Η Πετρούπολη, η περιοχή όπου μεγάλωσα, δεν είχε σταθμό μετρό να την εξυπηρετεί – ακόμα δεν έχει. Πράγμα που σημαίνει ότι για να το σκάσουμε τα Σαββατοκύριακα, όταν ήμασταν στο λύκειο, έπρεπε να περιμένουμε υπομονετικά το τρόλεϊ στην Ανατολικής Ρωμυλίας να μας κατεβάσει μέχρι τον Άγιο Αντώνιο στο Περιστέρι και από κει να επιβιβαστούμε σε συρμό σταθερής τροχιάς για να φτάσουμε στο κέντρο. Ή, άλλη λύση ήταν να πάρουμε τα λεωφορεία που περνούν από την 25ης Μαρτίου (που εμείς επιμένουμε να τη λέμε Πετρουπόλεως κι ας λέγεται έτσι μόνο το κάτω κομμάτι της, εκεί όπου ξεκινάει το Ίλιον) για να μας πάνε μέχρι τον σταθμό της Αττικής ή απευθείας στην πλατεία Βάθη.
Κατεβαίνοντας, λοιπόν, για να κάνουμε τη βόλτα μας στην Ηφαίστου σαν άλλοι τουρίστες ή για να προμηθευτούμε κινηματογραφικές αφίσες στη Θεμιστοκλέους –στις οποίες είχαμε εθιστεί για κάποιο λόγο–, όλο και κάποιος θα μας ρωτούσε από πού είμαστε, πού μένουμε. Όλοι γνώριζαν πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα για την περιοχή: το θέατρο Πέτρας προφανώς με το φεστιβάλ του, τα δύο πολυεπίπεδα μαγαζιά της περιοχής που έχουν θέα σε όλη την Αθήνα, ένα κλαμπ που μια περίοδο είχε βραδιές υπό τον τίτλο «μ’ αγαπάς ή τσάμπα πίνω;» – για να σας βάλω στο μουσικό του κλίμα.
Το διάσημο κωκάκι έχει κάνει χιλιόμετρα, έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, έχει φτάσει πολλές φορές μέχρι την Αγγλία και τη Γερμανία, κάποιοι τα πάγωσαν στην κατάψυξη για να καταφέρουν να τα φτάσουν μέχρι την Αμερική.
Σε αυτές τις βόλτες πέφταμε πάνω και σε αυτούς που γνώριζαν ένα ζαχαροπλαστείο που μέχρι τότε νομίζαμε ότι ξέραμε μόνο μεταξύ μας. Μου φαίνεται πολύ δύσκολο να είναι κανείς κάτοικος της Πετρούπολης και να μην έχει φάει κωκάκι από τον Κάκαλη.
Το καλό γλυκό που ξεκίνησε από την περιοχή ήταν και παραμένει αυτό. Το 1980 ο Παναγιώτης και η Χρυσάνθη Κάκαλη ανοίγουν το πρώτο τους ζαχαροπλαστείο στην οδό Μάρκου Μπότσαρη, σε ένα στενό κάθετο στην 25ης Μαρτίου, που αναπόφευκτα αποτελεί σημείο συνάντησης της περιοχής. Και οι δύο είχαν εργαστεί πριν σε ζαχαροπλαστεία άλλων, ο μεν κάποια στιγμή είχε φτάσει να διδάσκει σε μια σχολή ζαχαροπλαστικής, η δε πέρασε από τα πιο γνωστά ζαχαροπλαστεία της Πάτρας.
Είκοσι χρόνια μετά το πρώτο δικό τους μικρό μαγαζί, στήνουν εργαστηριακές εγκαταστάσεις έξω από αυτό. Το 2006 ανοίγουν ένα ακόμα κατάστημα στο Ίλιον και το 2010 έρχεται το μεγαλύτερό τους στο Περιστέρι, σε στρατηγικό σημείο. Σε αυτή την περίπτωση, όποιος βγαίνει από το μετρό της Ανθούπολης μπορεί να τους επισκεφθεί, είναι στα δυο βήματα. Ή, αν κατεβαίνετε τη Θηβών με κατεύθυνση προς Πειραιά, το ζαχαροπλαστείο βρίσκεστε στο ρεύμα σας.
