ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΦΗΜΙΣΜΕΝΑ αποσπάσματα της ομηρικής Οδύσσειας (στ. 562-563) που μνημονεύει στα δοκίμιά του ο Μπόρχες μιλά για δύο πύλες, την κεράτινη και τη φιλντισένια. Από την τελευταία περνούν και φτάνουν στους ανθρώπους τα ψεύτικα όνειρα και από την πρώτη τα αληθινά και τα προφητικά.
Εν ολίγοις ο Όμηρος, παρότι θεωρεί δεδομένη στην αφήγηση την παρουσία των θεών, οι οποίοι παρεμβαίνουν δυναμικά στην ενεργό δράση, νιώθει την ανάγκη να ξεχωρίσει ιεραρχικά τα δύο ονειρικά επίπεδα κυρίως επειδή αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ του νοσταλγικού, ωραίου ονείρου και της προφητείας που καταλήγει εφιάλτης. Ίσως πάλι να σπεύδει σε αυτόν τον διαχωρισμό ακριβώς επειδή ξέρει πόσο πολύ επηρεάζουν τη ζωή μας τα όνειρα και ότι δεν έχουν μόνο ωραία πλευρά, όπως επέμεναν με τον δικό τους τρόπο ο Πετρώνιος ή ο Γκόνγκορα, του οποίου τα όμορφα σονέτα για τα όνειρα μνημόνευε ο Μπόρχες.
Εξάλλου ο Όμηρος δεν μιλάει θεωρητικά για τις προφητείες αλλά εμπειρικά, γνωρίζοντας πόσο καταλυτική επίδραση μπορούν να ασκήσουν στην πορεία των ανθρώπων. Ενδεχομένως να αποφάσιζε κανείς διαφορετικά αν δεν πίστευε ότι κινδυνεύει εξαιτίας κάποιας πρόληψης ή κάποιας προφητείας. Τι νόημα θα είχε, αλήθεια, ο μύθος του βασιλιά Οιδίποδα χωρίς τον χρησμό που τον βασάνιζε από μικρό; Και πόσο διαφορετικά θα αντιδρούσαμε στη ζωή μας αν ξέραμε ότι θα πεθάνουμε την επόμενη μέρα;
Το κεντρικό νόημα του βιβλίου θα μπορούσε να είναι ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος όσο η αρχή της δράσης, εξού και η αφήγηση ξεκινά με ένα τέτοιο γεγονός, όσο τραγικά και απροειδοποίητα και αν ενσκήπτει στη ζωή των ανθρώπων.
Έχοντας όλα αυτά, προφανώς, κατά νου, η Γερμανίδα συγγραφέας Μαριάννα Λέκι αποφασίζει να στήσει το δικό της υπαρξιακό παραμύθι γύρω από τον άξονα μιας τραγικής προφητείας που αφορά το Όνειρο της Ζέλμα, απ’ όπου και ο τίτλος του βιβλίου του Gutenberg που μεταφράζει μοναδικά η Μαρία Αγγελίδου, διατηρώντας τη μεταφορά των λέξεων, όσο παράδοξες και αν ακούγονται έξω από το πλαίσιο του μαγικού ρεαλισμού.
Η Ζέλμα, η γιαγιά της πρωταγωνίστριας Λουίζε, η οποία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τα τεκταινόμενα γύρω από αυτή την παράξενη προφητεία, ξέρει πως κάθε φορά που θα δει στο όνειρο της ένα οκάπι, μια διασταύρωση ελαφιού, καμηλοπάρδαλης και ζέβρας, κάποιος από το χωριό που βρίσκεται στην περιοχή του Βέστερβαλντ θα πεθάνει. Μάλιστα, το τελευταίο όνειρο που καταγράφεται στο βιβλίο είναι αυτό που ξεκινά ουσιαστικά την αφήγηση, καθώς είναι καταλυτικό για την ψυχολογία της μικρής τότε Λουίζε, η οποία θα βιώσει το τραύμα του θανάτου σε ηλικία μόλις δέκα ετών.
