Εκτός από το μεγάλο γεγονός της Μπιενάλε, η Γαληνοτάτη γιορτάζει κάθε δυο χρόνια με μεγάλες εκθέσεις σε όλους τους εκθεσιακούς χώρους της πόλης, εκτός του Αρσενάλε όπου στεγάζεται η κεντρική και πιο σημαντική έκθεση της Μπιενάλε με έμπνευση από το βιβλίο της σουρεαλίστριας καλλιτέχνιδας Λεονόρα Κάρινγκτον «Milk of Dreams», σε επιμέλεια της Σεσίλια Αλεμάνι, με τη συμμετοχή 213 καλλιτεχνών από 58 χώρες, από τις 23 Απριλίου έως τις 27 Νοεμβρίου. 180 από τους καλλιτέχνες δεν έχουν εμφανιστεί ποτέ στο παρελθόν στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Η Αλεμάνι επιλέγει γυναίκες από όλα τα μέρη της γης, ποιήτριες όπως η Ζιζέλ Πράσινος, καλλιτέχνιδες όπως η Ζοζεφίν Μπέικερ, η avant-garde σκηνοθέτιδα του πειραματικού κινηματογράφου Μάγια Ντέρεν, η φωτογράφος Ίντα Καρ, η Ναν Γκόλντιν, η Μπάρμπαρα Κρούγκερ, η Νίκι ντε Σεν Φαλ, η Σεσίλια Βικούνια, η Πάουλα Ρέγκο, η Λεονόρ Φινί, αλλά και γυναίκες υποτιμημένες, μέσα σε ανδροκρατούμενα κινήματα, που το έργο τους παραγνωρίστηκε για δεκαετίες.
Στους κήπους της Μπιενάλε φιλοξενούνται εξήντα εθνικά περίπτερα και η Ελλάδα παρουσιάζει την εικαστική πρόταση με τίτλο «Στον δρόμο για τον Κολωνό» της Λουκίας Αλαβάνου, με επιμελητές τους Heinz Peter Schwerfel και Γιάννη Αρβανίτη. Πρόκειται για μια ταινία εικονικής πραγματικότητας 360 μοιρών διάρκειας 20 λεπτών, η οποία παρουσιάζεται σε μια εγκατάσταση που ενσωματώνει υβριδικές κατασκευές με αναφορές στον εμβληματικό Έλληνα αρχιτέκτονα της δεκαετίας του 1960 Τάκη Ζενέτο και στο «ανατομικό κάθισμά» του για ψηφιακές προβολές και άυλα περιβάλλοντα.
Η ταινία κινείται ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και στη μυθοπλασία, με τη συμμετοχή ερασιτεχνών ηθοποιών από την κοινότητα των Ρομά που κατοικούν στο Θριάσιο Πεδίο, εκεί από όπου –σύμφωνα με τον Σοφοκλή– πέρασε ο Οιδίποδας.
Γύρω από τους χώρους της Μπιενάλε, ο εκθεσιακός «πυρετός» που επικρατεί στην πόλη δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος.
Η Αλεμάνι επιλέγει γυναίκες από όλα τα μέρη της γης, ποιήτριες όπως η Ζιζέλ Πράσινος, καλλιτέχνιδες όπως η Ζοζεφίν Μπέικερ, η avant-garde σκηνοθέτιδα του πειραματικού κινηματογράφου Μάγια Ντέρεν, η φωτογράφος Ίντα Καρ, η Ναν Γκόλντιν, η Μπάρμπαρα Κρούγκερ, η Νίκι ντε Σεν Φαλ, η Σεσίλια Βικούνια, η Πάουλα Ρέγκο, η Λεονόρ Φινί, αλλά και γυναίκες υποτιμημένες, μέσα σε ανδροκρατούμενα κινήματα, που το έργο τους παραγνωρίστηκε για δεκαετίες.
