ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΟΥ ΕΝΑΝ ΜΗΝΑ, ένα πρωινό που χιόνιζε, βρέθηκα να περπατάω νωρίς στο Γκάζι. Eίχα ένα επαγγελματικό ραντεβού πέντε-έξι τετράγωνα μετά τον σταθμό του Κεραμεικού. Το τοπίο ήταν πιο αλλόκοτο από πότε. Στην αμήχανη συνύπαρξη χαμηλών σπιτιών και ολοκαίνουριων βιομηχανικών λοφτ είχαν προστεθεί και τα κλειστά κλαμπ, τρύπες που έχασκαν πίσω από ξεσκισμένα πόστερ και άδεια γκαράζ, τοίχοι βαμμένοι κίτρινοι με παρατημένες ζαρντινιέρες μπροστά στις νεραντζιές.
Σκέφτηκα όλες τις γειτονιές που έγιναν ξαφνικά της μόδας στην Αθήνα και γέμισαν μέσα σε ένα βράδυ με εκατοντάδες κλαμπ, μπαρ και εστιατόρια, σε έναν πρωτοφανή μαξιμαλιστικό οίστρο: ελληνάδικα, νεο-ταβέρνες με καρό τραπεζομάντιλα και βασιλικούς σε τσίγκινο γλαστράκι, frozen yoghurt, σουβλατζίδικα με πολυελαίους και μοβ καναπέδες, εστιατόρια μόνο με κρέας, ιρλανδικές παμπ, μπαρ με ναργιλέδες, μπαρ με πλακόστρωτα που θύμιζαν νησί, μπαρ βιομηχανικού τύπου copy-paste από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη με μπιλιάρδα και καβγάδες, ταράτσες με κοκοφοίνικες και μαξιλάρες.
Και μετά; Μετά τίποτα. «Πώς άλλαξε πάλι αυτή η πόλη», σκέφτηκα.
Την εποχή της κρίσης η Αθήνα έχασε το ζωντανότερο κομμάτι της, τους νέους κατοίκους της. Όσοι μπορούσαν έφυγαν τρέχοντας για το εξωτερικό, κάποιοι πήγαν στην επαρχία. Τα διαμερίσματα άρχισαν να πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές ‒ ένα ισόγειο στην Κυψέλη πουλήθηκε σε κάποιον 3.000 ευρώ.
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η σημερινή Αθήνα έχει σχέση με αυτή την άδεια πόλη με τα φτηνά ενοίκια και τα κλειστά μαγαζιά. Από το 2016 οι τιμές των ενοικίων έχουν αυξηθεί πάνω από 41%. Οι τουρίστες κατακλύζουν την πόλη.
Ζούμε σε πόλεις γιατί εκεί συγκεντρώνονται το ταλέντο, το χρήμα, οι ευκαιρίες, αλλά όχι μόνο. Οι πόλεις μάς επιτρέπουν να εξαφανιστούμε, να γίνουμε ανώνυμοι. Συχνά κρύβουν κάτι σαν υπόσχεση.
Η πανδημία τα άλλαξε όλα ξανά. Για δύο χρόνια όλοι ονειρεύονταν να φύγουν, όχι μόνο από την Αθήνα αλλά και από τις πόλεις γενικώς. Ποιος θέλει εν καιρώ πανδημίας να μένει κλεισμένος σε ένα διαμέρισμα από το πρωί ως το βράδυ;
Με την πανδημία συνειδητοποιήσαμε πόσο ευάλωτες είναι οι πόλεις στις αλλαγές. «Άλλαξε η πανδημία τις πόλεις για πάντα»; αναρωτήθηκαν οι «New York Times». «To μέλλον των πόλεων εξαρτάται από τον Covid-19» είχε τίτλο ένα περσινό report της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Η κλιματική κρίση και η πανδημία έχουν αλλάξει τον σχεδιασμό των πόλεων διεθνώς. H δήμαρχος του Παρισιού Anne Hidalgo μίλησε για πρώτη φορά το 2020 για το μοντέλο της πόλης των δεκαπέντε λεπτών, μια πόλη που θα θυμίζει αυτή όπου έμεναν οι παππούδες μας, όπου τα πάντα, η δουλειά, τα μαγαζιά, τα σχολεία, θα απέχουν μόλις δεκαπέντε λεπτά από το σπίτι μας. Όλες οι πόλεις, και η Αθήνα, έχουν πλέον μια μακροπρόθεσμη στρατηγική βιωσιμότητας και αειφορίας.
Ζούμε σε πόλεις γιατί εκεί συγκεντρώνονται το ταλέντο, το χρήμα, οι ευκαιρίες, αλλά όχι μόνο. Οι πόλεις μάς επιτρέπουν να εξαφανιστούμε, να γίνουμε ανώνυμοι. Συχνά κρύβουν κάτι σαν υπόσχεση.
Στις Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο ο αφηγητής Μάρκο Πόλο μιλάει στον μεγάλο αυτοκράτορα Κουμπλάι Χαν για τις μακρινές πόλεις που έχει επισκεφθεί. Περιγράφει πενήντα πέντε φανταστικές πόλεις, πόλεις στερεωμένες σε δίχτυα, πόλεις ορθογώνιες, πόλεις που τις κατοικούν μόνο νεκροί, πόλεις φτιαγμένες από τις συνήθειες και τις ζωές αυτών που τις κατοικούν.
«Αν ένας άνθρωπος ξεκινήσει από εκεί και προχωρήσει για τρεις μέρες προς την Ανατολή, θα βρεθεί στη Διομίρα, πόλη με εξήντα ασημένιους τρούλους, μπρούντζινα αγάλματα όλων των θεών, δρόμους τέλεια λιθοστρωμένους, ένα κρυστάλλινο θέατρο, έναν χρυσό πετεινό που τραγουδά κάθε πρωί πάνω σ’ έναν πύργο. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει ήδη όλες αυτές τις ομορφιές γιατί τις είδε και σε άλλες πόλεις. Το χαρακτηριστικό όμως αυτής της πόλης είναι πως όποιος φτάνει εδώ μια βραδιά του Σεπτέμβρη, όταν οι μέρες μικραίνουν και οι πολύχρωμες λάμπες ανάβουν όλες μαζί στις πόρτες των ψητοπωλείων και από ένα μπαλκόνι μια γυναικεία φωνή φωνάζει: αχ!, αρχίζει να ζηλεύει εκείνους που πιστεύουν πως έχουν ήδη ζήσει μια νύχτα ίδια με αυτή και πως εκείνη τη φορά ήταν ευτυχισμένοι».