της τέχνης, το να ευχηθείς «σκατά» σήμαινε να φτάσουν πολλές άμαξες, να κοπρίσουν πολλά άλογα, που θα αφήσουν πολλούς θεατές, άρα θα φέρουν επιτυχία, λεφτά και τύχη στην παράσταση.
Η ευχή «Merde!» –αυτή η λέξη που δεν είναι κομψή, αλλά σημαίνει πολλά όταν λέγεται μέσα στην αγωνία και την αναμονή για την επιτυχία κάθε νέου εγχειρήματος η έκβαση του οποίου γεμίζει νευρικότητα και άγχος τους συντελεστές του– δίνει τον τίτλο στο νέο έργο που έχει γράψει ο Suyako, κατά κόσμον Βασίλης Μαγουλιώτης, ο οποίος συνσκηνοθετεί την παράσταση με τον Γιώργο Κουτλή, ενώ τη μουσική και τα τραγούδια υπογράφουν ο Γιάννης Νιάρρος και ο Γιάννης Παπαδόπουλος.
Έχοντας ως θέμα του το ίδιο το θέατρο, ο Βασίλης Μαγουλιώτης (Suyako) φέρνει στη σκηνή το δίπολο φαντασμαγορία, θέαμα, εμπορική επιτυχία από τη μια, και φιλοδοξίες ενός άλλου θεάτρου, πιο ερευνητικού και ίσως πιο «ποιοτικού», όπως έχουμε συνηθίσει να το αποκαλούμε, από την άλλη.
Αυτό που συμβαίνει μέχρι να γίνει μια πρεμιέρα, η περίφημη «κουζίνα» του θεάματος, τα παρασκήνια, είναι για το κοινό –και για τον κόσμο των καλλιτεχνών– ένας μαγνήτης που τρέφει με πληροφορίες, μυστικά και «άγνωστες» λεπτομέρειες την ηδονοβλεπτική μας τάση, συνδέει πιπεράτα το προσωπικό με το δημόσιο και δημιουργεί μια αναπάντεχη οικειότητα μεταξύ κοινού και πρωταγωνιστών.
«Με έναν τρόπο αυτό το έργο έχει λίγο απ' όλα, είναι σαν ένα ελληνικό "Το σώσε", έχει λίγο από τις "Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ" και λίγη από τη διάθεση των "Δυο ξένων"», λέει γελώντας ο Γιώργος Κουτλής. «Με έναν δικό μας, meta, πολύ σύγχρονο, κωμικό τρόπο. Κάθε χαρακτήρας γεννήθηκε μέσα από τα χαρακτηριστικά πολλών ανθρώπων που συναντάμε στο θέατρο, διογκωμένα και όλα μαζί. Ουσιαστικά, είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας και της ζωής μας με όλες τις σχέσεις εξουσίας, τις επιθυμίες, τα όνειρα. Όλοι ξέρουμε ότι έχει μια μαγεία αυτός ο κόσμος, αυτή η "κουζίνα" του θεάτρου· αυτή παρουσιάζουμε. Υπάρχει ο κουλτουριάρης βασανισμένος σκηνοθέτης που έχει όνειρα να ανεβάσει μια σύνθεση αρχαίας τραγωδίας, ο εμπορικός κωμικός ηθοποιός της τηλεόρασης, που περνάει κρίση ψυχολογική γιατί θέλει να παίξει δράμα, που δεν έχει παίξει εδώ και καιρό, υπάρχει ο κακοποιητής παραγωγός, ο οποίος κοιτάζει μόνο το κέρδος και κατηγορείται ότι έχει κακοποιήσει και γυναίκες, υπάρχει ο γιος του παραγωγού που έχει σπουδάσει στο εξωτερικό και αναλαμβάνει την επιχείρηση, υπάρχει ένας μεσάζοντας που κανένας δεν ξέρει τι ακριβώς κάνει και παίρνει ποσοστό, δάσκαλοι, κριτικοί θεάτρου και διάφοροι άλλοι ανθρωπότυποι που συναντάμε στη δουλειά».
