ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ότι τα κείμενα του Τζορτζ Όργουελ θεωρούνται προφητικά, επίκαιρα και διαχρονικά. Ο ίδιος έχει γράψει κλασικά, εμβληματικά μυθιστορήματα, δημοσιογραφικά κείμενα αλλά και δοκίμια που διαβάζονται σαν να γράφτηκαν σήμερα. Μια επιλογή κειμένων από αυτό το πλούσιο συγγραφικό έργο του κυκλοφορεί στις 26/5 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Τα κείμενα που συγκεντρώνονται στην έκδοση αφορούν σκέψεις, ιδέες και απόψεις του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα για σημαντικά θέματα που απασχολούσαν την εποχή του και αφορούσαν ζητήματα πολιτικής και λογοτεχνίας.
Μπορεί ο Όργουελ να κέρδισε την παγκόσμια δόξα και υστεροφημία με δύο μυθιστορήματά του, τη Φάρμα των ζώων (1945) και το 1984 (1949), αλλά κανένα μυθοπλαστικό έργο του δεν μπορεί να παραβγεί με τα δοκίμιά του.
Το επίμετρο και την ανθολόγηση των δοκιμίων έχει κάνει ο πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος και συγγραφέας Σταύρος Ζουμπουλάκης.
Μιλώντας στη LiFO επισημαίνει: «Ο Όργουελ δεν έγραψε απλώς βιβλία, όπως παιδιόθεν επιθυμούσε – αυτό δεν είναι και δύσκολο, όλοι γράφουν. Ο Όργουελ δημιούργησε έργο, κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό: είδε τη ζωή και τον κόσμο με τον δικό του, προσωπικό τρόπο και μίλησε για τη ζωή και τον κόσμο με τη δική του φωνή, δική του και κανενός άλλου. Η φωνή του προσδιορίστηκε από την τρομερή εποχή στην οποία έζησε, περισσότερο ίσως απ’ όσο πολλών άλλων, μα δεν απορροφήθηκε από αυτήν, δεν χάθηκε μέσα στον γενικό θόρυβο, γι’ αυτό και τα κείμενά του δεν έγιναν απλά τεκμήρια για τους ιστορικούς αλλά πολλές δεκαετίες μετά το γράψιμό τους αφορούν καθέναν που προσπαθεί να βρει τη θέση του μέσα στον κόσμο».
Και καταλήγει: «Ο Όργουελ είναι ένας από τους μεγαλύτερους δοκιμιογράφους της αγγλικής γλώσσας του εικοστού αιώνα. Μπορεί να κέρδισε την παγκόσμια δόξα και υστεροφημία με δύο μυθιστορήματά του, τη Φάρμα των ζώων (1945) και το 1984 (1949), αλλά κανένα μυθοπλαστικό έργο του δεν μπορεί να παραβγεί με τα δοκίμιά του. Η παρούσα συναγωγή δοκιμίων του Όργουελ στη γλώσσα μας δεν είναι βεβαίως η πρώτη που κυκλοφορεί, είναι όμως η ευρύτερη».
