\ΟΤΑΝ ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν τόνισε, σε ένα ακόμα απειλητικό κρεσέντο του κατά της Ελλάδας, ότι οι Έλληνες δεν πρέπει να προκαλούν διότι θα πάθουν ό,τι και οι πρόγονοί τους πριν από εκατό χρόνια, όλοι θεώρησαν ότι αναφερόταν μόνο στη Μικρασιατική Καταστροφή. Άλλωστε, εκείνο που για εμάς θεωρείται καταστροφή, με την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και την αναγκαστική έξοδο του ελληνικού στοιχείου από την ασιατική Τουρκία ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια συνεχούς παρουσίας, για τους Τούρκους είναι ο πόλεμος της ανεξαρτησίας τους απέναντι στις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ανάμεσα στις οποίες κατατάσσουν και το ελληνικό κράτος.
Ωστόσο η ήττα αυτή που η ελληνική ιστοριογραφία έχει την τάση να βλέπει ξεκομμένη απ’ όσα είχαν προηγηθεί στην οθωμανική ιστορία τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες δεν ήταν ένα μεμονωμένο και ατυχές επεισόδιο για τον ελληνισμό της περιοχής ως αναγκαστική απόρροια του πολέμου.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, το σχέδιο πυρπόλησης της Σμύρνης και ο επακόλουθος βίαιος εκπατρισμός των Οθωμανών Ελλήνων ήταν το τελευταίο επεισόδιο σε ένα μακροχρόνιο και οργανωμένο από τις εκάστοτε οθωμανικές Αρχές σχέδιο αποχριστιανοποίησης της ασιατικής Τουρκίας, το οποίο διήρκεσε, με διαλείμματα και κυμαινόμενη ένταση, περίπου τρεις δεκαετίες, από το 1894 ως το 1924, οπότε και ανακηρύχθηκε πλέον εθνικό κράτος υπό τον Κεμάλ.
Το σχέδιο αυτό θα εφαρμοζόταν αρχικά από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ μετά το 1894 και για μια διετία στην πρώτη του φάση. Σκοπό είχε να αποδυναμώσει κατά πολύ την παρουσία των χριστιανών της αυτοκρατορίας, ιδίως των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσύριων, οι οποίοι αφενός θεωρούνταν ύποπτοι για υπονόμευση της κυριαρχίας της αυτοκρατορίας εξαιτίας της ενίσχυσης των εθνικιστικών ιδεών στους κόλπους τους, αφετέρου είχαν συγκεντρώσει σημαντική οικονομική και κοινωνική ισχύ χάρη στον έλεγχο του εμπορίου αλλά και την επένδυση των ελίτ τους στην εκπαίδευση, που σήμαινε και αυξημένη πολιτισμική επιρροή.
Ο σουλτάνος θα προλάβαινε για λίγο να εξοντώσει πολλές χιλιάδες Αρμένιους και Ασσύριους κυρίως, αλλά η παρέμβαση των σοκαρισμένων από τα έκτροπα Μεγάλων Δυνάμεων θα τον ανάγκαζε να σταματήσει τη σφαγή.
Οι μέθοδοι απαλλαγής από τον πληθυσμό αυτό περιλάμβαναν έναν συνδυασμό «εργαλείων»: από την εθνοκάθαρση και τις βίαιες εκτοπίσεις ή τον εξαναγκασμό των ταγμάτων εργασίας, όπως στην περίπτωση των Ποντίων, μέχρι γενοκτονικές μεθόδους.
Ωστόσο είχε ανοίξει τον δρόμο και είχε αναδείξει τις μεθόδους που έπρεπε να ακολουθηθούν. Και αυτές περιλάμβαναν βίαιες εκτοπίσεις αλλά και πρακτικές γενοκτονίας καθώς και μεθόδους εθνοκάθαρσης κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Έτσι, το ημιτελές έργο του θα αναλάμβαναν να το ολοκληρώσουν από το 1913 και μετά οι Νεότουρκοι, που στο μεταξύ είχαν κυριαρχήσει τόσο πολιτικά με την πανίσχυρη τριανδρία των Ενβέρ, Ταλάτ, Τζελάτ, όσο και ιδεολογικά με τις υπερεθνικιστικές τους ιδέες.
