Η γκαλερί ΜΚ στο Milton Keynes παρουσιάζει την έκθεση με τίτλο «Ανθολογία» που είναι η πρώτη μεγάλης κλίμακας βρετανική έκθεση έργων της μυστηριώδους φωτογράφου του δρόμου Βίβιαν Μάιερ, και θέτει το ερώτημα: «Ποια ήταν αυτή η γυναίκα και ήξερε πόσο καλή ήταν;».
Η Μάγιερ ήταν άγνωστη ως καλλιτέχνις κατά τη διάρκεια της ζωής της. Πολύ παραγωγική, με «μάτι» ιδιαίτερο και πολύ προσωπική συμπεριφορά, άφησε περισσότερες από 150.000 φωτογραφίες, μερικές εκτυπωμένες από την ίδια, πολλές επεξεργασμένες ως αρνητικά και ακόμα περισσότερες ακόμα αναξιοποίητες και αφημένες στα κουτιά τους. Γέμισε κουτιά, βαλίτσες και μπαούλα, που συντηρήθηκαν προσεκτικά και φιλοξενήθηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους μέχρι που τελείωσαν τα χρήματα συντήρησης και βγήκαν σε δημοπρασία.
Τελικά, τα κουτιά με τις φωτογραφίες, εντελώς συμπτωματικά, άρχισαν να έρχονται στο φως όταν η Μάιερ, στα τέλη της ζωής της, ήταν σχεδόν άπορη και ψυχικά ασθενής, και είχε ξεχάσει τα πάντα, εκτός από τις οικογένειες που την είχαν προσλάβει ως νταντά στο Σικάγο, τη Νέα Υόρκη και τη Μινεάπολη. Τη θυμόντουσαν κάποιοι άνθρωποι ανάμεσα στους οποίους περιπλανιόταν με τη φωτογραφική της μηχανή και τα αστεία, παλιομοδίτικα ρούχα της στους δρόμους των πόλεων όπου είχε περάσει την ιδιότυπη διπλή ζωή της ως νταντά παιδιών και ψυχαναγκαστική φωτογράφος.
Σε μια εποχή που το αμερικανικό όνειρο κατέρρεε, η Μάιερ ήταν σε εγρήγορση για τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις του έθνους. Ήταν μια ειλικρινής φεμινίστρια και ενθάρρυνε την ανεξαρτησία του πνεύματος ακόμη και σε περιστασιακούς γνωστούς, από τους οποίους έπαιρνε αυτοσχέδιες ηχητικές συνεντεύξεις.
Κάποια στιγμή η Μάιερ αποκάλεσε τον εαυτό της κατάσκοπο, και όπως κάθε καλός κατάσκοπος άλλαζε συχνά την ορθογραφία του ονόματός της και έλεγε για τον εαυτό της διαφορετικές ιστορίες, ανάλογα με το ποιος τη ρωτούσε. Κρυβόταν στα δωμάτια που της είχαν παραχωρήσει οι οικογένειες για τις οποίες εργαζόταν. Έβαζε στιβαρές κλειδαριές στις πόρτες της και γέμιζε αυτά τα διαμερίσματα και τα πατάρια με τα κουτιά της και τους πύργους των εφημερίδων που μάζευε και δεν πετούσε ποτέ. Οι εργοδότες της την ανέχονταν μέχρι που δεν μπορούσαν άλλο, και καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, τα πράγματα συχνά δυσκόλευαν, οπότε η Μάγιερ μετακόμιζε.
Τα παιδιά που κρατούσε της έδιναν επίσης κάτι σαν άλλοθι όταν τα έβγαζε στους δρόμους σε αυτό που αποκαλούσε «σαφάρι σκοποβολής». Μπορεί να έπαιρνε τα παιδιά μαζί της σε αυτές τις περιπέτειες κατά τις δεκαετίες του 1950, του '60 και του '70, αλλά δεν ήταν η Μαίρη Πόπινς. Τα οδηγούσε στις μάντρες του Σικάγο και στα φτωχότερα μέρη της πόλης, στις πολυκατοικίες των γκέτο και στα καμένα οικόπεδα, αναζητώντας πράγματα για να φωτογραφίσει, παρέχοντας μια «εναλλακτική εκπαίδευση» σε αυτά τα προνομιούχα παιδιά που μέχρι τότε μόλις και μετά βίας ήξεραν τι είναι φτώχεια.
Σε μια εποχή που το αμερικανικό όνειρο κατέρρεε, η Μάιερ ήταν σε εγρήγορση για τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις του έθνους. Ήταν μια ειλικρινής φεμινίστρια και ενθάρρυνε την ανεξαρτησία του πνεύματος ακόμη και σε περιστασιακούς γνωστούς, από τους οποίους έπαιρνε αυτοσχέδιες ηχητικές συνεντεύξεις. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και οι φιλίες της ήταν λίγες. Δεν έχουμε ιδέα τι πίστευε για τους άλλους φωτογράφους, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι φωτογράφισε μια οικογένεια να κοιτάζει πίνακες στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο. Δεν είναι ο Robert Frank ή η Helen Levitt, η Diane Arbus ή ο William Eggleston, ή ο Weegee ή ο Enrique Metinides, αν και κατά καιρούς η δουλειά της θυμίζει αυτούς τους άλλους φωτογράφους –είτε λόγω του θέματος είτε λόγω του καδραρίσματός της είτε λόγω της χρήσης του χρώματος–, αλλά όσο κι αν τη σκεφτόμαστε υπό το πρίσμα των έργων αυτών των πιο γνωστών φωτογράφων, είναι πάντα ο εαυτός της. Το πόσο καλά τους γνώριζε, είτε από επισκέψεις σε εκθέσεις είτε από κριτικές εφημερίδων για τα έργα τους, είναι άγνωστο.