Στο Palazzo Ducale, σε μια έκθεση που θα αποτελέσει το επίκεντρο της πέμπτης έκδοσης της MUVE Contemporaneo, της μπιενάλε που διοργανώνει το Fondazione Musei Civici di Venezia και της οποίας βασικό μέλημα είναι να προβληματιστεί για τη σχέση μεταξύ σύγχρονης τέχνης και μουσείων, ο Άνσελμ Κίφερ φέρνει μια πολυαναμενόμενη εγκατάσταση ο τίτλος της οποίας προέρχεται από τα γραπτά του Βενετού φιλοσόφου Αντρέα Έμο: «Questi scritti, quando verranno bruciati, daranno finalmente un po' di luce» («Αυτά τα γραπτά, όταν καούν, θα ρίξουν τελικά λίγο φως»).
Πρόκειται για μια σειρά έργων που παρήχθησαν ειδικά για το Palazzo Ducale το 2020 και το 2021, εμπλέκοντας στενά τους τριάντα τρεις μνημειακούς πίνακες στην οροφή και τις ηρωικές αξίες που εκφράζονται από ολόκληρο το διακοσμητικό σύστημα του παλατιού. Η έκθεση υπογραμμίζει τον ρόλο της σύγχρονης τέχνης στον προβληματισμό πάνω σε οικουμενικά θέματα.
Η πρόσκληση του Fondazione Musei Civici αποσκοπούσε στο να δείξει την ικανότητα αυτού του χώρου –συμβόλου της Serenissima Reppublica, της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας– να εξακολουθεί να λειτουργεί ως δυναμικό πολιτιστικό κέντρο και όχι απλώς ως ανάμνηση. Ήταν μια μεγάλη πρόκληση, διότι περιελάμβανε την προσθήκη μιας νέας σειράς έργων ζωγραφικής σε αυτές τις αίθουσες, έστω και προσωρινά, μετά από σχεδόν τριακόσια χρόνια, εγκαθιστώντας τα πάνω στα παλαιότερα.
Ήταν μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση για τον Κίφερ να εργαστεί δίπλα σε έργα σημαντικών ζωγράφων του παρελθόντος –τον Τιντορέντο, τον Πάλμα ιλ Τζιοβάνε και τον Αντρέα Βινσεντίνο– οι οποίοι είχαν κληθεί από τη Γερουσία της Δημοκρατίας να ξαναζωγραφίσουν τη δόξα της Βενετίας σε στεριά και θάλασσα, στους τοίχους της Sala dello Scrutinio μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1577.
Ο Κίφερ φέρνει στον χώρο του διάσημου παλάτσο μια αφήγηση που επαναφέρει στην επιφάνεια τη διαστρωμάτωση των χιλιόχρονων μύθων, της μοναξιάς και της αγωνίας, στις οποίες ο καλλιτέχνης δίνει μορφή μέσα από ένα νέο έπος με τόνους τόσο σκοτεινούς όσο και η εποχή μας.
Στην Accademia της Βενετίας ο Ανίς Καπούρ φέρνει το «πιο μαύρο του κόσμου» με τα γλυπτά του «VantaBlack» που είναι επικαλυμμένα με την πιο μαύρη χρωστική ουσία στον κόσμο και όταν κατασκευάστηκαν προκάλεσαν σάλο στον κόσμο της τέχνης.
Ο Καπούρ είναι ο πρώτος Βρετανός καλλιτέχνης στον οποίο δόθηκε έκθεση στην Accademia, τη σεβάσμια γκαλερί της Βενετίας με πίνακες παλαιών δασκάλων. Η έκθεση θα πραγματοποιηθεί επίσης στο Palazzo Manfrin κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας, στη συνοικία Cannaregio στην άλλη πλευρά της πόλης, από τις 20 Απριλίου έως τις 9 Οκτωβρίου 2022.
Η έκθεση αυτή παρουσιάζει τις καίριες στιγμές της καριέρας του καλλιτέχνη. Πρωτοποριακά νέα έργα, που δημιουργήθηκαν με τη χρήση νανοτεχνολογίας άνθρακα, τα οποία θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά, καθώς και πρόσφατα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής που μαρτυρούν τη ζωτικότητα και την οραματική ώθηση της τρέχουσας πρακτικής του Καπούρ.
