Ενώ είχαν προχωρήσει τα γυρίσματα αυτής της σειράς επτά επεισοδίων, που έκανε τελικά πρεμιέρα πριν από μερικές μέρες, ο πρωταγωνιστής της –ο αγαπητός τοις πάσι Τζεφ Μπρίτζες– διαγνώστηκε με λέμφωμα και η παραγωγή διακόπηκε αφού έπρεπε να ξεκινήσει άμεσα χημειοθεραπείες. Σα να μην έφτανε αυτό, κατά τη διαδικασία ασθένησε και με κορωνοϊό οξείας μορφής που, όπως θα έλεγε αργότερα, έκανε τον καρκίνο να μοιάζει με παιχνιδάκι.
Τα δισεκατομμύρια όμως των ευχών που δέχθηκε για ταχεία και πλήρη ανάρρωση έπαιξαν κι αυτά ίσως τον ρόλο τους και εν τέλει όλα καλά. Ο αγαπημένος όλων ηθοποιός είναι και πάλι μαζί μας, γερός, δυνατός και ακμαίος στα 72 του, ειδικά αν κρίνουμε από τη φυσική κατάσταση που επιδεικνύει (μαζί βεβαίως με το σπουδαίο υποκριτικό του χάρισμα, ωριμασμένο πλέον στην εντέλεια) στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Γέρου» (The Old Man), αυτής της στιβαρής δραματικής κατασκοπικής περιπέτειας που βασίστηκε στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του συγγραφέα Thomas Perry.
Ο «γέρος» μπορεί να σέρνει τα βήματα του νωχελικά σαν τον Λεμπόφσκι, όπως όμως έχουμε συνειδητοποιήσει εδώ και δεκαετίες, ο Τζεφ Μπρίτζες ήταν εκτός των άλλων και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ των καιρών μας.
Στην αρχή βέβαια δεν φαίνεται και τόσο κραταιός καθώς τον παρακολουθούμε να ζει μόνος του με δύο (εκπληκτικά όπως θα αποδειχτούν στη συνέχεια) Ροτβάιλερ, να υποφέρει από αυπνία και συχνοουρία τις νύχτες (όπως όλοι οι «γέροι») και μετά να βλέπει φριχτούς εφιάλτες με κεντρικό πρόσωπο τη γυναίκα του, που έχασε πριν από πέντε χρόνια μετά από μακρά και αφόρητα οδυνηρή πάλη με τη νόσο Χάντινγκτον.
Σύντομα όμως αποδεικνύεται ότι δεν πρόκειται για έναν οποιοδήποτε μοναχικό άντρα που βαδίζει ήδη με ασταθή βήματα στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, αλλά με κάποιον που έχει μυστηριώδες και περιπετειώδες παρελθόν, με αποκορύφωμα εκείνη την περίοδο της ζωής του πριν από σαράντα χρόνια που είχε βρεθεί στο Αφγανιστάν και είχε συνδεθεί με έναν τοπικό πολέμαρχο που αγωνιζόταν τότε κατά των Σοβιετικών.
Ήρωας ή αντιήρωας; Θα δείξει, καθότι η ιστορία ξετυλίγεται αργά (και με περιοδικά φλασμπάκ στα γεγονότα που τον έκαναν να χαθεί από προσώπου γης) και μοιάζει να πηγαίνει σχετικά μακριά η βαλίτσα με τις ανατροπές της πλοκής.
Μικρή σημασία έχει όμως. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για σόλο ρεσιτάλ του Τζεφ Μπρίτζες παρότι ως αντίπαλο δέος εμφανίζεται στη σειρά ένας άλλος μέγας ηθοποιός, ο Τζον Λίθγκοου, ενώ στα πρώτα επεισόδια έντονη είναι και η παρουσία της Έιμι Μπρένεμαν στο ρόλο της Ζόι, μιας γυναίκας που απρόσμενα συναντά και συνδέεται μαζί της (ναι, ο «παππούς» βρίσκει και ρομαντικό / συντροφικό ταίρι) καθώς προσπαθεί να ξεφύγει από τους διώκτες του (τη CIA, αλλά όχι μόνο ίσως), η οποία του λέει αινιγματικά κάποια στιγμή: «Σε κάθε ιστορία υπάρχει ένας κακός – και συχνά ο ίδιος δεν συνειδητοποιεί ότι παίζει αυτόν τον ρόλο».
Η σειρά όμως, που λειτουργεί τόσο ως κατασκοπικό θρίλερ υψηλής δράσης όσο και ως δράμα φθινοπωρινών τόνων με γερά συναισθηματικά θεμέλια, ανήκει δικαιωματικά στον Τζεφ Μπρίτζες ο οποίος παραμένει αξιοθαύμαστα οργανικός, φυσικός, αυθεντικός, στωικός (συγχρόνως αποφασιστικός και ευάλωτος) και τον πιστεύεις απόλυτα και άνευ όρων – είτε μιλά στο τηλέφωνο με την κόρη του είτε μαγειρεύει αυγά και ακούει με κατανόηση τις λυπητερές ιστορίες της ζωής των άλλων (άσχετα αν διστάζει να αποκαλύψει τις δικές του) είτε εξουδετερώνει με φονική αποτελεσματικότητα εξαιρετικά εκπαιδευμένους και σωματώδεις δολοφόνους πολύ πιο νέους και ακμαίους από τον ίδιον.
Ο «γέρος» μπορεί να σέρνει τα βήματα του νωχελικά σαν τον Λεμπόφσκι, όπως όμως έχουμε συνειδητοποιήσει εδώ και δεκαετίες, ο Τζεφ Μπρίτζες ήταν εκτός των άλλων και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ των καιρών μας.