Μια έκθεση στο Mουσείο Bαν Γκογκ του Άμστερνταμ εξετάζει τη φιλία του Άντριες Μπόνγκερ (1861-1936), Ολλανδού συλλέκτη, με τον σημαντικό εκπρόσωπο του γαλλικού συμβολισμού Οντιλόν Ρεντόν (1840-1916), που συμμετείχε στην πρώτη άνθηση της μοντέρνας τέχνης στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η σχέση των δυο ανδρών ξεκίνησε με tη γνωριμία τους στο Παρίσι. Ο Άντριες ήταν αδελφός της Τζο Μπόνγκερ, συζύγου του Τεό Βαν Γκογκ, η οποία διαχειρίστηκε και το έργο του Βίνσεντ όταν o Τεό πέθανε έναν μόλις χρόνο μετά τον θάνατο του Βίνσεντ.
Ο Άντριες Μπόνγκερ έζησε στο Παρίσι για αρκετά χρόνια, όπως και ο Βίνσεντ και ο Τεό Βαν Γκογκ. Εκεί γνώρισε τον Γάλλο καλλιτέχνη Οντιλόν Ρεντόν με τον οποίο έγιναν στενοί φίλοι. Μοιράζονταν το πάθος για τη μουσική, τη λογοτεχνία και την τέχνη.
Μεταξύ 1894 και 1908, ο Μπόνγκερ συγκέντρωσε μια εντυπωσιακή συλλογή έργων τέχνης του Ρεντόν: σκούρα σχέδια από κάρβουνο αλλά και πολύχρωμα παστέλ, πίνακες και διακοσμητικά τοίχων. Με αυτά τα έργα, μεταμόρφωσε το σπίτι του στο Άμστερνταμ σε ένα πραγματικό παριζιάνικο παλάτι.
Όπως και οι αδερφοί Βαν Γκογκ, Μπόνγκερ και Ρεντόν αλληλογραφούσαν τακτικά και έγραψαν τριακόσια και πλέον γράμματα που αποτέλεσαν την «κόλλα» της σχέσης τους, η οποία εξελίχθηκε σε μακροχρόνια και στενή φιλία. Αποσπάσματα των επιστολών τους υπάρχουν στην έκθεση του Μουσείου Βαν Γκογκ μαζί με τριάντα έργα του Ρεντόν από τη συλλογή του Μπόνγκερ, τα οποία σήμερα είναι πλέον μέρος της συλλογής του ολλανδικού μουσείου.
Ο Μπόνγκερ θεώρησε ότι το μυστηριώδες έργο του συμβολιστή καλλιτέχνη είναι η επιτομή της σύγχρονης τέχνης. Αντί να εστιάζει στην ορατή πραγματικότητα, ο Ρεντόν επικεντρώθηκε στο υποσυνείδητο και στον εννοιολογικό κόσμο. Όπως και οι αδερφοί Βαν Γκογκ, Μπόνγκερ και Ρεντόν αλληλογραφούσαν τακτικά και έγραψαν τριακόσια και πλέον γράμματα που αποτέλεσαν την «κόλλα» της σχέσης τους, η οποία εξελίχθηκε σε μακροχρόνια και στενή φιλία. Αποσπάσματα των επιστολών τους υπάρχουν στην έκθεση του Μουσείου Βαν Γκογκ μαζί με τριάντα έργα του Ρεντόν από τη συλλογή του Μπόνγκερ, τα οποία σήμερα είναι πλέον μέρος της συλλογής του ολλανδικού μουσείου.
Στον Μπόνγκερ ο Ρεντόν βρήκε έναν έξυπνο και εξίσου καλά διαβασμένο φίλο, με τον οποίο μπορούσε να αλληλογραφεί επί ίσοις όροις. Ο κύριος όγκος της αλληλογραφίας αποτελείται από γράμματα εγκάρδια, που μιλούν για λογοτεχνία, ποίηση, φιλοσοφία και μουσική. Ακόμη και οι μακροσκελείς στοχασμοί τους για τον καιρό έχουν βάθος και λυρισμό.
