Ο ΚΑΚΟΣ ΧΑΜΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ στη βραδιά απονομής των Mad VMAs 2022 στο κλειστό του Tae Kwon Do (22/6) απασχολεί εδώ και μέρες ΜΜΕ και σόσιαλ μίντια, παίρνοντας ευρύτερες διαστάσεις από αυτές που θα αναλογούσαν σε έναν «καγκουροκαβγά» μεταξύ δύο εγχώριων σταρ της τραπ και των μπράβων τους, που ακόμα κι αν δεν ήτανε στημένος, όπως ειπώθηκε, σίγουρα δεν χάλασε τη διοργάνωση, τις δισκογραφικές και τον «κύκλο» των δύο ερμηνευτών, SNIK και Light, ό,τι κι αν δήλωσαν μετά.
Και πώς αλλιώς αφού μέχρι τα γερόντια σε κάτι ξεχασμένα χωριά τούς μάθανε πια κι αυτούς και τα βραβεία.
Δεν θα σταθώ στα αίσχη που έγιναν μπροστά σε χιλιάδες θεατές, νεαρής έως πάρα πολύ νεαρής ηλικίας οι περισσότεροι-ες, τις βρισιές και τα μπουνίδια που ανταλλάχθηκαν, τις επώνυμες καλλιτέχνιδες και παρουσιάστριες αλλά και όσον άλλο άμαχο πληθυσμό «πήρε η μπάλα», τις υποκριτικές συγγνώμες, τις καλοπροαίρετες μεν αλλά δασκαλίστικες, μπλαζέ παρεμβάσεις άλλων γνωστών καλλιτεχνών που στους δικούς τους χώρους όλα είναι τάχα άσπιλα και άμωμα, όλα αυτά είναι χιλιοειπωμένα.
Πάω κατευθείαν στο άλλο μεγάλο «διακύβευμα» που αφορά την αξία της τραπ γιατί κι εδώ γράφτηκαν σημεία και τέρατα, είτε υπέρ είτε κατά.
Εννοείται ότι δεν έγιναν όλοι όσοι άκουγαν ψυχεδελικό ροκ «ναρκομανείς», ούτε όσοι άκουγαν χέβι μέταλ σατανιστές, ενώ ποιος ξέρει, μπορεί το άσωτο τέκνο εκείνης της καψερής «μάνας ρέιβερ» να είναι σήμερα στέλεχος πολυεθνικής.
Να ξεκαθαρίσω καταρχήν ότι προσωπικά η μουσική αυτή –με ελάχιστες εξαιρέσεις– με αφήνει παγερά αδιάφορο, όπως και η εμμονική της στιχουργική μονοθεματικότητα με μια ανοικονόμητη ματσίλα, έναν κοκορίστικο teenage σεξισμό που πάει πακέτο με τον μισογυνισμό και την ομοφοβία, με τα εύκολα φράγκα, τα ντίλια, τα ντρόγκια, τα γκάνια και τα γκανγκς. Οι εξαιρέσεις στη μανιέρα απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, τουλάχιστον όσο αφορά την Ελλάδα.
Παρότι, άλλωστε, προήλθε από το κοινωνικό περιθώριο, σήμερα πια η τραπ είναι με διαφορά το δημοφιλέστερο και εμπορικότερο μουσικό είδος παγκόσμια και σε μεγάλο βαθμό δεν παράγεται πια από φτωχούς και καταφρονεμένους, ούτε βέβαια απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτούς.
Ακούω ήδη το «ok, boomer» και τονίζω πως δεν παριστάνω τον μουσικοκριτικό, ούτε φιλοδοξώ να υπαγορεύσω τι «πρέπει» να ακούνε παιδιά που θα μπορούσαν να είναι εγγόνια μου. Στίχοι που ξενίζουν ή και εξοργίζουν συνομηλίκους μου γι’ αυτά είναι αριστουργήματα, «ατόφια ποίηση» (βρίσκεις πολλά ανάλογα σχόλια κάτω από τραπ κομμάτια στο YouTube).
Ισχύει έπειτα απόλυτα ότι κάθε νεολαιίστικη μουσική υποκουλτούρα, από το ροκ, το πανκ και το χιπ χοπ (που μαζί με το ραπ θεωρούνται «μήτρα» της τραπ και που χωρίς το πολιτικοποιημένο κομμάτι τους θα αντιμετωπίζονταν το ίδιο απαξιωτικά) μέχρι την ηλεκτρονική μουσική σκηνή, είχε μια επιφυλακτική έως εχθρική αντιμετώπιση από τους μεγαλύτερους, όπως άλλωστε ισχύει ότι καμία τους δεν υπήρξε πάντοτε υπόδειγμα καθωσπρεπισμού, αστικής ευπρέπειας, πολιτικής ορθότητας, νομιμοφροσύνης, έμφυλων ευαισθησιών κ.λπ., αλλιώς τι σόι υποκουλτούρα θα ήταν.
Και ναι, εννοείται ότι δεν έγιναν όλοι όσοι άκουγαν ψυχεδελικό ροκ «ναρκομανείς», ούτε όσοι άκουγαν χέβι μέταλ σατανιστές, ενώ ποιος ξέρει, μπορεί το άσωτο τέκνο εκείνης της καψερής «μάνας ρέιβερ» να είναι σήμερα στέλεχος πολυεθνικής.
