Το 1978, η πιο σημαντική Γαλλίδα εννοιολογική καλλιτέχνιδα, συγγραφέας και φωτογράφος Sophie Calle ήταν 25 ετών. Η νεαρή καλλιτέχνιδα άνοιξε μια πόρτα του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού του Orsay (η δυτική και η νότια πλευρά του κτιρίου περιλάμβανε το Hotel Palais d'Orsay, ένα ξενοδοχείο 370 δωματίων ήδη εγκαταλελειμμένο από το 1973) και «έκανε κατάληψη» στο δωμάτιο 501.
Οι εργασίες για την κατασκευή του μελλοντικού μουσείου δεν είχαν ξεκινήσει και η Calle αποφάσισε να περάσει εκεί αρκετούς μήνες – πριν φύγει για τη Βενετία και δημιουργήσει ένα έργο που θα επηρέαζε όλη τη μελλοντική δουλειά της, το The Hotel.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Orsay αντιμετωπίζει την ερήμωση του τόπου ως αρχαιολογικού χώρου όπου τα πάντα έχουν εγκαταλειφθεί.
Τραβάει φωτογραφίες, προσκαλεί τους φίλους της, συλλέγει έγγραφα, αντικείμενα, αρχεία πελατών, σημειώσεις που απευθύνονται σε έναν υπάλληλο ξενοδοχείου ονόματι Oddo, την ταυτότητα του οποίου φαντάζεται.
Οι δεσμοί μεταξύ των δυο εμπειριών της Calle, αυτής του 1978 και του 2020, δύο προσεγγίσεις και δύο εποχές, συνδεδεμένες αν και εντελώς διαφορετικές, συνδυάζουν το γεγονός με τη φαντασία, προσθέτοντας επιπλέον μυστήριο και ατμόσφαιρα στην εξερεύνηση-διερεύνηση κάθε χώρου μέσα σε έναν διαρκώς ρευστό χρόνο.
Αυτή η εμπειρία, και μια δεύτερη πρόσφατη επίσκεψη, αποτελούν το υλικό μιας έκθεσης που θα διαρκέσει έως τις 22 Ιουνίου και ονομάζεται «Τα φαντάσματα του Orsay», στο Musée d'Orsay, με τη συμβολή του Γάλλου αρχαιολόγου Jean-Paul Demoule.
Όταν η Calle κατάφερε να μπει στο άδειο κτίριο δεν είχε κανένα σχέδιο για το τι σκόπευε να κάνει. Αντίθετα, άφησε τον χώρο να την εμπνεύσει, να την οδηγήσει να αναπλάσει και να φανταστεί τη ζωή και τις ιστορίες άλλων προσώπων.
Αυτά τα «τρόπαια», όπως τα αποκαλούσε η Calle, της κράτησαν συντροφιά για πάνω από σαράντα χρόνια, όμοια με φαντάσματα ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια.
Η ίδια συνθήκη ερήμωσης υπήρχε και κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Το μουσείο ήταν κλειστό, έρημο αλλά όχι εγκαταλελειμμένο, και ο επιμελητής Donatien Grau την προσκάλεσε να περιπλανηθεί στο σιωπηλό κτίριο όπως είχε κάνει πριν από 40 και πλέον χρόνια, για να ανακαλέσει το ξενοδοχείο που υπήρχε στη μνήμη της.
Κατά τη διάρκεια αυτών των νέων επισκέψεων η Calle ανακάλυψε ότι στη θέση του δωματίου 501 υπάρχει σήμερα ένας ανελκυστήρας και αυτό εξηγεί και τον τίτλο του βιβλίου που συνοδεύει την έκθεση «The Elevator Resides in 501».
Στον ίδιο χώρο στον οποίο αναζήτησε καταφύγιο σήμερα υπάρχουν τα πολύτιμα έργα τέχνης του ιμπρεσιονισμού και ο χώρος είναι ριζικά αναμορφωμένος. Μέσα σε αυτόν τον χώρο γεννήθηκε το έργο «Tα φαντάσματα του Orsay», ένα έργο τέχνης, μια έκθεση «επιστροφής» η οποία συνδέει το παλιό ξενοδοχείο και το σύγχρονο μουσείο πάνω στα βήματα της Calle, που αναζητά ένα παρελθόν το οποίο κρατά τα κλειδιά άλυτων μυστηρίων και προσώπων ανεξιχνίαστων και χαμένων μέσα στον χρόνο. Στην έκθεση συνδέονται τα ίχνη της προσωπικής εμπειρίας της Calle καθώς και όλων όσων εργάστηκαν ή πέρασαν από εκεί, αφήνοντας ίχνη από το πέρασμά τους.