Από τότε έως τα είκοσί της χρόνια, οπότε τη βρίσκουμε και πάλι στο ίδιο χωριό, πολλά έχουν αλλάξει, αλλά ταυτόχρονα έχουν μείνει ίδια, αφού η πρωταγωνίστρια παραμένει στα όρια του στενού της χώρου, με μοναδική ανάγκη να μπορεί να διατηρεί το βλέμμα καθαρό ώστε να αφουγκράζεται και ενίοτε να μεταμορφώνει όλα όσα διαδραματίζονται γύρω της.
Η Λουίζε μετατρέπεται έτσι από μια αδιάφορη επαρχιωτοπούλα σε έναν μικρό Σεζάν, καθώς έχει στα χέρια της φρέσκα στην αρχή και κατόπιν ώριμα φρούτα τα οποία καθίστανται πλέον όχι καταναλωτικά αγαθά αλλά υλικά μιας σπάνιας τέχνης. Σημασία για την αφηγήτρια και προφανώς για τη συγγραφέα έχει το να μπορέσουν οι άνθρωποι να ενεργήσουν έτσι ώστε να νιώσουν εσωτερικά αθάνατοι, όπως συμβαίνει πάντα με την τέχνη.
Η ίδια, πάντως, φαίνεται να σκέφτεται πως κάτι τέτοιο μπορεί να το καταφέρει, εκτός από την τέχνη, ο έρωτας, που είναι σε θέση να εκμηδενίζει αποστάσεις, π.χ. από την Ιαπωνία μέχρι την επαρχία του Ρήνου, καθώς ο δικός της αγαπημένος, ο Φρεντερίκ, είναι Γερμανός βουδιστής στην Ιαπωνία(!), άρα ο πλέον ακατάλληλος να μοιραστεί μαζί του τα μυστικά της όνειρα, κάτι που ωστόσο συμβαίνει ακριβώς επειδή τα εμπόδια εξαφανίζονται όταν κυριαρχεί η φαντασία.
Τα γράμματα που του στέλνει, τα οποία, όπως σημειώνεται στην αφήγηση, είναι πιο εύκολα από τα τηλέφωνα, δίνουν την αφορμή στη συγγραφέα να ξεδιπλώσει τις εσωτερικές σκέψεις της σιωπηλής μέχρι τότε ως προς τις επιθυμίες της πρωταγωνίστριας και ταυτόχρονα να επιστρέψει σε μια ουσιαστική μορφή επικοινωνίας που δεν εξαντλείται στα φευγαλέα μηνύματα του υπολογιστή.
Άλλωστε, μεταξύ του καταιγισμού των πληροφοριών και μιας εποχής όπου η φευγαλέα ματιά αδυνατεί να αδράξει το ουσιαστικό και το μύχιο, η Λέκι εσκεμμένα επιλέγει να επιστρέψει στην κάπως άχαρη δεκαετία του ’80 και να μιλήσει για ένα απομακρυσμένο χωριό, όπου φαινομενικά δεν συμβαίνει τίποτα, εκτός από τα δραματικά γεγονότα, αλλά η παραμικρή λεπτομέρεια έχει σημασία.
Από τότε μάλιστα που η προφητεία της γιαγιάς Ζέλμα επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά με τον πλέον τραγικό για την πρωταγωνίστρια τρόπο, τα πάντα αποκαλύφθηκαν αλλιώς: ο άλλοτε αλκοολικός Παλμ με το δέρμα που μοιάζει πως κάποτε είχε φτερά και κάποιος το έχει ξεπουπουλιάσει φαντάζει στα μάτια της ήρεμος και τρυφερός, ο πατέρας της πιο οικείος ακόμα κι αν είναι μακριά, αφού γυρίζει ταξιδεύοντας όλο τον κόσμο, και η ανθοπώλισσα μητέρα της πιο αποφασιστική όταν επιλέγει να αφήσει τον πατέρα της και να ζήσει τον έρωτά της με τον ιδιοκτήτη ενός παγωτατζίδικου. Ακόμα και ο Οπτικός –δεν έχει ακριβές όνομα– φαίνεται πιο θαρραλέος όταν ομολογεί την οργή που τον έκανε να ακονίσει μια σκαλωσιά για να σκοτώσει έναν άνθρωπο.