Αυτό που βρήκε ο Μπόνγκερ στην τέχνη του Ρεντόν ήταν ένα ισχυρό αντίδοτο στην κοινοτοπία της καθημερινής ζωής. «Δεν μπορείς να φανταστείς τον βαθμό στον οποίο απασχολείς το μυαλό μου μέσα στη δουλειά που, δυστυχώς, απορροφά σχεδόν όλη τη δύναμή μου», του γράφει, σε μια επιστολή που δείχνει την ψυχική επαφή του με το έργο του Γάλλου καλλιτέχνη.
Η ιστορία της τέχνης, η λογοτεχνία και η μουσική, η μυθολογία, η φιλοσοφία, η θρησκεία και οι φυσικές επιστήμες είναι οι πηγές έμπνευσης του Ρεντόν, που από τα πρώιμα σχέδιά του με κάρβουνο μέχρι την εκθαμβωτική πολυχρωμία των όψιμων παστέλ έργων του δεν έπαψε να ταλαντεύεται ανάμεσα στο απόκοσμο και το φανταστικό, ανάμεσα στον κόσμο των ονείρων και στο θαύμα του ορατού κόσμου, αναπαριστώντας από εφιάλτες και ζοφερές φαντασιώσεις μέχρι τη χαρά της ζωής.
Για πολλά χρόνια οι μελετητές του έργου του Ρεντόν, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν καλύτερα τα έργα τέχνης του, έχουν διερευνήσει τη ζωή και το περιβάλλον του, τα γούστα του, τα υλικά του, τη διαδικασία εργασίας του, τα βιβλία που είχε και τις ιδέες που κυριαρχούσαν στην εποχή του. Είμαστε όμως πιο κοντά στο να ξετυλίξουμε το αίνιγμα της τέχνης του Ρεντόν; Αυτό είναι αμφίβολο. Το κλειδί για να ξεκλειδώσει το μυστικό του Ρεντόν βρίσκεται, στην πραγματικότητα, στις αδιαπέραστες εσοχές του μυαλού του. Δεν ήταν τυχαίο που έδωσε στα αυτοβιογραφικά του γραπτά τον τίτλο «Στον εαυτό μου» ξεκινώντας με τη φράση: «Έχω κάνει τέχνη σύμφωνα με τον εαυτό μου».
Ο Ρεντόν είχε την ευαισθησία και την ικανότητα να αφήσει το εσώτερό του είναι να μιλήσει μέσα από την τέχνη του, και το αποτέλεσμα είναι ένα έργο με ένα μοναδικό και απόλυτα ιδιότυπο ιδίωμα. Αυτή η διαδικασία δημιουργίας ξεκίνησε με την αποδοχή εικόνων που προέρχονταν από το υποσυνείδητό του και εμφανίζονταν στο μυαλό του ενώ έφταναν κοντά του μέσα από τις εικόνες που έβλεπε στη φύση.
Μια νεανική ανάμνηση που αφηγείται ο Ρέντον λέει: «Ο πατέρας μου συχνά μου έλεγε: "Κοίτα αυτά τα σύννεφα, μπορείς να δεις όσο μπορώ τα σχήματα που αλλάζουν;". Και μετά μου έδειχνε παράξενα όντα, φανταστικά και υπέροχα οράματα στον ουρανό που αλλάζει».
Αυτή η πρόσκληση «φανταστικών και θαυμαστών οραμάτων» προκάλεσε μια ενεργητική διαδικασία, με τον ζωγράφο να δίνει στα οράματα αυτά που προήλθαν από τη φύση και τις γνώσεις του για την επιστήμη, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας της εξέλιξης, της οστεολογίας και της μικροβιολογίας, ένα απτό σχήμα που συμμορφωνόταν με τους νόμους της φύσης, πετυχαίνοντας να προικίσει τη ρευστή ύλη με μια σταθερή και πειστική μορφή.
