Μπορεί ένας συνθέτης μιας άλλης εποχής να αντέξει στον χρόνο χωρίς ν’ αλλάξει ο ήχος του; Αρκεί η επανεκτέλεση ή χρειάζεται και η διασκευή των τραγουδιών του; Πιστή αναπαραγωγή ή ελεύθερη αναδημιουργία; Τέτοια ερωτήματα έρχεται να απαντήσει το «ΜΕΤΑ», σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο του Μάνου Λοΐζου.
Η αλήθεια είναι ότι ενώ μέχρι σήμερα ο Λοΐζος δεν έπαψε ποτέ ν’ ακούγεται, να παίζεται, να τραγουδιέται και να χορεύεται, έχει διασκευαστεί ελάχιστα. Πέρασαν πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που ο Κωνσταντίνος Βήτα έβαλε τον δικό του ήχο στο «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει». Ήταν μια απόλυτα επιτυχημένη διασκευή, που ακούστηκε πολύ, περισσότερο μάλιστα από τα «Transformations», την ολοκληρωμένη πρότασή του στο έργο του Χατζιδάκι.
Την περασμένη δεκαετία έγιναν δύο σημαντικές απόπειρες διασκευής του Λοΐζου, οι οποίες όμως δεν ηχογραφήθηκαν. Ήταν το πρόγραμμα «Σ’ ένα δωμάτιο με τον Μάνο Λοΐζο», που παρουσίασε σε μια σειρά συναυλιών ο Απόστολος Ρίζος, και η συμφωνική σουίτα «Loizos recomposed» του Αντώνη Σουσάμογλου, που παρουσιάστηκε το 2017 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και το 2018 στο Ηρώδειο, μαζί με μια επιλογή τραγουδιών του ερμηνευμένων από τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Γιώτα Νέγκα και τον Φοίβο Δεληβοριά, με τη συνοδεία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης.
Η αλήθεια είναι ότι ενώ μέχρι σήμερα ο Λοΐζος δεν έπαψε ποτέ ν’ ακούγεται, να παίζεται, να τραγουδιέται και να χορεύεται, έχει διασκευαστεί ελάχιστα. Πέρασαν πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που ο Κωνσταντίνος Βήτα έβαλε τον δικό του ήχο στο «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει». Ήταν μια απόλυτα επιτυχημένη διασκευή, που ακούστηκε πολύ
Στις 16 Σεπτεμβρίου, όμως, με αφορμή και τα 35α γενέθλια του Αθήνα 984, σε μια συναυλία με τίτλο «ΜΕΤΑ», θα ακούσουμε στην Τεχνόπολη τριάντα νέες διασκευές του Λοΐζου από μουσικούς κυρίως της indie σκηνής, ενώ την ίδια μέρα θα κυκλοφορήσει από τη MINOS και το ομώνυμο άλμπουμ σε cd και ψηφιακές πλατφόρμες.
Παρακάτω ακούμε σε αποκλειστικότητα αποσπάσματα δέκα τραγουδιών (μόνο το «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει» έχει κυκλοφορήσει ήδη) και διαβάζουμε τα σημειώματα που έγραψαν οι μουσικοί ειδικά για το lifo.gr.
«Δε θα ξαναγαπήσω»
Η συμμετοχή μου στον δίσκο αυτό ήταν αναπάντεχη! Το χρωστάω στη Μυρσίνη Λοΐζου, που από την πρώτη μας επαφή με έκανε να νιώσω τόσο τυχερή και ευγνώμων. Ο Μάνος Λοΐζος είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης, από τα παιδικά μου χρόνια. Μεγαλώνοντας και μελετώντας το έργο του ακόμη περισσότερο, συνειδητοποιώ πως οι μελωδίες του έχουν μια μοναδική εγγύτητα και ακουμπούν κατευθείαν στην καρδιά μου. Είναι σπουδαίο ένας καλλιτέχνης να έχει τέτοιου είδους επιρροή μετά από τόσα χρόνια. Και είναι ακόμη πιο σπουδαίο και συγκινητικό να έχουμε εμείς σήμερα την ευκαιρία να «αγγίζουμε» αυτά τα έργα, έχοντάς τα ως βάση για να αναδείξουμε τη δική μας, την προσωπική μας καλλιτεχνική ανησυχία. Η συγκεκριμένη διασκευή ανήκει στον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο και η επιλογή του τραγουδιού αυτού έγινε ξεκάθαρα για να πειραματιστώ και να δοκιμάσω κάτι που φαινομενικά είναι κόντρα σ’ εμένα. Ήθελα, επίσης, να κάνω ένα «δώρο» στον πατέρα μου, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι το πιο αγαπημένο του τραγούδι.