Η κάθε μουσική σκηνή είχε κι έχει ωραίες και λιγότερο ωραίες πλευρές: μέχρι φόνοι έχουν γίνει σε ροκ συναυλίες, βλέπε Stones στο Άλταμοντ, ο δολοφονημένος ράπερ Τουπάκ Σαπούρ έγινε ντοκιμαντέρ στο Netflix, ακόμα και στην όπερα πλακωνόντουσαν παλιά οι οπαδοί «αντίπαλων» συνθετών, ονομαστοί ρεμπέτες έχουν βγάλει μαχαίρια στα καθ’ ημάς και πάει λέγοντας.
Κι εδώ λαθεύουν, φοβάμαι, όσοι σπεύδουν να υπερασπιστούν την τραπ σκηνή ακόμα και στα χειρότερά της επειδή «αυτά θέλει η νεολαία» κι έτσι φαινόμαστε και οι ίδιοι προοδευτικοί, επειδή πολλοί τράπερς έχουν μεταναστευτική καταγωγή (στην Αμερική αντίστοιχα είναι συνήθως μαύροι ή λατίνοι) και άρα δεν αγγίζουμε, παρότι κι αυτό διάκριση είναι από την ανάποδη, επειδή μεγαλώσαμε πιστεύοντας πως ό,τι νέο είναι ντε φάκτο προοδευτικό, προχωρημένο και υπεράνω κριτικής, μια αντίληψη που δεν απηχεί πάντα την πραγματικότητα, τουλάχιστον όχι όλη.
Σε παλιότερες γενιές, ανάλογες υποκουλτούρες ήταν κατά κανόνα προσβάσιμες από μια ηλικία και πάνω, όταν διέθετες ήδη μια στοιχειώδη κριτική ικανότητα. Έπρεπε έπειτα να την ψάξεις και λίγο για να «μυηθείς» σε αυτές, ούτε Ίντερνετ, PC, τάμπλετ, smartphones, YouTube, Spotify, σόσιαλ μίντια εν γένει υπήρχαν, ούτε παίζανε Sex Pistols π.χ. μέχρι σε παιδικά πάρτι. Οι περισσότεροι ζήτημα να καταλαβαίναμε τους μισούς στίχους (κυριαρχούσαν τα αγγλικά, που γενικά ως έφηβοι σκαμπάζαμε πολύ λιγότερο από τους τωρινούς), βρίσκονταν συνήθως έπειτα έστω κατ’ επίφαση απέναντι στο κατεστημένο, δεν το σιγόνταραν, δεν το υπερθεμάτιζαν ούτε στη μέινστριμ εκδοχή τους.
Αντίθετα, εκείνο που χαρακτηρίζει την τραπ, η οποία απέκτησε πρωτοφανή μαζικότητα σε πολύ σύντομο διάστημα, είναι ότι όχι απλώς δεν θέλει να αλλάξει τον κόσμο, τον θέλει όσο γίνεται χειρότερο και το καμαρώνει.
Αντανάκλαση της κοινωνίας όπου ζούμε, βιώματα μη προνομιούχων, θα πουν κάποιοι. Σύμφωνοι, και προτού κατηγορήσει κανείς τον τάδε πιτσιρικά που καμώνεται τον ντεσπεράντο, ας αναλογιστεί τι ερεθίσματα, τι ευκαιρίες του δόθηκαν να τη δει αλλιώς, πόσες άλλες επιλογές στ’ αλήθεια έχει στη χώρα αυτή, ειδικά αν δεν κατέχει το σωστό χρώμα ή τη σωστή εθνική καταγωγή. Και πράγματι, μπορεί ορισμένοι μεγαλώνοντας λίγο να κάνουν άλλα, πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα.
Σε εποχές, ωστόσο, που τόσος αγώνας γίνεται για την εξάλειψη του μπούλινγκ, τη σημασία της ερωτικής συναίνεσης, την έμφυλη ισότητα και αξιοπρέπεια, τα γυναικεία και τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, για μια ριζική αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος κοντολογίς, η θεματολογία την οποία υπηρετούν είναι μαύρη αντίδραση, τελεία. Ακυρώνει κάθε προσπάθεια να εξαλειφθούν από τη δημόσια σφαίρα κακοποιητικοί λόγοι και συμπεριφορές.
Έπειτα, ναι, σίγουρα υπάρχει η ευθύνη της κοινωνίας των αποκλεισμών και των διακρίσεων, υπάρχει όμως και η ατομική, τι στροφές παίρνεις από ένα σημείο και μετά εσύ ο ίδιος, πώς διαχειρίζεσαι το ότι σε ακολουθούν τόσα ανήλικα, τι σκουπίδια τους σερβίρεις. Και μια «μαρίδα» που παπαγαλίζει στίχους που απαξιώνουν τη θηλυκότητα κι απενοχοποιούν τον βιασμό π.χ. θα είναι πολύ δεκτικότερη σε μια γενικευμένη απαγόρευση των αμβλώσεων σαν αυτή που πυροδότησε το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Φυσικά, η λύση δεν είναι να απαγορεύσουμε ή να λογοκρίνουμε την τραπ ή οποιοδήποτε άλλο μουσικό είδος. Έχει σημασία όμως να ανοίξει ένας διάλογος με καλλιτέχνες, παραγωγούς και fans, να στηριχτούν και να αναδειχτούν οι προβληματισμένες και όχι οι προβληματικές πτυχές της, να υπάρξει ένα ελκυστικό αντιπαράδειγμα, να τεθεί και η ίδια η μουσική βιομηχανία προ των ευθυνών της. Και μαζί βέβαια όλοι εμείς γιατί η κοινωνία που φτιάξαμε δεν ήρθε από το πουθενά, εικόνα μας είναι και μας μοιάζει.