Σε γιορτές σχηματίζεται ούρα απ’ έξω, κι αυτό συνέβη σχεδόν αμέσως κατά τον Κωνσταντίνο Κάκαλη, τη δεύτερη γενιά, που συνεχίζει την οικογενειακή επιχείρηση. «Τότε δεν υπήρχε το μάρκετινγκ, γίναμε γνωστοί από στόμα σε στόμα για μια καινοτομία μας». Σύμφωνα με τους ίδιους, ήταν οι πρώτοι που πήραν το μεγάλο κωκ, που τότε το έβρισκε κανείς από τα γήπεδα μέχρι τα ψιλικατζίδικα, που λειτουργούσαν και ως πρατήρια άρτου, και το έφτιαξαν σε μικρό σχήμα. Είναι αδύνατο βέβαια να γνωρίζω τι συνέβαινε σε όλα τα ζαχαροπλαστεία της Ελλάδας, πόσο μάλλον στα '80s. Ωστόσο το σίγουρο είναι πως πρόκειται για το πιο ανάλαφρο και πιο προσεγμένο κωκάκι που έχω βρει μέχρι τώρα.
Τι έχει που το κάνει τόσο ξεχωριστό. «Όταν κάποια στιγμή αγοράσαμε μηχανήματα και προσπαθήσαμε να το φτιάξουμε με αυτά, δεν μας πετύχαινε, δεν μπορούσαμε να το βγάλουμε το ίδιο». Σαράντα δύο χρόνια, λοιπόν, το κωκάκι του Κάκαλη φτιάχνεται με τον ίδιο χειροποίητο τρόπο. Στην αφράτη κρέμα πατισερί του επικρατεί το φρέσκο γάλα αντί για τα αυγά και την κρέμα γάλακτος, το αποτέλεσμα είναι αέρινο. Κλείνεται μέσα σε μια ζύμη που φέρνει περισσότερο σε μαλακό μπισκότο παρά στο κλασικό παντεσπάνι των παλιών ζαχαροπλαστείων, «μπισκοτάκι» το λένε και οι ίδιοι. Αυτό το αφήνουν περίπου δώδεκα ώρες στο ψυγείο για να μαλακώσει μόνο του, δεν το σιροπιάζουν. Μόλις αυτές παρέλθουν, θα το βουτήξουν σε λιωμένη κουβερτούρα σοκολάτας υγείας – η επικάλυψή του δεν έχει γλάσο. Δεν γλυκίζει τίποτα σε αυτό, ένα κομμάτι δεν λιγώνει, η επίγευσή του είναι αυτή της μαύρης σοκολάτας. Και γι’ αυτό θα φάτε πάνω από ένα.
Το διάσημο κωκάκι έχει κάνει χιλιόμετρα, έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, έχει φτάσει πολλές φορές μέχρι την Αγγλία και τη Γερμανία, κάποιοι τα πάγωσαν στην κατάψυξη για να καταφέρουν να τα φτάσουν μέχρι την Αμερική, όπως θυμάται ο Κωνσταντίνος Κάκαλης. Ημερησίως η παραγωγή του φτάνει τα πενήντα κιλά, τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές διπλασιάζεται. Πενήντα κουτιά ζητούσε ένας πολιτικός παραμονή του Ευαγγελισμού, εβδομήντα κιλά έκανε παραγγελία ένας κρεοπώλης του κέντρου κάθε που ήταν των Ταξιαρχών. «Με την πανδημία άρχισαν να προτιμούν τα τυλιχτά γλυκά για κέρασμα, όμως αυτό δεν μας ανησυχεί, το ενδιαφέρον για το κωκάκι παραμένει αμείωτο».
Εκτός από το γλυκό-ακλόνητη ναυαρχίδα τους, στον Κάκαλη φημίζονται επίσης για το εκλέρ τους, που έχει την ίδια επικάλυψη με το κωκάκι, για το ταρτάκι με την πάστα φλώρα φιστικιού με καραμέλα και πραλίνα, για τα τρίγωνα με το χειροποίητο φύλλο από βούτυρο γάλακτος που γεμίζονται μπροστά μας κατά την παραγγελία και γαρνίρονται με τρίμμα μπισκότου. Για ό,τι γλυκό κι αν πάτε, θα σας ρωτήσουν τι θέλετε να σας κεράσουν, «μήπως θα θέλατε ένα κωκάκι;» – αυτό συμβαίνει πάντα. Η σωστή απάντηση εκείνη τη στιγμή είναι «ναι», ακόμα κι αν αυτό το γλυκό δεν ήταν ποτέ η αδυναμία σας.
Θηβών 206, Περιστέρι, 210 5777472
Λεωφ. Ανδρέα Παπανδρέου 248, Ίλιον, 210 2628516
Μπότσαρη Μάρκου 17, Άγ. Δημήτριος, Πετρούπολη, 210 5019843