Τα υλικά του Ρεντόν, το κάρβουνο, η κιμωλία, το παστέλ ή το λάδι, δημιούργησαν πτυχές στα έργα του που ο ίδιος περιέγραψε ως εξής: το κάρβουνό του ήταν «σοβαρό και δυσάρεστο», τα παστέλ από κιμωλία ήταν «ευχάριστα» και «αναζωογονητικά», η λαδομπογιά ήταν «συναρπαστική» και «επίμονη». Σε όλα αυτά τα μέσα, ο τρόπος δουλειάς του Ρεντόν ήταν εμφατικά συνειρμικός: οι συνθέσεις γεννήθηκαν, λες, από τα ίδια τα υλικά, όπως η σκόνη του κάρβουνου και αργότερα το άγγιγμα του παστέλ. Ο καλλιτέχνης έγραψε: «Το υλικό αποκαλύπτει μυστικά, έχει την ιδιοφυΐα του, μέσα από αυτό θα μιλήσει ο χρησμός». Tο μυστήριο της τέχνης του Ρεντόν είναι συνδεδεμένο με την ύλη, με τα καλλιτεχνικά του υλικά, στα οποία έδωσε ζωή με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο σε όλες τις δημιουργικές του περιόδους. Οι διαυγείς απεικονίσεις του υποσυνείδητου του Ρεντόν έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ουδέτερες ή ακόμα και αόριστες περιγραφές που έδωσε στα έργα του στα βιβλία του. Δεν ήθελε καμία αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ανέπτυσσε τις ιδέες του, σαν να ήθελε να προστατεύσει την πηγή της δημιουργίας του, μια πηγή που βρισκόταν βαθιά μέσα του και την οποία ο ίδιος την ονόμαζε ιερή πηγή του έργου του – επειδή ήταν πολύ προσωπική και πολύ ευάλωτη.
Ο κριτικός Αντρέ Μελέριο (1862-1943) γράφει σχετικά με το πώς μπορεί να βιώσει ή να κατανοήσει ένας θεατής το σύμπαν του Ρεντόν: «Η πρώτη αίσθηση που εμπνέει το έργο του είναι μια έκπληξη αναμεμειγμένη με έναν αόριστο φόβο και θαυμασμό. Εκπλήσσεται κανείς μπροστά σε μια σύλληψη τόσο διαφορετική από τη συνηθισμένη, που ξαφνικά μας κυριεύει και μας εκτοξεύει από την τάξη των ιδεών στην οποία έχουμε συνηθίσει να ζούμε. Τότε το μάτι γίνεται πιο σταθερό, ο νους λογίζει, τα συναισθήματα κινητοποιούνται. Αυτό βρίσκουμε σε αυτόν, αυτό που μας δίνουν τόσο λίγα έργα τέχνης, τη συγκίνηση ενός κόσμου πέρα από εμάς».
Ο Μπόνγκερ στην εισαγωγή του για μια έκθεση με έργα του Ρεντόν στο Άμστερνταμ το 1909 γράφει ότι «η πρώτη ματιά είναι τρομακτική», αλλά ότι μετά από επίμονη θέαση, θα άνοιγε «ένας αθέατος κόσμος ονειρικών εικόνων».
Ο Οντιλόν Ρεντόν πήρε το όνομά του ως υποκοριστικό του ονόματος της μητέρας Οντίλ, μιας Γαλλίδας Κρεολής που ο πατέρας του γνώρισε στη Λουιζιάνα τη δεκαετία του 1830, όπου έκανε και την περιουσία του ως δουλέμπορος. Ως νέος δεν μπορούσε να πάει σχολείο λόγω κακής υγείας και πέρασε τα πρώτα του χρόνια μόνος, στη φροντίδα ενός θείου, στο κτήμα της οικογένειας στη Γαλλία.
Άρχισε να ζωγραφίζει από παιδί και επίσημα πήρε μαθήματα από την ηλικία των 15 ετών, αλλά απέτυχε να γίνει αρχιτέκτονας όπως ήθελε ο πατέρας του. Δεν πέρασε στην École des Beaux-Arts του Παρισιού και τελικά μαθήτευσε δίπλα στον ακαδημαϊκό ζωγράφο Jean-Léon Gérôme. Όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του, στο Μπορντό, ασχολήθηκε με τη γλυπτική, τη χαλκογραφία και τη λιθογραφία. Άρχισε να ανθίζει όταν βρήκε ομοϊδεάτες δασκάλους: τον ρομαντικό ζωγράφο Stanislas Gorin, τον βοτανολόγο Armand Clavaud και τον λιθογράφο Rodolphe Bresdin.