Όπως και η ίδια, η τέχνη της μοιάζει να ήρθε από το πουθενά, και πάνω από μια δεκαετία μετά τον θάνατό της το 2009 εξακολουθεί να είναι κάτι σαν αίνιγμα, παρόλο που έχουν γραφτεί βιβλία γι' αυτήν και μια ταινία για τη ζωή της προβάλλεται στο Amazon Prime. Οποιαδήποτε έκθεση για τη Mάιερ πρέπει να αναρωτηθεί ποια ήταν αυτή η γυναίκα, και πρέπει επίσης να αναρωτηθεί πόσο καλή ήταν ως φωτογράφος, πόσο γνώστης ή αθώα, πόσο στοχευμένη ήταν η τέχνη της; Με περισσότερες από 140 ασπρόμαυρες και έγχρωμες εικόνες, καθώς και αρκετές ταινίες και ηχογραφήσεις, η πρώτη μεγάλης κλίμακας έκθεση του έργου της στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην γκαλερί MK στο Milton Keynes, είναι μια απόλαυση.
Δύο άντρες σκύβουν πάνω από ένα τυλιγμένο λάστιχο στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Ο ένας απλώνει το χέρι του, σαν να ετοιμάζεται να αγγίξει διστακτικά ένα τυλιγμένο φίδι. Μια καμένη πολυθρόνα είναι στον δρόμο και μια ρεαλιστική ανθρώπινη κούκλα κάθεται, σαν εγκαταλελειμμένο μωρό, στον πάτο ενός κάδου σκουπιδιών. Ο εφημεριδοπώλης κοιμάται στο περίπτερό του, περιτριγυρισμένος από κραυγαλέους τίτλους και τον τίτλο του περιοδικού «Life» που επαναλαμβάνεται κάτω από τον αγκώνα που τον στηρίζει. Κοιμάται μέσα σε όλα αυτά. Ένας νεαρός μαύρος ιππεύει ένα άλογο χωρίς σέλα κάτω από τον υπερυψωμένο σιδηρόδρομο στη Νέα Υόρκη το 1953.
Ποιος δεν θα σταματούσε να τον κοιτάξει; Υπέρκομψες κυρίες με πέπλα, ένας άντρας με πούρο που μπορεί να χαμογελάει για το γεύμα που έφαγε, ο Kirk Douglas που παρακολουθεί την πρεμιέρα του Σπάρτακου και ο Donald Koehler, ο ψηλότερος άνθρωπος στον κόσμο, που σταματά, σκύβει και διαβάζει το μενού στο παράθυρο ενός εστιατορίου. Ένας ντυμένος άνδρας κοιμάται σε μια άδεια παραλία του Λονγκ Άιλαντ, παιδιά παίζουν σε ένα σοκάκι, δύο χέρια αγγίζουν τρυφερά, ένας άστεγος μοιάζει ηττημένος. Είναι όλα εδώ.
Η Μάιερ περιγράφεται ως φωτογράφος δρόμου. Μερικές φορές φωτογραφίζει όχι τη ζωή στον δρόμο, αλλά τον ίδιο τον δρόμο, από τις πινακίδες στην άσφαλτο μέχρι την αδιαβροχοποίηση της ασφάλτου στις στέγες, το νέον στις λακκούβες, τα πρωτοσέλιδα και τα κόμικ που στοιβάζονται για να πουληθούν.
Μετακινούμενη μεταξύ Σικάγο και Νέας Υόρκης, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως το 1986, όταν προφανώς σταμάτησε να φωτογραφίζει, η Μάιερ όχι μόνο κατέγραφε ό,τι έβρισκε μπροστά της, αλλά και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ φωτογράφου και θέματος. Συχνά έβαζε τον εαυτό της στο κάδρο. Μερικές φορές είναι μια σκιά σε έναν τοίχο ή σε ένα γκαζόν. Η αντανάκλασή της εντοπίζεται στον καθρέφτη ενός αυτοκινήτου, στο παράθυρο μιας πόρτας αυτοκινήτου και στο γυαλιστερό του χρώμα. Είναι φάντασμα σε βιτρίνες καταστημάτων και παρμπρίζ. Η φευγαλέα εικόνα της, καθώς και η σκιά της, εμφανίζονται και επανεμφανίζονται σε όλη την έκθεση.
Η Μάγιερ κατέγραφε διαρκώς και επανειλημμένα το πέρασμά της από τον κόσμο, ακόμη και στα έκπληκτα και τα εχθρικά βλέμματα που της έριχναν μερικές φορές οι άνθρωποι που φωτογράφιζε. Περιστασιακά ζητούσε από αγνώστους να ποζάρουν και με την άχαρη μεταμφίεσή της και την ευθύβολη προσέγγισή της, με την τετράγωνου σχήματος Rolleiflex να κρέμεται στο ύψος της μέσης στα χέρια της, ακόμη και οι σκληροί τύποι έμοιαζαν να της δίνουν μια ευκαιρία. Η αλήθεια είναι ότι κανένας δε μπορεί να καταλάβει αν η ματιά της στο κόσμο είναι συμπονετική, το βέβαιο είναι πώς η ίδια δεν πτοήθηκε ποτέ.
Η έκθεση «Vivian Maier: Anthology» παρουσιάζεται στην γκαλερί MK, Milton Keynes, έως τις 25 Σεπτεμβρίου.