Αυτές οι μαρτυρίες, τις οποίες σχολίασε ο αρχαιολόγος Jean-Paul Demoule, μετατρέπονται σε αντικείμενα μιας αρχαιολογικής ανασκαφής, αποτελούν τον καμβά ενός έργου συνολικής τέχνης που κινείται από την ποίηση στη φωτογραφία, προσφέροντας στους σύγχρονους επισκέπτες το φασματικό σύνολο ενός μουσείου όπου τα φαντάσματα είναι τα έργα, όπως και οι άνθρωποι που κατοικούσαν σε αυτό τον χώρο, και αποκτούν εκ νέου ζωή και αναπνοή μέσα σε αυτή την έκθεση.
Οι δεσμοί μεταξύ των δυο εμπειριών της Calle, αυτής του 1978 και του 2020, δύο προσεγγίσεις και δύο εποχές, συνδεδεμένες αν και εντελώς διαφορετικές, συνδυάζουν το γεγονός με τη φαντασία, προσθέτοντας επιπλέον μυστήριο και ατμόσφαιρα στην εξερεύνηση-διερεύνηση κάθε χώρου μέσα σε έναν διαρκώς ρευστό χρόνο.
H μοναδική ικανότητα της Calle να υφαίνει ιστορίες, να εξιστορεί το προσωπικό της ταξίδι συνδέοντάς το με τον δημιουργικό της τρόπο με την πολλαπλότητα των μορφών που υιοθετεί, ο τρόπος που απεικονίζει την ανθρώπινη ευπάθεια και εξετάζει την ταυτότητα και την οικειότητα μάς επιτρέπει να νιώσουμε το βάθος ενός τόπου και την ίδια την υφή του μουσείου, που μέσα από τις μνήμες που ανασύρονται δεν είναι ποτέ το ίδιο.
Η Calle είναι σήμερα 68 ετών. Εξακολουθεί να είναι μια καλλιτέχνης του απροσδόκητου. Στον συντάκτη του «Guardian» που την επισκέφθηκε πριν λίγο καιρό είπε πως αν ήταν φάντασμα θα ήθελε να ήταν «ίσως μια γάτα στο σπίτι των φίλων μου. Μια γάτα που ακούει και καταλαβαίνει τα πάντα. Αλλά σε κάθε περίπτωση, ένα φάντασμα που μπορεί να κατασκοπεύει».
Το αποτέλεσμα μερικών από τα συναρπαστικά της έργα είναι όντως αποτέλεσμα κατασκοπείας, με την ίδια να δρα με ακρίβεια ντετέκτιβ. Ο τρόπος που παρακολουθεί τους ανθρώπους, ακόμα και τον εαυτό της, είναι τρυφερός και ανατριχιαστικός μαζί. Εκτός από τους ανθρώπους τη γοητεύουν και οι έρημοι, άδειοι χώροι με ίχνη της παρουσίας- απουσίας τους. Καταγράφει τα ευρήματά της με την ακρίβεια μιας αστυνομικής έκθεσης ή των σημειώσεων της υπόθεσης ενός ψυχιάτρου. Το έργο της –το οποίο εκτείνεται από τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο μέχρι την περφόρμανς και την εγκατάσταση– έχει ηλεκτρίσει την καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού με την έντασή του, που μοιάζει με αναζήτηση της διαφοράς προσωπικών και αντικειμενικών πραγματικοτήτων που διερευνά σε όλη τη δουλειά της.
Το 1979, λίγο καιρό μετά την «κατάληψη» στο δωμάτιο 501 του Orsay, ακολούθησε έναν άντρα που γνώρισε σε ένα πάρτι στο Παρίσι στη Βενετία, όπου μεταμφιέστηκε φορώντας μια ξανθιά περούκα και τον ακολούθησε σε όλη την πόλη, φωτογραφίζοντάς τον. Το «Suite Vénitienne» ήταν το βιβλίο που προέκυψε από αυτή την «εργασία», στο οποίο καταγράφει τις προσπάθειές της να ακολουθήσει το «θέμα» της. Τηλεφώνησε σε εκατοντάδες ξενοδοχεία, επισκέφτηκε ακόμη και το αστυνομικό τμήμα για να μάθει πού έμενε και έπεισε μια γυναίκα που έμενε απέναντι να την αφήσει να τον φωτογραφίσει από το παράθυρό της. Οι φωτογραφίες της δείχνουν την πλάτη ενός άνδρα καθώς περπατά στους δαιδαλώδεις βενετσιάνους δρόμους, σε ένα σουρεαλιστικό και εντυπωσιακό σκηνικό με κινηματογραφική ποιότητα και αφήγηση που θυμίζει θρίλερ.
