Η γυναίκα στην οθόνη κάθεται κάπως άβολα. Είναι ξανθιά, κάτοικος της Μασαχουσέτης και η ιστορία της συγκλονίζει για όποιον την ακούσει για πρώτη φορά. Ως παιδί διέσχισε χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στα δάση ζώντας με τους λύκους για να επιβιώσει από τις διώξεις των Γερμανών κατά των Εβραίων στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, έχοντας δραπετεύσει από ο σπίτι της ανάδοχης οικογένειάς της στο Βέλγιο.
Πρόκειται για μια εκπληκτική, απίστευτη ιστορία που σε γεμίζει θλίψη και σου δίνει κουράγιο και ελπίδα για την δύναμη του ανθρώπου να επιβιώσει. Η μικρή Μίσα που έψαχνε και ποτέ δεν έμαθε τι απέγιναν οι γονείς της έζησε και έγραψε αυτά που της συνέβησαν.
Αυτή είναι η ιστορία σε πέντε γραμμές. Μια ιστορία που η Μίσα Ντεφονσέκα έκρυβε βαθιά μέσα της μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν αποφάσισε να τη μοιραστεί στη συναγωγή της περιοχής της, σε μια μικρή πόλη της Μασσαχουσέτης αφήνοντας άφωνους και συγκινημένους βαθιά τους ανθρώπους που την άκουσαν.
Στην ιστορία της η Μίσα Ντεφονσέκα περιγράφει πως όταν ήταν παιδί, 7 ετών, οι ναζί συνέλαβαν τους γονείς της. Εκείνη, ήταν ένα από τα «χαμένα παιδιά», παιδιά Εβραίων που δίνονταν σε καθολικές οικογένειες για να σωθούν. Οι εβραϊκές οργανώσεις είχαν οργανώσει ένα περίπλοκο σύστημα για τη διάσωσή τους αλλά και για να τα «εξαφανίσουν» από τα μάτια των Γερμανών.
Φίλοι, γείτονες και μια ραδιοφωνική παραγωγός εντυπωσιασμένοι από την ιστορία της επί δυο χρόνια προσπαθούσαν να την πείσουν να γράψει τα απομνημονεύματά της. Η ιστορία της τα είχε όλα. Ήταν δραματική, συγκινητική, μια ιστορία επιβίωσης ενός παιδιού, είχε αθωότητα, πίστη και το πιο δραματικό φόντο της πιο σκοτεινής περιόδου της ευρωπαϊκής ιστορίας, τις διώξεις και την εξόντωση των Εβραίων και το Ολοκαύτωμα.
Η Μίσα δόθηκε σε μια οικογένεια στο Βέλγιο η οποία όπως αποκαλύπτει δεν την αγάπησε ποτέ και την αποκαλούσαν «άχρηστη». Εφοδιασμένη με μια πυξίδα και λίγες προμήθειες αποφάσισε να φτάσει περπατώντας στη Γερμανία για να συναντήσει τους γονείς της διασχίζοντας δάση, και πιστεύοντας ότι θα τους βρει ζωντανούς. Στην πορεία της συνάντησε λύκους. Έμαθε να ζει μαζί τους και έγινε και εκείνη μέρος της αγέλης τους. Και σώθηκε. Περπατούσε όπως αφηγείται ένα βήμα τη φορά, έμαθε να μην εμπιστεύεται κανέναν και όταν αφηγήθηκε σε κοινό για πρώτη φορά την ιστορία, επέστρεψε, όπως έλεγε, πάλι, στην κόλαση.
Φίλοι, γείτονες και μια ραδιοφωνική παραγωγός εντυπωσιασμένοι από την ιστορία της επί δυο χρόνια προσπαθούσαν να την πείσουν να γράψει τα απομνημονεύματά της. Η ιστορία της τα είχε όλα. Ήταν δραματική, συγκινητική, μια ιστορία επιβίωσης ενός παιδιού, είχε αθωότητα, πίστη και το πιο δραματικό φόντο της πιο σκοτεινής περιόδου της ευρωπαϊκής ιστορίας, τις διώξεις και την εξόντωση των Εβραίων και το Ολοκαύτωμα.