Στο Palazzo Manfrin, στη συνοικία Cannaregio της Βενετίας, που επέλεξε ο Καπούρ ως έδρα του καλλιτεχνικού του ιδρύματος, ανήκε αρχικά ένας σημαντικός πυρήνας αριστουργημάτων που εκτίθενται τώρα στην Ακαδημία. Το Palazzo Manfrin, που αγοράστηκε το 1788 από τον κόμη Girolamo Manfrin, έναν πλούσιο καπνέμπορο, ο οποίος είχε μετατρέψει τον πρώτο όροφο του κτιρίου σε γκαλερί τέχνης, θεωρήθηκε για τη συλλογή του από πίνακες ζωγραφικής, αλλά και από γλυπτά, βιβλία και χαρακτικά, ένα είδος «ολοκλήρωσης της βενετσιάνικης ζωγραφικής κληρονομιάς που εκτίθεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών».
Η Πινακοθήκη είχε πράγματι γίνει ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά αξιοθέατα της Βενετίας, την οποία επισκέφθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Αντόνιο Κανόβα, ο Λόρδος Βύρωνας, ο Τζον Ράσκιν και ο Εντουάρ Μανέ. Όταν, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, τα έργα της συλλογής πωλήθηκαν, μετά τον θάνατο του Manfrin, η κληρονομιά της Gallerie dell'Accademia εμπλουτίστηκε με είκοσι έναν αριστουργηματικούς πίνακες.
Όπως είπε ο Giulio Manieri Elia, διευθυντής της ακαδημίας: «Ο Καπούρ, λόγω της πρωτότυπης και βαθιάς έρευνάς του για το χρώμα, το φως, την προοπτική και τον χώρο, αναπτύσσεται από τις ρίζες της βενετσιάνικης αναγεννησιακής ζωγραφικής, διερευνά την ουσία της και αλληλεπιδρά στενά σε ένα ιδεατό –θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη και εννοιολογικό– επίπεδο με τους Μπελίνι Τζιορτζιόνε, Τιτσιάνο, Βερονέζε και Τιντορέντο. Τα τελευταία έργα του Kαπούρ, που χρησιμοποιούν την πιο προηγμένη νανοτεχνολογία, υπόσχονται να είναι μια αποκάλυψη».
Από τις 23 Μαΐου 2021 έως τις 27 Νοεμβρίου 2022, το Palazzo Grassi - Punta della Dogana, που στεγάζει τη συλλογή Πινό, παρουσιάζει μια μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στον 80χρονο Αμερικανό καλλιτέχνη Μπρους Νάουμαν. Τίτλος της έκθεσης «Bruce Nauman: Contrapposto Studies». Η έκθεση αποτίνει φόρο τιμής σε μια από τις σημαντικότερες μορφές της διεθνούς σκηνής της σύγχρονης τέχνης και επικεντρώνεται σε τρεις θεμελιώδεις πτυχές του έργου του: το καλλιτεχνικό στούντιο ως χώρος όπου λαμβάνει χώρα η δημιουργία, το σώμα μέσα από τις περφόρμανς και την εξερεύνηση του ήχου.
Ο Μπρους Νάουμαν τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2009 για την καλύτερη εθνική συμμετοχή και το έργο του έχει παρουσιαστεί πρόσφατα σε πολυάριθμες και μεγάλες μονογραφικές εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Η μοναδική έκθεση στην Punta della Dogana συγκεντρώνει παλαιότερα έργα και τα πιο πρόσφατα, ορισμένα από τα οποία είναι καινούργια ή δεν έχουν εκτεθεί ποτέ ξανά στην Ευρώπη.
Η έκθεση επικεντρώνεται σε μια σειρά από πρόσφατες εγκαταστάσεις βίντεο που έχει αναπτύξει ο Nάουμαν τα τελευταία χρόνια και σχετίζονται με ένα μονοκάναλο βίντεο του 1968, το «Walk with Contrapposto», στο οποίο βλέπουμε τον καλλιτέχνη να περπατάει σε έναν στενό ξύλινο διάδρομο που έχει χτιστεί μέσα στο στούντιό του προσπαθώντας να διατηρήσει τη στάση contrapposto. Η σειρά «Contrapposto Studies» (που περιλαμβάνει τα «Contrapposto Studies I-VII», 2015/16, «Walks In Walks Out», 2015, «Contrapposto Split», 2017 και «Walking the Line», 2019), αποτελεί την πρώτη φορά κατά την οποία ο Νάουμαν επανεξετάζει ρητά ένα παλαιότερο έργο για να το χρησιμοποιήσει ως αφετηρία.