Στο μικρό αλλά και τόσο μεγάλο κόσμο της Λουίζε κανείς δεν είναι τέλειος, όλοι ζουν με τα όνειρά τους που βγήκαν πλάνες και με τις δικές τους οφθαλμαπάτες, αλλά αυτή ακριβώς είναι η μαγεία της ανθρώπινης φύσης, η αποκάλυψη της θνητότητας και των άπειρων τρόπων έκφρασής της που δίνει την αφορμή να μπορεί να την ερμηνεύσει κανείς αλλιώς.
«Κοιτώντας το σκοτάδι που βλέπουν οι τυφλοί», έλεγε ο Σαίξπηρ και η Λέκι το αντιστρέφει, επιμένοντας πως σπουδαίο είναι ό,τι παρατηρεί με τη μεταμορφωτική του δύναμη το βλέμμα που προηγείται του λόγου. Γιατί όπως γράφει και η ίδια: «Οι αποσιωπημένες αλήθειες περιέχουν περισσότερη αλήθεια από όλες τις άλλες, έτσι πίστευαν όλοι: επειδή ανέγγιχτες και αφανέρωτες είναι καταδικασμένες σε ακινησία, και ακίνητες με τα χρόνια αβγατίζουν και παχαίνουν. Και στη δύναμη της τελευταίας στιγμής δεν πίστευαν μόνο αυτοί που κουβαλούσαν μέσα τους αποσιωπημένες κι εύσωμες αλήθειες, αλλά και οι ίδιες αυτές οι αλήθειες αυτοπροσώπως – πίστευαν επίσης στη δύναμη της τελευταίας στιγμής». Τα πάντα είναι εν ολίγοις δυνατά, αρκεί να τα δεις και να τα ζήσεις.
Γι’ αυτό ακριβώς το κεντρικό νόημα του βιβλίου θα μπορούσε να είναι ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος όσο η αρχή της δράσης, εξού και η αφήγηση ξεκινά με ένα τέτοιο γεγονός, όσο τραγικά και απροειδοποίητα και αν ενσκήπτει στη ζωή των ανθρώπων, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την αγάπη που «πέφτει πάνω σου εκεί που δεν τη περιμένεις (...), σου χτυπάει την πόρτα και μπαίνει μέσα, και κολλάει τα κατασχετήριά της σ’ όλα όσα έχεις και λέει “τίποτε απ’ όλα αυτά δεν σου ανήκει πια”».
Αυτές τις απρόσμενες εναλλαγές του βίου με τις καταλυτικές επιδράσεις που ασκούν στην εσωτερική ζωή των ανθρώπων προσπαθεί να καταγράψει η γεννημένη στην Κολονία σαρανταοκτάχρονη Μαριάννα Λέκι που ανήκει σε μια νέα γενιά Γερμανών συγγραφέων, των αντιπροσωπευτικότερων εκπροσώπων της επόμενης γενιάς από τη λεγόμενη Γενιά των Ερειπίων – αυτής της γενιάς είναι και ο σπουδαίος, επίσης νέος συγγραφέας Φρίντριχ Άνι, του οποίου τα βιβλία κυκλοφορούν επίσης από τον Gutenberg.
Χαρακτηριστικό τους στοιχείο ο μαγικός ρεαλισμός, η μεταφορά και η έντονα ποιητική πρόζα που φαίνεται να έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό που σπεύδει να επιβραβεύσει την αφοσίωσή τους στη λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίο ότι το «Όνειρο της Ζέλμα», που είναι το πέμπτο της πολυβραβευμένης μέχρι στιγμής Λέκι, αναδείχθηκε στο αγαπημένο βιβλίο της χρονιάς των Γερμανών βιβλιοπωλών, έγινε μπεστ σέλερ και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες.
Σημειωτέον πως η αλλαγή του τίτλου στην ελληνική μετάφραση από «Τι μπορείς να δεις από εδώ», που ήταν ο πρωτότυπος γερμανικός, στο «Όνειρο της Ζέλμα» έτυχε της σύμφωνης γνώμης της συγγραφέως.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.