Όταν ο Κεμάλ θα ολοκλήρωνε το σχέδιο αποχριστιανοποίησης της Τουρκίας το 1924, οι χριστιανικοί πληθυσμοί, από 20% επί του συνόλου που ήταν προηγουμένως, θα βρίσκονταν σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 2,5%.
Για τους Νεότουρκους το ζήτημα ετίθετο επιτακτικά ως πρόβλημα κυβερνησιμότητας: με τόσες μειονοτικές ομάδες χριστιανών που βρίσκονταν διάσπαρτες κυρίως στην ασιατική Τουρκία, οι οποίες μάλιστα είχαν τάσεις ανεξαρτησίας και ήταν σε επαφή με τις Μεγάλες Δυνάμεις, η αυτοκρατορία κινδύνευε με διαμελισμό.
Έτσι, στη δική τους αντίληψη δεν υπήρχε άλλος τρόπος παρά η εφαρμογή μιας δημογραφικής πολιτικής προς αντιμετώπιση του προβλήματος, η οποία θα περιλάμβανε όλες τις δυνατές μεθόδους, χωρίς κανένα ταμπού. Από τις υποχρεωτικές και βίαιες εκτοπίσεις των χριστιανικών πληθυσμών σε διάφορες (αφιλόξενες) περιοχές της ενδοχώρας, έτσι ώστε πουθενά να μην αποτελούν πάνω από το 5%-10% σε τοπικό επίπεδο, μέχρι την εξαναγκαστική συμμετοχή σε τάγματα εργασίας υπό φρικτές συνθήκες που οδηγούσαν συχνότατα στη φυσική εξόντωση.
Αυτή η μέθοδος είχε το πλεονέκτημα ότι ακόμα και αν οι πληθυσμοί αυτοί επέστρεφαν ποτέ στις πατρογονικές τους εστίες, θα έβρισκαν τις περιουσίες τους καταπατημένες από τους μουσουλμάνους συντοπίτες τους.
Ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση των Αρμενίων, που θεωρούνταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους Νεότουρκους, η μέθοδος που θα εφαρμοζόταν από το 1915 και μετά ήταν η μαζική γενοκτονία μέχρι την πλήρη εξαφάνισή τους από την αυτοκρατορία. Καθώς οι Αρμένιοι δεν διέθεταν ανεξάρτητο εθνικό κράτος, όπως οι Οθωμανοί Έλληνες, για να μπορούν να διαφύγουν εκεί, η μοίρα τους ήταν προδικασμένη.
Υπεύθυνος για τις εντολές και τον κεντρικό συντονισμό της επιχείρησης εξόντωσης ήταν κυρίως ο Ταλάτ πασάς. Εν συνεχεία, οι εντολές έφθαναν στους τοπικούς αξιωματούχους που ήταν αρμόδιοι να τις εφαρμόσουν απαρεγκλίτως με τη συνδρομή όχι μόνο στρατιωτικών αλλά και απλών πολιτών, Κούρδων, Κιρκάσιων, Τσετσένων κ.λπ.
Αναφορικά με τους Έλληνες χριστιανούς, οι μέθοδοι απαλλαγής από τον πληθυσμό αυτό περιλάμβαναν έναν συνδυασμό «εργαλείων»: από την εθνοκάθαρση και τις βίαιες εκτοπίσεις ή τον εξαναγκασμό των ταγμάτων εργασίας, όπως στην περίπτωση των Ποντίων, μέχρι γενοκτονικές μεθόδους ιδίως μετά το 1919 που θα αποβιβαστεί ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη και θα αρχίσει να φουντώνει το κεμαλικό εθνικιστικό κίνημα, που παρεμπιπτόντως καθόλου δεν θα διαφοροποιηθεί ως προς το σχέδιο βίαιης αποχριστιανιοποίησης της ασιατικής Τουρκίας.