Η Ντεφονσέκα είπε ότι δεν γνώριζε τη γενέτειρά της ή τα επώνυμα των γονιών της και είπε ότι το όνομα De Wael της είχε δοθεί από την ανάδοχη οικογένειά της μετά τον χωρισμό της από τους πραγματικούς της γονείς στις αρχές της δεκαετίας του 1940.
Η Ντεφονσέκα πείστηκε και εξέδωσε το βιβλίο της το 1997. Όπως ήταν φυσικό το Misha: A Memoire oft he Holocaust Years, έγινε επιτυχία την ίδια στιγμή. Η εκδότης του βιβλίου Τζέιν Ντάνιελ, ιδιοκτήτρια ενός μικρού εκδοτικού οίκου, είδε να μπαίνουν πολλά χρήματα στο ταμείο της αλλά και τον οίκο της να αποκτά κύρος μέσα από μια καταπληκτική ιστορία.
Το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία στην Ευρώπη και μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες. Η γαλλική έκδοση του βιβλίου ήταν ένα παράγωγο έργο βασισμένο στο πρωτότυπο με τον τίτλο Survivre avec les loups (Επιβιώνοντας με τους λύκους) που εκδόθηκε το 1997 από τις εκδόσεις Robert Laffont. Σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή προσαρμόστηκε η ομώνυμη γαλλική ταινία του 2007 που ονομάζεται Survivre avec les Loups ή Surviving With Wolves.
Στην Αμερική η Μίσα Ντεφονσέκα δυσφορεί, πιστεύει ότι η εκδότριά της δεν κινεί τα νήματα όπως πρέπει, αρνείται να εμφανιστεί στο σόου της Όπρα, κάτι που θα εκτίναζε τις πωλήσεις του βιβλίου και τελικά μηνύει την εκδότριά της κατηγορώντας την ότι απέκρυψε κέρδη από το βιβλίο και κερδίζοντας μια δικαστική απόφαση πολλών εκατομμυρίων δολαρίων (22 εκατομμυρίων) εναντίον της, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ. Ενώ το βιβλίο της Ντεφονσέκα έχει υμνηθεί από την κριτική, η εκδότρια έχει καταστραφεί.
Έτσι, αποφασίζει να ανακαλέσει κάθε στιγμή της συνεργασίας της με την Ντεφονσέκα που δεν πήγε καλά, ψάχνοντας κάθε χαρτί και κάθε τεκμήριο που έχει στη διάθεσή της. Στα στοιχεία που έχει δώσει στην τράπεζα η Ντεφονσέκα αναφέρει το όνομα De Wael. Η γαλλική έκδοση του βιβλίου την αναφέρει ως Walle και αυτό κινεί την υποψία της εκδότριας.
Η εκδότρια αρχίζει να ψάχνει το αληθινό επίθετο της Ντεφονσέκα και «επιστρατεύει» μια ειδική γενεαλόγο που στη συνέχεια βρίσκει μια συνάδελφό της, την Βελγίδα γενεαλόγο και επιζήσασα του Ολοκαυτώματος Evelyne Haendel, που αρχίζει να ξετυλίγει το νήμα της καταγωγής της Ντεφονσέκα, οκτώ χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου.
Αξίζει να πούμε ότι μέσα στη δίψα του εκδοτικού κόσμου να υπάρξει μια νέα πρωτότυπη και καλή ιστορία η προσεκτική εκτίμηση των στοιχείων που παρουσίαζε στο βιβλίο της η Ντεφονσέκα παραλήφθηκε, ενώ οι παραληρήσεις κάποιων κριτικών που επεσήμαναν αποσπάσματα που ήταν λογικά ή ιστορικά αβάσιμα αγνοήθηκαν.
Το πρώτο πρόσωπο που αμφισβήτησε δημόσια την αυθεντικότητα της ιστορίας ήταν ο Henryk M. Broder, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο για την Ντεφονσέκα το 1996 για τη γερμανική εφημερίδα Der Spiegel. Φυσικά δεν τον άκουσε κανένας. Δείχνει και μια τάση: ό,τι παρουσιάζεται ως απομνημόνευμα είναι αξιόπιστο και οφείλουμε να το σεβόμαστε, είναι πιστευτό.