Για ένα άλλο της πείραμα, το «The Detective», το 1980, η Calle προσέλαβε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ να την ακολουθήσει και σημείωσε πως εκείνη την ημέρα επισκέφτηκε όλα τα μέρη στο Παρίσι που είχαν κάποια συναισθηματική σημασία για εκείνη. Οδηγώντας τον στους Κήπους του Λουξεμβούργου, η Calle θυμάται πώς εκεί έδωσε το πρώτο της φιλί, αν και η αναφορά του ντετέκτιβ γράφει απλώς: «Το θέμα διασχίζει τους Κήπους του Λουξεμβούργου».
Η Calle συγχωνεύει την πραγματικότητα με ένα στοιχείο του εξωπραγματικού – τις δικές της ψυχολογικές προβολές και συναισθήματα που αρχίζουν να χτίζουν μια φανταστική κατασκευή γύρω από το θέμα της. Αν υπάρχει κάτι ξεκάθαρα, είναι η απόλαυση της μεθοδολογίας διερεύνησης, της τεκμηρίωσης κάθε πτυχής της ιστορίας της που της δημιουργεί συναισθηματική ταραχή.
Κάποτε προσκάλεσε ανθρώπους να κοιμηθούν στο κρεβάτι της στο πατρικό της. Για οκτώ συνεχόμενες ημέρες, 28 συμμετέχοντες –η μητέρα της, οι γείτονες, γνωστοί– έκαναν ουρά για να κοιμηθούν επί οκτώ ώρες, ενώ η Calle τους φωτογράφιζε. Ο σύζυγος μιας γυναίκας που κοιμήθηκε στο κρεβάτι της Calle –κριτικός και επιμελητής, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από το έργο που κάλεσε την Calle να δείξει τις 176 φωτογραφίες και τα 33 κείμενα που προέκυψαν στην Μπιενάλε του Παρισιού, στο Musée d'Art Moderne και αυτό είναι το πρώτο επίσημο έργο της, «Les Dormeurs».
Το 1981 για να δημιουργήσει το έργο της «The Hotel», προσλήφθηκε ως καμαριέρα σε ένα ξενοδοχείο στη Βενετία. Σε διάστημα τριών εβδομάδων, με μια κάμερα και ένα μαγνητόφωνο κρυμμένο στον κάδο της σφουγγαρίστρας, κατέγραψε ό,τι έβρισκε στα δωμάτια που της είχαν χρεώσει για καθαρισμό. Κοίταξε μέσα σε πορτοφόλια και αντέγραψε καρτ ποστάλ που δεν είχαν αποσταλεί, φωτογράφισε το περιεχόμενο των καλαθιών αχρήστων με πεταμένα πορνοπεριοδικά και κατέγραψε τα ρούχα που κρέμονταν στις ντουλάπες.
Το 1983 η εφημερίδα «Libération» την κάλεσε να δημοσιεύσει μια σειρά 28 άρθρων. Η Calle είχε βρει μια ατζέντα στον δρόμο και αποφάσισε να καλέσει μερικούς από τους αριθμούς τηλεφώνου που υπήρχαν μέσα και να μιλήσει με τους ανθρώπους για τον ιδιοκτήτη της. Στις μεταγραφές αυτών των συνομιλιών, η Calle πρόσθεσε φωτογραφίες από τις αγαπημένες δραστηριότητες του άνδρα, δημιουργώντας το πορτρέτο ενός άνδρα που δεν γνώρισε ποτέ, μέσω των γνωστών του. Τα άρθρα δημοσιεύτηκαν, αλλά μόλις τα ανακάλυψε ο ιδιοκτήτης της ατζέντας, ένας ντοκιμαντερίστας ονόματι Pierre Baudry, απείλησε να τη μηνύσει για παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής. Το έργο της προκάλεσε δημόσια διαμάχη.
Στο έργο της «The Blind» το 1986 η Calle πήρε συνεντεύξεις από τυφλούς και τους ζήτησε να ορίσουν την ομορφιά. Οι απαντήσεις τους συνοδεύονταν από τη δική της φωτογραφική ερμηνεία περί ομορφιάς.
