ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ τριγμούς, σοκ ή εκπλήξεις η εξαιρετικά χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών στην Ελλάδα προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters (του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης) για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας. Μόνο το 27% του δείγματος δήλωσε πως εμπιστεύεται «τις περισσότερες φορές τις περισσότερες ειδήσεις».
Κι αλλού όμως, αν εξαιρέσει κανείς τις Φινλανδίες, τις Νορβηγίες και τις Ολλανδίες αυτού του κόσμου, φαίνεται να επικρατεί ένα αντίστοιχο μοτίβο κόπωσης και καχυποψίας, έστω και με όχι τόσο βαρύ –και όπως και να το κάνουμε, ενοχοποιητικό για το mainstream μιντιακό σύστημα της χώρας μας– ποσοστό.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, 4 στους 10 Αμερικανούς προσπαθούν να αποφεύγουν τις ειδήσεις γενικώς, καθώς, όπως δηλώνουν, τις θεωρούν μονότονες, αρνητικές, αποκαρδιωτικές, αφερέγγυες, πολωτικές, μεροληπτικές, εξαρτημένες από αθέμιτες πολιτικές ή επιχειρηματικές επιρροές.
Με αφορμή τα στοιχεία αυτά, η Αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Amanda Ripley έγραψε ένα σχετικό άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε πριν από μερικές μέρες στην Ουάσινγκτον Ποστ με τίτλο «Σταμάτησα να διαβάζω τις ειδήσεις. Είμαι εγώ το πρόβλημα – ή το προϊόν;» (I stopped reading the news. Is the problem me – or the product?).
Είμαστε «αναλογικά πλάσματα σ’ έναν ψηφιακό κόσμο» και δεν είμαστε εξοπλισμένοι να δεχόμαστε τόνους ειδήσεων που φέρνουν την καταστροφή, επιτείνουν τη σύγχυση και δεν αναζητούν καμία λύση.
Παρότι μια ζωή φανατική της ενημέρωσης (και λόγω ιδιότητας), έφτασε, όπως γράφει, μια μέρα που «μετά την πρωινή περιδιάβαση στα μέσα είχα ήδη εξαντληθεί και ακόμα δεν είχε αρχίσει η μέρα… Μέχρι και σε ψυχοθεραπεύτρια πήγα, η οποία μου είπε απλά να σταματήσω να καταναλώνω βουλιμικά την ειδησεογραφία. Μα αυτό έμοιαζε με αμάρτημα. Δεν είναι σημαντικό να είμαστε ενημερωμένοι;».
Πέρα, πάντως, από όλες τις παραπάνω αιτίες και άλλες, όπως το επιχειρηματικό μοντέλο που επικρατεί με τη δικτατορία του αλγόριθμου και την τυραννία των «κλικ» που απογειώνονται (υποτίθεται) στα δυσοίωνα και αρνητικά δημοσιεύματα, η ίδια καταλήγει ότι ένας σημαντικός παράγοντας της έντονης δυσανεξίας της –αυτής, μιας δημοσιογράφου!– στον καταιγισμό των ειδήσεων μπορεί να είναι καθαρά οργανικός.
Είμαστε «αναλογικά πλάσματα σ’ έναν ψηφιακό κόσμο» και δεν είμαστε εξοπλισμένοι να δεχόμαστε τόνους ειδήσεων που φέρνουν την καταστροφή, επιτείνουν τη σύγχυση και δεν αναζητούν καμία λύση.
Και πουθενά ίσως δεν είναι αυτό τόσο ορατό όσο στην αγρίως δυστοπική κάλυψη του καυτού και κρίσιμου ζητήματος της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του οργανισμού Media Matters for America που αναφέρεται στο άρθρο, ούτε στο ένα τρίτο των μυριάδων ενημερωτικών εκπομπών που έγιναν με θέμα το κλίμα μέσα στο 2021 στην Αμερική δεν συζητήθηκαν πιθανές λύσεις.
Δεν παραλείπει πάντως να σημειώσει η Αμάντα Ρίπλεϊ στο άρθρο της ότι δεν είναι χρήσιμο και δεν στέκει να βάζουμε στο ίδιο τσουβάλι όλα τα ειδησεογραφικά μέσα, καθώς αποτελούν μια αχανή συνομοταξία η οποία περιλαμβάνει «σκληρά εργαζόμενους ρεπόρτερ, αφοσιωμένους επιμελητές ύλης, εξαίρετους αρθρογράφους, όπως επίσης ξεδιάντροπους προπαγανδιστές, χρήσιμους ηλίθιους, διαπλεκόμενους "entrepreneurs"… Και πολλοί δημοσιογράφοι, νιώθοντας ίσως ματαιωμένοι από μια αίσθηση ανικανότητας που τους προκαλεί το σύγχρονο ειδησεογραφικό σύστημα, αντιδρούν σπασμωδικά υψώνοντας τη φωνή και τους τόνους. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να διώχνουν κι άλλον κόσμο μακριά από τις επικεφαλίδες των ειδήσεων».