Με βάση της έρευνα της Βελγίδας γενεαλόγου, το 2008, αποκαλύφθηκε ότι η Ντεφονσέκα λεγόταν Monique De Wael, ήταν καθολική και είχε βαπτισθεί σε μια εκκλησία των Βρυξελλών ενώ βρέθηκαν τα ίχνη της και σε ένα μητρώο μαθητών δημοτικού σχολείου κοντά στο σπίτι της. Δείχνουν ότι γράφτηκε εκεί το Σεπτέμβριο του 1943 – δύο χρόνια αφότου η Ντεφονσέκα ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τις Βρυξέλλες.
Η εκδότρια Τζέιν Ντάνιελ είχε ανοίξει ένα μπλογκ στο οποίο έγραφε την ιστορία της με την Ντεφονσέκα. Εκεί δημοσίευσε τα ευρήματα. Αμέσως, η βελγική εφημερίδα Le Soir τα ανέφερε. Η Ντεφονσέκα έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο το Βέλγιο και τελικά στις 29 Φεβρουαρίου 2008, παραδέχτηκε στη Le Soir ότι είχε κατασκευάσει το παραμύθι και ότι η ιστορία της ήταν ψευδής. «Δεν είναι η αληθινή πραγματικότητα, αλλά είναι η δική μου πραγματικότητα. Υπάρχουν στιγμές που δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω την πραγματικότητα από τον εσωτερικό μου κόσμο», είπε.
Έπρεπε να περάσουν άλλα έξι χρόνια έως ότου, το 2014, ένα αμερικανικό δικαστήριο να διατάξει την Ντεφονσέκα να επιστρέψει στην Αμερικανίδα εκδότριά της 22 εκατομμύρια δολάρια που της είχαν επιδικαστεί στην νομική αγωγή εναντίον της.
Τελικά η Ντεφονσέκα και το επινοημένο το «αυτοβιογραφικό» έργο της «Μίσα: Αναμνήσεις από τα χρόνια του Ολοκαυτώματος», το οποίο εξυμνήθηκε από την κριτική ήταν απατηλά ψευδές. Τελικά, δεν έζησε μαζί με μια αγέλη λύκων. Δεν περιπλανήθηκε σ’ όλη την Ευρώπη ψάχνοντας για τους γονείς της. Δεν είναι Εβραία.
Αλλά δεν είναι το τέλος της ιστορίας αυτό. Ένας δημοσιογράφος αρχίζει να ερευνά ποια είναι στην πραγματικότητα η Monique De Wael. Βρίσκει συγγενείς της που διαψεύδουν την ιστορία της, που είναι σχεδόν τραγική. Η γεννημένη στο Etterbeek του Βελγίου το 1937 Μονίκ έχει έναν πατέρα που παίρνει μέρος στην αντίσταση αλλά συλλαμβάνεται. Στην ανάκριση λυγίζει και καταδίδει τους αντιστασιακούς με τους οποίους συνεργάζεται. Έκανε συμφωνία αλλά δεν αποφεύγει ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του τη σύλληψη. Οι γονείς της Μονίκ πέθαναν σε γερμανικό στρατόπεδο.
Η Μονίκ μεγαλώνει ως «η κόρη του προδότη». Και αποφασίζει να αποτινάξει αυτή την ντροπιαστική ταυτότητα υιοθετώντας μια που δε μπορεί να αμφισβητήσει κανένας: της επιζώσας από το Ολοκαύτωμα Εβραίας. Μια θεία της που βρέθηκε είπε στο ντοκιμαντέρ ότι το κορίτσι ήταν πάντα φαντασιόπληκτο. Πολύ πιθανό. Οι άνθρωποι θέλουν να ξεφύγουν από μια δυσάρεστη μοίρα, υιοθετώντας μια άλλη ταυτότητα, συνήθως κάποια που δημιουργεί συμπόνια ή προκαλεί θαυμασμό. Καταφεύγουν στη μυθομανία για να γίνουν ήρωες. Όταν η αφήγησή τους περιορίζεται σε ένα μικρό κύκλο, όλα μοιάζουν ανώδυνα.