Όταν τον ρωτώ πόσο αλλάζουν τα κλισέ γύρω από θέατρο μέσα στον χρόνο, μου απαντά ότι «το θέαμα επηρεάζεται από τη ζωή. Μεγαλώνουμε, αλλάζουν οι αναφορές, αλλάζουν τα δεδομένα, οπότε σιγά σιγά επηρεάζονται όσοι κάνουν θέατρο και διαμορφώνεται και η ίδια η τέχνη. Είναι πολύ σημαντικό να μιλάμε για όλα αυτά με δικά μας έργα, να μην παίρνουμε έτοιμα, από το εξωτερικό. Για μένα το να ανεβάζεις έργα που ήδη υπάρχουν, κάτι που κάνω και εγώ, έχει ένα ταβάνι στο πόσο μπορείς να δημιουργήσεις έναν ουσιαστικό κραδασμό. Μόνο αν επενδύσουμε όλοι, και οι καλλιτέχνες και το κράτος, και οικονομικά και σε ευκαιρίες, στα ελληνικά έργα, θα μπορέσει να γίνει μια τομή. Στην ιστορία της τέχνης, είτε μιλάμε για Μπρεχτ, είτε για Τσέχοφ με Στανισλάφσκι, είτε για Ντάριο Φο, όλες οι τομές έχουν γίνει από τη δραματουργία κυρίως, όχι από σκηνοθέτες, ή από τον συνδυασμό αυτών των δυνάμεων. Γιατί να μην κάνουμε κάτι και εμείς που να αναφέρεται σε εμάς; Αξίζει να το δοκιμάσουμε και να επιμείνουμε σε αυτό και να το πιστέψουμε. Δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε από κανέναν, αν αφιερώσουμε χρόνο και μεράκι».
Η πρόβα αρχίζει και ολόλαμπρο εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μας το θέατρο «Μπούκα», σε ένα πολυεπίπεδο σκηνικό του Πάρι Μέξη που αφήνει ανοιχτούς όλους τους χώρους του, προσκήνιο και παρασκήνια. Και δίπλα σε αυτό δεν θα μπορούσε παρά να υπάρχει, σαν δοχείο με το οποίο συγκοινωνεί ο κόσμος του θεάτρου, το μπαρ «Γαργάρα», τόπος καλλιτεχνικών ζυμώσεων και ατελέσφορων συζητήσεων και φιλοδοξιών που γεννιούνται ή καταρρέουν στην μπάρα του. Στη μια πλευρά του σκηνικού, στο γραφείο του, ο παραγωγός/παράγοντας του θεάτρου (Νίκος Καραθάνος), που άλλοι τον λένε «παλιάς κοπής» και άλλοι τύραννο, κακοποιητή και «μακρυχέρη», αποφασίζει να χαθεί για λίγο από προσώπου γης για να αποφύγει δικαστικές περιπέτειες και περνά την «αυτοκρατορία του» στον γιο του. Αυτός είναι ένα μοντέλο παραγωγού πιο εξευγενισμένο, μορφωμένο, συντονισμένο στον ρυθμό της εποχής και πιο ψαγμένο σχετικά με τις ανάγκες του κοινού, που μπορεί να μην έχει ιδέα για το θέατρο αλλά μπορεί να μάθει γρήγορα.
Ο εμπορικός πρωταγωνιστής της «Μπούκας», που γέμισε το θέατρο και το ταμείο με την επιτυχία του «Ο Μπακαλόγατος», θέλει να δοκιμαστεί σε πεδία πιο «σοβαρά». Κάπως έτσι ξεκινά μια κρίση υπαρξιακή και πραγματική, γιατί το θέατρο πρέπει να ανοίξει, και μια ιστορία σουρεαλιστικών συζητήσεων και συναντήσεων και προβών με έναν διανοούμενο σκηνοθέτη, που συμβιβάζεται να δουλέψει με τον «εμπορικό» για να μπορέσει κι αυτός να δει το όνομά του στη μαρκίζα, αλλά και με ηθοποιούς-δορυφόρους και παράγοντες οι οποίοι δημιουργούν διαρκώς σύγχυση, σε κάθε φάση της προετοιμασίας του έργου μέχρι το τελικό αποτέλεσμα. Αναπόφευκτα συγκρούονται όλοι οι μικρόκοσμοι, οι επιθυμίες και τα κλισέ. Το ποιοτικό και το εμπορικό, η κωμωδία και το δράμα, οι λαϊκοί και οι διανοούμενοι, η τέχνη και η showbiz, μέσα από μια παρέλαση θεατών, φαντασμάτων των παλιών δασκάλων, κριτικών, αστυνομίας πόλεων και αστυνομίας θεάτρου, ανομολόγητων επιθυμιών για δόξα και για χρήμα. Αυτό είναι το πλαίσιο της παράστασης, που δεν έρχεται να αφηγηθεί τις παθογένειες και να διδάξει τρόπους, αλλά να φωτίσει με χάρη και χιούμορ τα κωμικοτραγικά ενός σοβαρού επαγγέλματος, βγάζοντάς το από το σοβαροφανές κάδρο του.