Την περίοδο που το ετοιμάζαμε είχα πέσει πάνω σε μια συνέντευξη του Στέλιου Καζαντζίδη και μου είχαν κάνει εντύπωση δύο φράσεις του με τρομερά ανθρώπινο κι ολοκληρωμένο περιεχόμενο. «Υπάρχουν πολλών ειδών αγάπες. Οι άνθρωποι αγαπάνε ο καθένας με τον τρόπο του». Ταίριαζαν πολύ με το νόημα του τραγουδιού και θέλησα να τις απομονώσω και να τις χρησιμοποιήσω σαν ένα γενικότερο μήνυμα που αφορά την αγάπη.
— Μυρτώ Βασιλείου
«Το λαϊκό το καφενείο»
Όπως όλοι οι μαθητές στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ο «Δρόμος» και το «Ακκορντεόν» ήταν, μαζί με τη «Συννεφούλα», τα πρώτα ελληνικά τραγούδια που έμαθα να τραγουδάω. Θυμάμαι επίσης ότι, όταν ήμουνα μικρός, τραγουδούσα με την αδερφή μου το ρεφρέν της «Τζαμάικας», εισάγοντας στη ζωή μου την ανύπαρκτη λέξη «δυσμενάκι», ως τη μικρή δυσμένεια, επικρατούσα συνήθως στα καπηλειά... Στην εφηβεία μου, λόγω της απορρόφησής μου από την ξένη δισκογραφία και της συνοδού αποστροφής μου προς σχεδόν οτιδήποτε ελληνόφωνο, η σχέση μου με το έργο του Λοΐζου ήταν από αποσπασματική έως ανύπαρκτη. Αργότερα, κάποιες αναδρομικές κριτικές με οδήγησαν στο «Για μια μέρα ζωής», που ήταν ο πρώτος δίσκος του που άκουσα. Από τότε παραμένει ένας από τους αγαπημένους μου, αν όχι ο αγαπημένος μου, ελληνικός δίσκος. Επέλεξα το «Λαϊκό το Καφενείο» λόγω της μπάλας από το ράδιο, που είναι ένα πολύ έντονο παιδικό μου βίωμα, της διακειμενικότητας με δικό μου τραγούδι και εν τέλει της ιδιαίτερης αγάπης μου γι' αυτό. Προφανώς, σε περιπτώσεις όπως του εν λόγω συνθέτη και των παραγωγών του σε εποχές ακμαίες και με τεράστιο εμπορικό εκτόπισμα για τη δισκογραφία, η αξία των πρωτότυπων ηχογραφημάτων, που άλλωστε φέρουν τη σφραγίδα του κλασικού, είναι διαχρονικά σταθερή και, κατ' επέκταση, ανυπέρβλητη.
— Π. Ε. Δημητριάδης / Τα Παιδιά της Παλαιότητας
«Magpie's call» («Ευδοκία»)
Η σχέση μου με το έργο του Λοΐζου δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από αυτή του ευρύτερου κοινού. Ο Λοΐζος είναι από τους συνθέτες που καταφέραν με το εύρος τους και τις συμπαγείς μελωδίες τους να περάσουν στο μουσικό μας «συλλογικό υποσυνείδητο». Η «Ευδοκία» είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές του μελωδίες, χτισμένη δωρικά πάνω σε τρεις μόνο νότες και ως εκ τούτου η απόπειρα να γράψω κάτι βασισμένο σε αυτές για συμφωνική ορχήστρα έγινε μια δημιουργικά απολαυστική διαδικασία. Η ιδέα για το κομμάτι μού ήρθε σε ένα υπέροχο πάρκο στη Μελβούρνη, γεμάτο από αυτά τα πουλιά με το περίεργο κελάηδισμα, που αργότερα έμαθα πως λέγονται «Magpies», κι έτσι εξηγείται ο τίτλος.