Αρχικά, είχε ως στόχο να υπερβεί τα όρια που επέβαλε η διαθέσιμη τεχνολογία στα τέλη της δεκαετίας του 1960, την εποχή που δημιούργησε το πρώτο «Walk with Contrapposto». Η έκθεση προσκαλεί τους επισκέπτες να ζήσουν μια καθηλωτική εμπειρία μέσω της αισθητηριακής τους αντίληψης, του σώματος και του μυαλού τους, μια θεμελιώδης διαδικασία για την πλήρη κατανόηση της καλλιτεχνικής έρευνας του Νάουμαν.
Παράλληλα με την έκθεση, μια ομάδα κορυφαίων διεθνών χορογράφων έχει αναπτύξει έργα σε διάλογο με την έκθεση του Νάουμαν στην Punta della Dogana. Το Dancing Studies ανεβάζει έργα των Γουίλιαμ Φορσάιθ, Λενιώς Κακλέα, Ραλφ Λέμον και Παμ Τάνοβιτς σε διάφορους χώρους από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο.
Στην Casa dei Tre Oci, από τις 11 Μαρτίου έως τις 23 Οκτωβρίου, παρουσιάζεται η μεγαλύτερη αναδρομική έκθεση που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ, η πρώτη στην Ιταλία, αφιερωμένη στη Γαλλοελβετή φωτογράφο Σαμπίνε Βάις, που πέθανε σε ηλικία 97 ετών στο σπίτι της στο Παρίσι στις 28 Δεκεμβρίου 2021, και υπήρξε μια από τις κορυφαίες εκπροσώπους της γαλλικής ανθρωπιστικής φωτογραφίας μαζί με τους Robert Doisneau, Willy Ronis, Edouard Boubat, Brassaï και Izis.
Με τίτλο «Σαμπίνε Βάις: Η ποίηση της στιγμής», η έκθεση αποτελεί το πρώτο και σημαντικότερο αφιέρωμα στην καριέρα της, με περισσότερες από 200 φωτογραφίες. Η μοναδική γυναίκα φωτογράφος της μεταπολεμικής περιόδου που άσκησε αυτό το επάγγελμα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και σε όλα τα πεδία της φωτογραφίας –από ρεπορτάζ μέχρι πορτρέτα καλλιτεχνών, από μόδα μέχρι φωτογραφία δρόμου με έμφαση στα πρόσωπα των παιδιών, μέχρι πολυάριθμα ταξίδια σε όλο τον κόσμο– είχε τη δυνατότητα να συμμετάσχει ενεργά στην κατασκευή αυτής της έκθεσης, άνοιξε τα προσωπικά της αρχεία, που φυλάσσονται στο Παρίσι, για να αφηγηθεί την εξαιρετική ιστορία της και το έργο της για πρώτη φορά με έναν ευρύ και δομημένο τρόπο.
Οι φωτογραφίες που εκτίθενται στο Tre Oci, συμπεριλαμβανομένων αρκετών ανέκδοτων μέχρι σήμερα –όπως η σειρά αφιερωμένη στα άσυλα, που τραβήχτηκε τον χειμώνα του 1951-1952 στο διαμέρισμα Cher της Γαλλίας–, ανατρέχουν σε ολόκληρη την καριέρα της Βάις, από το ξεκίνημά της το 1935 μέχρι τη δεκαετία του 1980, μαζί με διάφορες δημοσιεύσεις και περιοδικά της εποχής.
Από την αρχή, η Βάις έστρεψε τον φακό της σε σώματα και χειρονομίες, απαθανατίζοντας συναισθήματα. Πρόκειται για μια προσέγγιση από την οποία δεν θα παρεκκλίνει ποτέ, όπως έχει πει η ίδια: «Για να είναι ισχυρή, μια φωτογραφία πρέπει να μας μιλήσει για μια πτυχή της ανθρώπινης κατάστασης, να μας κάνει να νιώσουμε το συναίσθημα που ένιωσε ο φωτογράφος μπροστά στο θέμα του».