Το 1996, δημιούργησε το «Erouv de Jérusalem» που εκτίθεται στο Musée d'Art et d' Histoire du Judaïsme του Παρισιού και αφορά τη σχέση του ιδιωτικού με τον δημόσιο χώρο όπως ορίζει η Τορά. Δημιούργησε την ταινία «No Sex Last Night» σε συνεργασία με τον Αμερικανό φωτογράφο Γκέγκορι Σέφαρντ, ενώ μετά από πρόκληση του Πολ Όστερ δημιούργησε μια εγκατάσταση, το «The Gotham Handbook» σε έναν δημόσιο χώρο, έναν τηλεφωνικό θάλαμο στη Νέα Υόρκη που εφοδίαζε καθημερινά με ένα μπουκάλι νερό, ένα πακέτο τσιγάρα, λουλούδια, μετρητά και διάφορα άλλα αντικείμενα, μέχρι που η τηλεφωνική εταιρεία τα πέταξε. Στο έργο «Δωμάτιο με θέα» το 2002 η Calle πέρασε τη νύχτα σε ένα κρεβάτι που ήταν τοποθετημένο στην κορυφή του Πύργου του Άιφελ. Κάλεσε τον κόσμο να έρθει να της διαβάσει ιστορίες, προκειμένου να μείνει ξύπνια όλη τη νύχτα.
Το 2003, δημιούργησε το «Douleur Exquise», ένα έργο για τον χωρισμό της από τον σύντροφό της που υποτίθεται ότι θα τη συναντούσε στο Νέο Δελχί, αλλά δεν έφτασε ποτέ γιατί της τηλεγράφησε ότι ήταν άρρωστος. Είχε βρει άλλη γυναίκα. Έβγαζε μια φωτογραφία κάθε μέρα μέχρι την ημέρα που υποτίθεται ότι θα συναντιόντουσαν στο Νέο Δελχί και έγραφε για το πόσο ανυπομονούσε να τον συναντήσει. Με τις μέρες, η ιστορία της γινόταν όλο και πιο σύντομη καθώς ο πόνος της εξαφανιζόταν με την πάροδο του χρόνου. Παράλληλα ζητούσε από ανθρώπους να της αφηγηθούν τη χειρότερη ανάμνησή τους, κάτι που απομείωνε σταδιακά τον πόνο του χωρισμού. Αυτό το έργο μεταφέρθηκε στο θέατρο.
Στην Μπιενάλε της Βενετίας του 2007, η Calle έδειξε το «Take Care of Yourself», που πήρε το όνομά του από την τελευταία γραμμή του e-mail που της έστειλε ο πρώην σύντροφός της ζητώντας της να χωρίσουν. Η καλλιτέχνιδα ζήτησε από 107 γυναίκες διαφόρων επαγγελμάτων και δεξιοτήτων να το αναλύσουν, να το σχολιάσουν, να το χορέψουν, να το τραγουδήσουν, να το κατανοήσουν για λογαριασμό της, οπτικοποιώντας την περίπλοκη συναισθηματική της κατάσταση. Η Jessica Lott έχει γράψει ότι πρόκειται για ένα από τα πιο εκτεταμένα και αφηγηματικά έργα τέχνης για τις γυναίκες και τον σύγχρονο φεμινισμό που έχουν περάσει από τα μεγάλα κέντρα τέχνης.
H περίπλοκη σχέση της με τη μητέρα της περιγράφεται στο έργο «Rachel, Monique» για τη ζωή και τον θάνατο της μητέρας της, Monique Sindler. Η Calle επικρίθηκε πολύ όταν παρουσίασε μια 11λεπτη ταινία που κατέγραφε τις τελευταίες στιγμές της ζωής της άρρωστης μητέρας της. Σε μια γωνιά του κρεβατιού της είχε τοποθετήσει μια βιντεοκάμερα που τραβούσε για μέρες. «Είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να είμαι εκεί όλη την ώρα, σε περίπτωση που είχε κάτι να με ρωτήσει πριν πεθάνει – κάτι, μια ιστορία, να μου πει». Η εγκατάσταση του 2010 στον άγριο τσιμεντένιο χώρο κάτω από το Palais de Tokyo, με κυρίαρχη τη μητρική φιγούρα, σόκαρε με την ειλικρίνειά της. Εραστές και φίλοι, η οικογένεια και άγνωστοι, όλοι όσοι διασχίζουν τη ζωή της Sophie Calle εμπλέκονται στις δοκιμές, τα έργα της, στη δημόσια σφαίρα, γίνονται διάσημοι σχεδόν ακόμα και αν δεν το θέλουν. Η τέχνη της είναι εμμονική, ένας ύμνος στο εφήμερο, στα ίχνη, την απώλεια και τον θάνατο. Μια ωδή σε παλιά και μελλοντικά φαντάσματα.