Οι Οθωμανοί Έλληνες είχαν το πλεονέκτημα να διαθέτουν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου μια «μητέρα πατρίδα» που μπορούσε να τους υποδεχτεί, οπότε και οι Νεότουρκοι προτιμούσαν να τους εξωθούν σε εκπατρισμό. Όμως αυτό δεν σήμαινε ότι δεν εφάρμοζαν και μεθόδους μαζικής εξόντωσής τους όταν έμοιαζαν προσφορότερες. Δεν είναι εύκολοι οι υπολογισμοί, αλλά μπορεί κανείς να προσδιορίσει τον αριθμό χριστιανών που εξοντώθηκαν ή εκπατρίστηκαν από την ασιατική Τουρκία αυτή την τριακονταετία κάπου ανάμεσα σε 2,5 και 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους.
Επειδή υπάρχει διεθνώς η τάση να θεωρούμε το Ολοκαύτωμα των Εβραίων (Σοά) από τους ναζί ως το απόλυτο πρότυπο γενοκτονίας (που παραμένει όντως κάτι πέραν κάθε σύγκρισης), δυσκολευόμαστε να περιγράψουμε ως γενοκτονικά οποιαδήποτε άλλα σχέδια μαζικής εξόντωσης μπορεί να εφαρμόζει ένα καθεστώς ενάντια σε μια μειονοτική ομάδα. Επιπλέον, ο όρος έχει περιοριστεί αυστηρά στο νομικό του περιεχόμενο, προκειμένου το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να μπορεί να αποδίδει κατηγορίες στους υπεύθυνους των γενοκτονιών.
Οι ιστορικοί ωστόσο, που δεν είμαστε δικαστές και δεν είναι δουλειά μας η απόδοση ευθυνών αλλά η κατανόηση των ιστορικών φαινομένων, μπορούμε να κάνουμε, όπου χρειάζεται, χρήση του όρου χωρίς άλλες προθέσεις πέραν της αντικειμενικής περιγραφής.
Μπορούμε συνεπώς να συμφωνήσουμε ότι το σχέδιο αποχριστιανοποίησης της Τουρκίας αυτή την τριακονταετία εξακολουθητικά από τον σουλτάνο, τους Νεότουρκους και τους κεμαλιστές ήταν ένα τεράστιας έκτασης οργανωμένο γενοκτονικό σχέδιο που προσδιόρισε καταλυτικά τη διαδικασία του μετασχηματισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε εθνικό κράτος.
Γνωρίζω ότι πολιτικά το ζήτημα είναι εξαιρετικά ευαίσθητο. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια μομφή που επιδιώκει να παρουσιάσει τον γειτονικό ως έναν βάρβαρο λαό. Αν θα στόχευε σε κάτι, είναι να υποχρεώσει τη σημερινή Τουρκία να αναλάβει τις ευθύνες της και να αναγνωρίσει επίσημα αυτό που συνέβη. Το ίδιο έπραξαν για τη Σοά, ιδίως μετά το 1968, οι Γερμανοί και αποδείχτηκε ομολογουμένως λυτρωτικό και απελευθερωτικό πρωτίστως για τους ίδιους, τις επόμενες γενιές, όπως και για τις διεθνείς τους σχέσεις.
Αντιθέτως, η Τουρκία, τόσο το επίσημο καθεστώς όσο και η ιστοριογραφία της, αρνείται εδώ και εκατό χρόνια να παραδεχτεί ότι το εθνικό της κράτος χτίστηκε πάνω στο αίμα της μαζικής εξόντωσης και του ξεριζωμού των θρησκευτικών της μειονοτήτων.
Προφανώς, η διαφορά της με τη μεταπολεμική Γερμανία είναι στο επίπεδο του εκδημοκρατισμού. Διότι μια ακηδεμόνευτη ιστοριογραφία που μπορεί να μελετήσει εντελώς ελεύθερα τόσο επώδυνα εθνικά ζητήματα έχει χώρο να αναπτυχθεί μόνο σε μια πραγματική δημοκρατία. Και όσο η γείτων δεν θα καταφέρνει να μετεξελιχθεί σε πλήρη δημοκρατία, τόσο δεν θα μπορεί να κοιτάξει κατάματα το παρελθόν της. Και αντιστρόφως, όσο δεν θα το αντιμετωπίζει με θάρρος, τόσο ημιδικτάτορες τύπου Ερντογάν θα μπορούν χωρίς αιδώ και αντιπολιτευτικές φωνές να αναπαράγουν εργαλειακά διάφορα αναθεωρητικά εθνικιστικά σχέδια εναντίον των γειτόνων τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.