Και εδώ μπαίνει η απληστία της εκδότριας που σαν κυνηγός της χαμένης κιβωτού, γοητευμένη από την ιστορία και την επερχόμενη επιτυχία που οσμίζεται, κάνει μια επιπόλαιη επιμέλεια και στην ουσία βγάζει την ιστορία από το πλαίσιο μια απλής αφήγησης μια μυθομανούς, και την κάνει μεγάλη ιστορία, εκδίδοντάς την και αποδεχόμενη κάθε περιγραφή ως αληθή χωρίς να κάνει τη διασταύρωση που αναγκάστηκε να κάνει σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα και ενώ έχει σχεδόν καταστραφεί οικονομικά.
Η εκδότρια εδώ δημιούργησε ένα τέρας, όπως λέει η ίδια, ένα γέννημα από ένα απατηλό συνδυασμό συμπόνιας και απληστίας.
Όμως η αξιοπιστία είναι ένα άλλο θέμα και μια έκδοση δε μπορεί να γίνεται το καταφύγιο μιας μυθομανούς ώστε να γίνει ηρωίδα, γιατί στη διάρκεια αυτών των ετών αυτό έγινε η Ντεφονσέκα, ταξιδεύοντας στη γενέτειρά της και γνωρίζοντας απίστευτα συγκινητικές εκδηλώσεις θαυμασμού και αγάπης, μια αγάπη που πάντα ποθούσε να έχει και δεν ήταν ούτε αυτή τη φορά αληθινή στη ζωή της.
Η Ντεφονσέκα αποχώρησε από το ντοκιμαντέρ, όπως ήταν αναμενόμενο. Η ηθοποιός που την υποδύεται και της μοιάζει απίστευτα γυρίζει την πλάτη στο συνεργείο που ξηλώνει το σκηνικό. Το αλλόκοτο αυτό ντοκιμαντέρ σκηνοθετεί ο Σαμ Χόμπκινσον ("Fear City: Νέα Υόρκη εναντίον Μαφίας") και είναι παραγωγή του BBC.
Το τέλος αφήνει μια γεύση που δεν ξέρεις ποιον να μεμφθείς. Την ίδια τη Ντεφονσέκα που ήθελε να ακουστεί και έγινε -και κάπως τυχαία- επιτυχημένη συγγραφέας έχοντας εγκαταλείψει στην ζωή της αρχικά την τρομακτική αλήθεια που την περιέβαλλε. Την εκδότριά της που προσπαθούσε απλώς να επιβιώσει μέσα σε μια κουλτούρα που έχει εθιστεί στα φαντασμαγορικά, μακάβρια παραμύθια.
Οι άνθρωποι εθίζονται στον θαυμασμό, την επιτυχία και την αγάπη και κάποιες φορές ξεπερνούν τα όρια. Τολμούν και ρισκάρουν να το κάνουν και όταν δεν υπάρχει αντίσταση γίνονται ένα με το παραμύθι τους, τα όρια θολώνουν, όπως στην περίπτωση της Ντεφονσέκα που θεωρούσε την ιστορία δική της, το επινόημά της πραγματικότητα. Τους εξαπάτησε όλους για να αποσπάσει χρήματα και αισθήματα, την κοινότητα, τη συναγωγή, τους ανθρώπους που την προσκαλούσαν για να τη δουν από κοντά. Έγινε κι αυτή άλλη μία από τις δεκάδες περιπτώσεις ανθρώπων που εκμεταλλεύονται την ιστορία του Ολοκαυτώματος χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα πάνω στην ιστορία του Εβραϊκού λαού.
Σήμερα η Ντεφονσέκα είναι 84 ετών και ζει στη Μασσαχουσέτη. Η αξιοπιστία της εκδότριάς της καταστράφηκε δια παντός. Η ιστορία της είχε μόνο θύματα στην αληθινή ζωή και εξαπατημένους. Η ίδια εξακολουθεί να νιώθει, ίσως, σαν ένα από τα ζώα που έπλασε με τη φαντασία της, σαν μοναχικός λύκος.
Το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