Η Βάις μαθήτευσε στους Μπουασονά, μια δυναστεία φωτογράφων που εργαζόταν στη Γενεύη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1950, ξεκίνησε να εργάζεται ως ανεξάρτητη φωτογράφος.
Από το 1952 έως το 1961, συνεργάστηκε με τη «Vogue», μαζί με φωτογράφους όπως ο William Klein, ο Henry Clarke και ο Guy Bourdin, δημιουργώντας μερικές αξέχαστες φωτογραφίσεις μόδας, από τις οποίες η έκθεση παρουσιάζει έγχρωμες λήψεις μαζί με περίπου δεκαπέντε πρωτότυπα τεύχη του διάσημου περιοδικού.
Η έκθεση δίνει επίσης άπλετο χώρο στα έργα που φιλοτέχνησε από τη δεκαετία του 1980, σε ηλικία 60 ετών, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών της στην Πορτογαλία, την Ινδία, τη Βιρμανία, τη Βουλγαρία και την Αίγυπτο.
Εκτός από τις φωτογραφίες, η έκθεση θα περιλαμβάνει επίσης αποσπάσματα από ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στην ίδια («La Chambre Noire» του 1965, «Sabine Weiss» του 2005, «My Work as a Photographer» του 2014), στα οποία αφηγείται, σε διαφορετικές περιόδους της ζωής της, την καλλιτεχνική της πορεία, τις ταξιδιωτικές της εμπειρίες και τις δυσκολίες του να είσαι γυναίκα φωτογράφος.
Το Palazzo Grassi παρουσιάζει την «Οpen-end», μια μεγάλη μονογραφική έκθεση αφιερωμένη στη Μαρλέν Ντιμάς, μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 2023. Την έκθεση επιμελείται η ίδια η καλλιτέχνιδα με την Καρολίν Μπουρζουά. Συγκεντρώνει πάνω από 100 έργα και επικεντρώνεται στο σύνολο της εικαστικής της παραγωγής, με μια επιλογή από πίνακες και σχέδια που δημιουργήθηκαν από το 1984 έως σήμερα, συμπεριλαμβανομένων αθέατων έργων που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Τα έργα που παρουσιάζονται στους δύο ορόφους του Palazzo Grassi προέρχονται από τη συλλογή Πινό, καθώς και από διεθνή μουσεία και ιδιωτικές συλλογές.
Η Μαρλέν Ντιμάς, που θεωρείται μία από τις πιο επιδραστικές καλλιτέχνιδες στη σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή, γεννήθηκε το 1953 στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Μεγάλωσε και σπούδασε καλές τέχνες κατά τη διάρκεια του βάναυσου καθεστώτος του απαρτχάιντ. Το 1976 ήρθε στην Ευρώπη για περαιτέρω σπουδές και εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, όπου ζει και εργάζεται ακόμη.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας της ήταν γνωστή για τα κολάζ και τα κείμενά της, αλλά σήμερα η Ντιμάς εργάζεται κυρίως με λάδι σε καμβά και μελάνι σε χαρτί. Το έργο της αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από πορτρέτα, τα οποία αποτελούν οικουμενικές αναπαραστάσεις του πόνου, της έκστασης, του φόβου, της απόγνωσης, αλλά συχνά είναι και σχόλια για την ίδια την πράξη της ζωγραφικής. Καθοριστική πτυχή της δουλειάς της είναι η χρήση εικόνων από τις οποίες αντλεί έμπνευση, είτε αυτές βρίσκονται σε εφημερίδες, περιοδικά, κινηματογραφικά ενσταντανέ, ταινίες ή πολαρόιντ που έχει τραβήξει η ίδια.
Για το έργο της λέει: «Είμαι μια καλλιτέχνις που χρησιμοποιεί εικόνες από δεύτερο χέρι και συναισθήματα από πρώτο χέρι. Η ζωγραφική έχει να κάνει με το ίχνος του ανθρώπινου αγγίγματος. Πρόκειται για το δέρμα μιας επιφάνειας. Ένας πίνακας δεν είναι καρτ ποστάλ».