Τα πρώτα του έργα, που τα ονόμασε «νουάρ», ήταν φτιαγμένα από κάρβουνο. Το 1878 με το έργο του «Guardian Spirit of the Waters» κέρδισε αναγνώριση και την προσοχή του κόσμου της τέχνης και δυο χρόνια αργότερα δημοσίευσε το πρώτο του άλμπουμ με λιθογραφίες, με τίτλο «Dans le Rêve».
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ρεντόν έκανε τα παστέλ και τα λάδια αγαπημένα του μέσα. Μετά το 1900 δεν παρήγαγε άλλα «νουάρ» έργα, αλλά στα έργα του αρχίζουν να εμφανίζονται τόσο η φιγούρα του Βούδα όσο και οι επιρροές του ινδουισμού και του ιαπωνισμού. Τα διακοσμητικά έργα του Ρεντόν είχαν γίνει διάσημα και μια παραγγελία από τον βαρώνο Ρομπέρ ντε Ντομσί για 17 διακοσμητικά πάνελ για την τραπεζαρία του πύργου του κοντά στο Σερμιζέλ στη Βουργουνδία γίνονται οι πιο ριζοσπαστικές συνθέσεις του και σηματοδοτούν τη μετάβαση από τη διακοσμητική στην αφηρημένη ζωγραφική. Μέσα σε έναν ατέλειωτο ορίζοντα, σε ένα ασαφές τοπίο, ξεχωρίζουν λεπτομέρειες από δέντρα, κλαδιά με φύλλα και μικρά λουλούδια, και θυμίζουν τα γιαπωνέζικα πάνελ.
Ο Ρεντόν γνώρισε μεγάλη φήμη, ειδικά μετά το 1900, με τις μυστηριώδεις ατμόσφαιρες, τα φανταστικά τέρατα και τα υβριδικά του πλάσματα, με το μοναδικό εικονογραφικό λεξιλόγιό του με το οποίο άνοιξε ένα παράθυρο στις απαρχές του μοντερνισμού. Ο ρόλος του ήταν σημαντικός σε ένα ευρύτερο και εξαιρετικά παραγωγικό πολιτιστικό περιβάλλον μέσα και γύρω από το Παρίσι στις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα και στον εικοστό, όπως και οι δεσμοί του με συγγραφείς και ποιητές, συγκεκριμένα με αυτούς που ταυτίστηκαν με τον συμβολισμό και την παρακμή. Το ενδιαφέρον για το φανταστικό, η καλλιέργεια του ονείρου, η εξερεύνηση του υπερφυσικού, του μυστικιστικού και του αποκρυφιστικού, και η γοητεία της λειτουργίας του εγκεφάλου –όλα ριζωμένα στον ρομαντισμό– ήταν κρίσιμα χαρακτηριστικά και των δύο αυτών κινημάτων. Ο Ρεντόν συνδύασε το αληθινό και το φανταστικό για να δώσει στα απίθανα όντα του συναισθηματική ζωή, ενώ στις νεκρές φύσεις του δίνει ζωηρές, αφύσικες αποχρώσεις και περίεργες χωρικές ασάφειες, σε έναν μοναδικό συνδυασμό της παρατήρησης με τη φαντασία, αψηφώντας την ταξινόμηση και αγνοώντας, ως επί το πλείστον, τους περιορισμούς της ζωγραφικής. Ο ίδιος περιγράφει το έργο του, μέσα στο οποίο ήθελε να θέσει το ορατό στην υπηρεσία του αόρατου, ως διφορούμενο και απροσδιόριστο: «Τα σχέδιά μου εμπνέουν και δεν πρέπει να ορίζονται. Μας τοποθετούν, όπως και η μουσική, στο διφορούμενο βασίλειο του απροσδιόριστου».