Απόσπασμα:
«Κάποιες σκέψεις για τον κοινό φρύνο» (1946)
Όσο για την άνοιξη, ούτε καν οι στενοί και βρόμικοι δρόμοι γύρω από την Τράπεζα της Αγγλίας δεν είναι ικανοί να την αποκλείσουν. Διαχέεται παντού, σαν εκείνα τα καινούργια δηλητηριώδη αέρια που περνάνε απ’ όλα τα φίλτρα. Η άνοιξη αναφέρεται συνήθως σαν «θαύμα» και τα τελευταία πεντέξι χρόνια αυτό το ξεφτισμένο σχήμα λόγου έχει πάρει νέα πνοή. Ύστερα από τους χειμώνες που έπρεπε να υπομείνουμε προσφάτως, η άνοιξη φαίνεται πράγματι θαυματουργή, επειδή έχει γίνει σταδιακά όλο και δυσκολότερο να πιστέψουμε ότι πρόκειται πραγματικά να έρθει. Κάθε Φεβρουάριο, από το 1940 κι έπειτα, έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι αυτός ο χειμώνας θα κρατήσει για πάντα. Αλλά η Περσεφόνη, όπως οι φρύνοι, πάντοτε επιστρέφει από τους νεκρούς περίπου την ίδια εποχή. Ξαφνικά, προς το τέλος του Μαρτίου, συμβαίνει το θαύμα και η βρομερή παραγκούπολη στην οποία κατοικώ μεταμορφώνεται. Κάτω στην πλατεία, τα μαυρισμένα λιγούστρα έχουν πάρει ένα ανοιχτό πράσινο, τα φύλλα πληθαίνουν στις καστανιές, οι νάρκισσοι έχουν ξεπροβάλει, οι βιολέτες μπουμπουκιάζουν, το χιτώνιο του αστυφύλακα παίρνει μια ευχάριστη απόχρωση του μπλε, ο ψαράς υποδέχεται τους πελάτες του με χαμόγελο κι ακόμα και τα σπουργίτια έχουν άλλο χρώμα, έχοντας νιώσει το βάλσαμο του αέρα και βρίσκοντας το θάρρος να κάνουν ένα μπάνιο, το πρώτο τους από τον Σεπτέμβρη. Είναι περίεργο να αντλούμε ευχαρίστηση από την άνοιξη και τις άλλες εποχικές μεταβολές; Για να το θέσουμε πιο συγκεκριμένα, είναι πολιτικά αξιοκατάκριτο, τη στιγμή που όλοι στενάζουμε ή τουλάχιστον θα έπρεπε να στενάζουμε, κάτω από τον ζυγό του καπιταλιστικού συστήματος, να επισημαίνουμε ότι η ζωή συχνά αξίζει περισσότερο τον κόπο χάρις στο κελάηδημα ενός κοτσυφιού, λόγω μιας κίτρινης φτελιάς του Οκτώβρη ή κάποιου άλλου φυσικού φαινομένου που δεν κοστίζει χρήματα και δεν έχει αυτό που οι συντάκτες των αριστερών εφημερίδων αποκαλούν ταξική σκοπιά; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί άνθρωποι απαντούν καταφατικά. Γνωρίζω εκ πείρας ότι μια ευνοϊκή αναφορά στη «Φύση» σε ένα από τα άρθρα μου είναι πιθανό να μου εξασφαλίσει αρκετές υβριστικές επιστολές και, παρότι η λέξη-κλειδί σ’ αυτές τις επιστολές είναι συνήθως ο «συναισθηματισμός», φαίνεται να περιέχουν δύο διαφορετικές ιδέες μπλεγμένες μεταξύ τους. Η πρώτη είναι ότι κάθε απόλαυση της πραγματικής διαδικασίας της ζωής ενθαρρύνει ένα είδος πολιτικού εφησυχασμού. Οι άνθρωποι, έτσι προχωράει αυτή η σκέψη, οφείλουν να είναι ανικανοποίητοι και δουλειά μας είναι να πολλαπλασιάζουμε τις επιθυμίες μας και όχι απλώς να αυξάνουμε την απόλαυση που αντλούμε από τα πράγματα που ήδη έχουμε. Η άλλη ιδέα είναι ότι ζούμε στην εποχή των μηχανών και το να μη σου αρέσει η μηχανή, ή ακόμα και το να θες να περιορίσεις την κυριαρχία της, είναι αναχρονιστικό, αντιδραστικό και γελοίο. Αυτό ενισχύεται συχνά από τη δήλωση ότι η αγάπη για τη Φύση είναι ελάττωμα των αστικοποιημένων ανθρώπων που δεν έχουν ιδέα τι πραγματικά είναι η Φύση. Εκείνοι που πραγματικά πρέπει να ασχοληθούν με το