Ο έρωτας και ο θάνατος, το φύλο και η φυλή, η αθωότητα και η ενοχή, η βία και η τρυφερότητα είναι τα μεγάλα ερωτήματα που θέτει και τα οποία συνδυάζονται με κοινωνικοπολιτικές πτυχές, ειδήσεις και κύρια θέματα της ιστορίας της τέχνης. Το έργο της βασίζεται στη συνειδητοποίηση ότι η ατελείωτη ροή εικόνων που βλέπουμε καθημερινά επηρεάζει την αντίληψή μας για τον εαυτό μας και την ικανότητά μας να διαβάζουμε τον κόσμο. Για την ίδια, η ζωγραφική είναι μια πολύ σωματική πράξη, που περιστρέφεται γύρω από τον ερωτισμό και τις διαφορετικές ιστορίες του.
Η Λεονόρα Κάρινγκτον ενέπνευσε την κύρια έκθεση στη Βενετία 2022, ενώ ο πίνακάς της «The Pleasures of Dagobert» παρουσιάζεται επίσης στη συλλογή Πέγκι Γκουγκενχάιμ στο μουσείο της Βενετίας και σπίτι της διάσημης και εκκεντρικής προστάτιδας των τεχνών. Με αφορμή το θέμα της Μπιενάλε, αυτή η έκθεση του μουσείου Γκουγκενχάιμ με τίτλο «Σουρεαλισμός και μαγεία: Μαγεμένη νεωτερικότητα» που θα διαρκέσει μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου κάνει μια βαθύτερη βουτιά στον κόσμο του υπερρεαλισμού.
Παρουσιάζοντας περίπου 60 έργα από περισσότερα από 40 διεθνή μουσεία και ιδιωτικές συλλογές, η έκθεση προσφέρει μια πλούσια επισκόπηση ολόκληρης της εξέλιξης του σουρεαλιστικού κινήματος, εξερευνώντας τους μυριάδες τρόπους με τους οποίους η μαγεία και ο αποκρυφισμός συμβάδισαν στην καλλιτεχνική του πορεία, από τη «μεταφυσική ζωγραφική» του Τζόρτζιο ντε Κίρικο γύρω στο 1915 και τον εμβληματικό πίνακα του Μαξ Ερνστ «Η ένδυση της νύφης» (1940) μέχρι τις αποκρυφιστικές εικόνες των ύστερων έργων της Λεονόρα Κάρινγκτον και της Ρεμέντιο Βάρο.
Στα έργα τους, οι υπερρεαλιστές καλλιτέχνες αντλούσαν συχνά από αποκρυφιστικούς συμβολισμούς και καλλιεργούσαν την παραδοσιακή εικόνα της προσωπικότητας του καλλιτέχνη ως μάγου, μάντη και αλχημιστή, προσβλέποντας στη μαγεία ως έναν ποιητικό και βαθιά φιλοσοφικό λόγο, που σχετίζεται με την ατομική αυτοδυναμία.
Αφετηρία της έκθεσης είναι οι παγκόσμιας κλάσης σουρεαλιστικές συλλογές της Συλλογής Πέγκι Γκουγκενχάιμ, οι οποίες περιέχουν εμβληματικούς πίνακες που αντανακλούν δυναμικά τον διάλογο των σουρεαλιστών με την αποκρυφιστική παράδοση. Πολλοί από τους καλλιτέχνες που εκπροσωπούνται σε αυτή την έκθεση εκτέθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους από την Γκουγκενχάιμ, η οποία αναδείχθηκε ως μία από τις πιο δραστήριες συλλέκτριες και προστάτιδες του υπερρεαλισμού προς το τέλος της δεκαετίας του 1930.