Έχοντας ως θέμα του το ίδιο το θέατρο, ο Βασίλης Μαγουλιώτης (Suyako) φέρνει στη σκηνή το δίπολο φαντασμαγορία, θέαμα, εμπορική επιτυχία από τη μια και φιλοδοξίες ενός άλλου θεάτρου, πιο ερευνητικού και ίσως πιο «ποιοτικού», όπως έχουμε συνηθίσει να το αποκαλούμε, από την άλλη. Τα όρια όλων αυτών θολώνουν, διαθλώνται και συμπλέκονται σε καταστάσεις τρομερά αστείες, με χιούμορ καυστικό, τολμηρό, σχεδόν κανιβαλικό, που αφήνει ωστόσο μέσα στην υπερβολή του μια γρίλια ανοιχτή για να μπορέσει ο θεατής να συνδεθεί με τα βάσανα και τους πόθους, τις μετέωρες επιθυμίες και τις ματαιώσεις όλων αυτών που κάνουν τους θεατές, αθώους και πιο ψυλλιασμένους, να κλαίνε και να γελάνε. Φτιαγμένο από έναν άνθρωπο που δουλεύει στο θέατρο, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα έργο στο οποίο κάτω από τις στρώσεις της σάτιρας υπάρχει τρυφερότητα και αγάπη για τον κόσμο μέσα στον οποίο υπάρχει καθημερινά.
«Όταν κάναμε τους "Παίκτες", αντιληφθήκαμε ότι αυτή η παρέα των τεσσάρων ηθοποιών (Ηλίας Μουλάς, Βασίλης Μαγουλιώτης, Γιάννης Νιάρρος, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος) και ο Γιώργος Κουτλής έχουμε κάποιους πολύ ισχυρούς κοινούς στόχους στο θέμα "κωμωδία", αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρούμε έργα με τέσσερις τριανταπεντάρηδες και ισότιμους ρόλους», λέει ο Βασίλης Μαγουλιώτης. «Ήθελα και μπορούσα να γράψω πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους και με γοήτευε να γράψω ένα έργο σε αυτή την κατηγορία, στα μέτρα μας και στο ελληνικό σήμερα».
Έτσι γράφτηκε ένα έργο όχι μόνο για τη δουλειά που «φέρνει ψωμί στο σπίτι» αλλά και για τη ζωή των ηθοποιών, συνδέοντας ιστορίες, εμπειρίες, φιλοδοξίες, ματαιώσεις, μύχιες σκέψεις και όνειρα απραγματοποίητα, με σαρκασμό και τρυφερότητα που εμφανίζεται ακόμα και πίσω από χαρακτήρες που σατιρίζονται σκληρά. Η ποιότητα των συναισθημάτων που φανερώνονται κάνει τους χαρακτήρες «τρισδιάστατους», ολοζώντανους και απέραντα ελκυστικούς, συνένοχους με τους θεατές, που ψάχνουν και τα δικά τους κοινά με τους τύπους που εμφανίζονται μπροστά τους, τους πασπαλισμένους με τη χρυσόσκονη της μικρής ή μεγάλης διασημότητας.
«Θέλησα να αναζητήσω τα καινούργια όρια σε κάθε ιστορία. Δεν ήθελα να βρω το σωστό τέλος της, αλλά να πειραματιστώ με μια καινούργια αλήθεια και ειλικρίνεια, να πω με έναν τρόπο ότι τίποτα δεν τελειώνει όπως έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, τα πάντα είναι ένα μωσαϊκό από ατέλειωτες ιστορίες με άπειρα φινάλε. Αυτή είναι η αίσθησή μου και αυτό προσπαθώ να μεταφέρω, αυτή είναι η δική μου διατύπωση και αφορά τη δύναμη του ίδιου του θεάτρου».
Στην κεντρική σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά από τις 24 Ιανουαρίου έρχεται το «Merde!» για να μάθουμε όσα μεσολαβούν μέχρι την πρεμιέρα, σαν ένα γράμμα αγάπης μέσα στο οποίο ο καθένας βρίσκει τη φράση που τον αφορά, για να συνδεθεί με τα πρόσωπα αλλά και με το νόημα που έχει τόσο το να κάνεις όσο και το να βλέπεις θέατρο σήμερα.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «MERDE!» εδώ.