χώμα λέγεται ότι δεν αγαπάνε το χώμα και δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τα πουλιά ή τα λουλούδια πέρα από αυστηρά ωφελιμιστική σκοπιά. Για να αγαπάει κανείς την εξοχή πρέπει να ζει στην πόλη κι απλώς να την περιδιαβαίνει μερικά Σαββατοκύριακα κατά τους θερμότερους μήνες του έτους. Η τελευταία ιδέα είναι ολοφάνερα λανθασμένη. Η μεσαιωνική λογοτεχνία, για παράδειγμα, συμπεριλαμβανομένης και της λαϊκής μπαλάντας, βρίθει από έναν σχεδόν γεωργιανό ενθουσιασμό για τη φύση και η τέχνη των γεωργικών λαών, όπως οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες, περιστρέφεται πάντοτε γύρω από τα δέντρα, τα πουλιά, τα λουλούδια, τα ποτάμια, τα βουνά. Η πρώτη ιδέα μού φαίνεται πως είναι λάθος με έναν πιο υπόγειο τρόπο. Αναμφίβολα, οφείλουμε να είμαστε δυσαρεστημένοι, δεν πρέπει απλώς να βρίσκουμε τρόπους για να αξιοποιούμε όσο καλύτερα μπορούμε μία άσχημη δουλειά, ωστόσο εάν σκοτώσουμε όλη την απόλαυση της πραγματικής ζωής, τι είδους μέλλον προετοιμάζουμε, άραγε, για τους εαυτούς μας; Εάν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να απολαύσει την επιστροφή της άνοιξης, γιατί να είναι ευτυχισμένος σε μια ουτοπία απαλλαγμένη από την υπερβολική εργασία; Τι θα κάνει με τον ελεύθερο χρόνο που θα του εξασφαλίσουν οι μηχανές; Πάντοτε υποπτευόμουν ότι εάν ποτέ λυθούν πραγματικά όλα τα οικονομικά και πολιτικά μας προβλήματα, η ζωή μας θα γίνει απλούστερη και όχι περιπλοκότερη και ότι το είδος της ευχαρίστησης που παίρνει κανείς όταν βρίσκει το πρώτο τριαντάφυλλο θα γίνει σημαντικότερο από το είδος της ευχαρίστησης που παίρνει κανείς όταν τρώει ένα παγωτό υπό τους ήχους ενός τζουκ μποξ. Πιστεύω ότι διατηρώντας κανείς την παιδική του αγάπη για τα δέντρα, τα ψάρια, τις πεταλούδες και –για να επιστρέψω στο θέμα μου– τους φρύνους, κάνει πιο εφικτό ένα ειρηνικό και όμορφο μέλλον και ότι κηρύσσοντας το μήνυμα ότι τίποτα δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού πέρα από το ατσάλι και το τσιμέντο, αυτό που κάνει είναι απλώς να διασφαλίζει λίγο περισσότερο ότι οι άνθρωποι δεν θα έχουν πού αλλού να αποθέσουν την πλεονάζουσα ενέργειά τους παρά στο μίσος και στη λατρεία των ηγετών. Όπως και να ’χει, η άνοιξη είναι εδώ, ακόμα και στο Ν1 του Λονδίνου, και δεν μπορούν να σε εμποδίσουν να την απολαύσεις. Αυτή είναι μια ευχάριστη σκέψη. Πόσες φορές έχω σταθεί να δω τους φρύνους να ζευγαρώνουν ή ένα ζευγάρι λαγών να στήνει έναν αγώνα μποξ πλάι στα άγουρα καλαμπόκια και σκέφτηκα όλα εκείνα τα σημαντικά άτομα που θα με εμπόδιζαν να τα απολαύσω, εάν μπορούσαν. Ευτυχώς, όμως, δεν μπορούν. Όσο δεν είσαι άρρωστος, πεινασμένος, τρομαγμένος ή παγιδευμένος σε κάποια φυλακή ή σε κάποιο θέρετρο, η άνοιξη παραμένει άνοιξη. Οι ατομικές βόμβες στοιβάζονται στα εργοστάσια, οι αστυφύλακες παρελαύνουν στις πόλεις, τα ψέματα ξεχύνονται σαν ποτάμια από κείνους που κατέχουν το βήμα, αλλά η Γη ακόμα κινείται γύρω από τον Ήλιο και ούτε οι δικτάτορες ούτε οι γραφειοκράτες, όσο βαθιά κι αν αντιπαθούν αυτήν τη διαδικασία, μπορούν να την αποτρέψουν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.