Έχοντας εξοικειωθεί με το κίνημα κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Παρίσι μεταξύ των πολέμων, είχε στενές σχέσεις με τον Μαξ Έρνστ και τον Αντρέ Μπρετόν, «ιδρυτή» του σουρεαλισμού με το «Μανιφέστο του Σουρεαλισμού», που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1924. Στην έκθεση υπάρχουν, ανάμεσα σε άλλα έργα, των Νταλί, Λεονορα Κάρινγκτον, Λεονόρ Φινί, Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Ιβ Τανγκί, Ντοροτέα Τάνινγκ, Μάγια Ντερέν, Πολ Ντελβό, Ρενέ Μαγκρίτ κ.ά.
Ο γεννημένος στην Ελβετία και εγκατεστημένος στη Νέα Υόρκη καλλιτέχνης Ούγκο Ροντινόνε δημιουργεί νέα γλυπτά που θα ανταποκρίνονται στο περιβάλλον της Scuola Grande di San Giovanni Evangelista του 13ου αιώνα. Θα παρουσιαστούν μαζί με κάποια από τα προηγούμενα έργα του στην έκθεση «Ugo Rondinone: burn shine fly» που θα διαρκέσει έως τις 17 Σεπτεμβρίου.
Ο Ροντινόνε εμπνέεται από την αντίληψη και τα συναισθήματα που του ενέπνευσε το μέρος που εκθέτει και το έργο του, όπως λέει, στοχεύει να αποσπάσει το μεγαλειώδες από το υποσυνείδητο.
Ο τίτλος της έκθεσης, «Βurn shine fly», προέρχεται από το βιβλίο ποιημάτων «Υou got to burn to shine» (1994) του Αμερικανού ποιητή Τζον Τζιόρνο, που υπήρξε συνεργάτης του καλλιτέχνη. Η έκθεση έχει εγκατασταθεί στους ιστορικούς τοίχους ενός από τα παλαιότερα και σημαντικότερα Scuole της Βενετίας.
Ο Ροντινόνε έχει αναγνωριστεί διεθνώς για την ποιητική και ατμοσφαιρική δουλειά του στην οποία χρησιμοποιεί ποικίλα μέσα, μεταξύ των οποίων ζωγραφική, σχέδιο, φωτογραφία, βίντεο, εγκαταστάσεις και γλυπτική. Συνδυάζει ποικίλες αναφορές, από τα στοιχεία ποπ στους πίνακες με τις ρίγες και την ψυχεδέλεια της δεκαετίας του '60 στα ζωγραφικά έργα-στόχους μέχρι τον μελαγχολικό ρομαντισμό στα τοπία με σινική μελάνη. Οι «ανήσυχες» εγκαταστάσεις του καλούν τον θεατή να αναλογιστεί το εφήμερο της ανθρώπινης ζωής.
Το Palazzo Cini, από τις 20 Απριλίου έως τις 2 Οκτωβρίου, στο εξαιρετικό σπίτι-μουσείο που στεγάζει τα αριστουργήματα από την προσωπική συλλογή του μεγάλου προστάτη των τεχνών Vittorio Cini, ανοίγει ξανά για το κοινό με μια εξαιρετική έκθεση, λεπτομερώς αρθρωμένη, αφιερωμένη σε έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.
Ο Γιόζεφ Μπόις, ζωγράφος, γλύπτης, performer και θεωρητικός, ήταν ένας από τους πιο επιδραστικούς και εμβληματικούς ποιητικούς καλλιτέχνες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και ένας από τους λίγους που κατάφεραν πραγματικά να συμπέσουν η τέχνη και η ζωή του. Ο Μπόις θεωρούσε ότι η τέχνη είναι η θεραπεία για τα δεινά της κοινωνίας: μια θετική, θεραπευτική δύναμη, ικανή να αφυπνίσει την ατομική δημιουργικότητα, να ενεργοποιήσει την πολιτική συνείδηση και να διεγείρει την κοινωνική αλλαγή.
Η έκθεση, η οποία πήρε το όνομά της από το κύριο έργο που εκτίθεται «Support for a fine-limbed person (hare-type) of the 20th Century AD» («Υποστήριξη για ένα άτομο με λεπτά άκρα (τύπου λαγού) του 20ού αιώνα μ.Χ.»), ενώ θα παρουσιάσει μια επιλογή από περίπου 40 έργα του μετρ της εννοιολογικής τέχνης, του οποίου τα 100ά γενέθλια γιορτάστηκαν το 2021.