Η εμπνευσμένη μουσική είναι ένας χρονοταξιδιώτης που ζει αιώνια και περιπλανάται από εποχή σε εποχή, παρατηρώντας εμάς και το πώς την αντιλαμβανόμαστε. Ενδεχομένως ο ήχος να αλλάζει ανά καιρούς για να την αντιληφθούμε, αλλά η πραγματικά εμπνευσμένη μουσική και ο πυρήνας της θα μένουν άθικτοι. Κάτω από αυτό το πρίσμα σκέψης τολμήσαμε να πειράξουμε και το «Μερτικό» με τη Μυρτώ Βασιλείου, ένα τραγούδι εμβληματικό και χαρακτηρισμένο από τις μεγαλύτερες φωνές του παρελθόντος.
— Αλέξανδρος Λιβιτσάνος
«Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει»
Η σχέση μου με τον Λοΐζο είναι, νομίζω, σχέση ζωής, γιατί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ακούγονται τραγούδια του μέσα στο πατρικό μου. Η συνέπεια και η πίστη του στους κοινωνικούς αγώνες ήταν κάτι που πάντοτε μου κινούσε το ενδιαφέρον και μ’ έκανε να γυρνάω πάντα σ’ αυτόν. Το συγκεκριμένο τραγούδι το επέλεξα γιατί υπήρχαν σημάδια που μας ένωναν όλους όσους συμμετείχαμε σ’ αυτό το πρότζεκτ και αγαπάμε το έργο του. Τα σημάδια που το έφεραν αδιαπραγμάτευτα ως πρώτη επιλογή είναι το ότι ο Φώντας Λάδης, ο στιχουργός του, είναι από τη Σπάρτη όπως και ο Anser, καθώς και ο στίχος «Κι όταν θα σμίξουν οι καρδιές μας...». Κι αυτό, γιατί εμείς με το τραγούδι μας θέλουμε να ενώσουμε, επιτέλους, σε μια εποχή φοβερά διχαστική.
Ένας συνθέτης με το εκτόπισμα του Λοΐζου μπορεί να αντέξει στον χρόνο με οποιαδήποτε προϋπόθεση. Είτε διατηρώντας στο ακέραιο τον ήχο είτε με την αποδόμηση των αρχικών ηχητικών αναφορών. Αν δεν αρέσει σε κάποιον η διασκευή που κάναμε με τον Anser, δεν θα σταματήσει να ακούει το τραγούδι, απλά δεν θα το ακούει από εμάς. Mια νέα προσέγγιση το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να προσδώσει μια ακόμα οπτική του τραγουδιού, να προσθέσει κάτι, αν αξιολογείται θετικά, και σε καμία περίπτωση να αφαιρέσει κάτι από το ορίτζιναλ τραγούδι.
— Θοδωρής Μαυρογιώργης
Μουσικές του Λοΐζου άκουγα από τα εφηβικά μου χρόνια χωρίς όμως να μπορώ να πω πως γνώριζα πλήρως τη δισκογραφία του και το μέγεθος της μουσικής του ιστορίας. Μεγαλώνοντας, έδωσα περισσότερη προσοχή. Το συγκεκρινένο κομμάτι το επέλεξα γιατί διαβάζοντας τους στίχους του υπήρχαν διαφορετικές ερμηνείες που μπορούσε ο καθένας να δώσει. Γράφοντας τους επιπλέον στίχους, θέλησα να περάσω τη δική μου οπτική και το πώς εγώ αντιλαμβάνομαι τους αρχικούς στίχους του κομματιού, προσπαθώντας να το φέρω κοντά στις δικές μου σκέψεις και στα δικά μου βιώματα.
— Anser
«Πάνε να πεις»
Για μένα ο Λοΐζος είναι πολλά πρόσωπα. Μικρός τον φανταζόμουν σαν έναν φίλο του θείου μου, που παίζανε μαζί φυσαρμόνικα. Μια άλλη του μορφή ήταν ενός κυρίου με κιθάρα που μας έγραφε τραγούδια για τις σχολικές γιορτές και αγαπούσε τα παιδιά πιο πολύ από τους μεγάλους. Ο πιο ολοκληρωμένος Λοΐζος στο μυαλό μου κατέληξε να είναι ένας άνθρωπος που έγραφε ειλικρινή μουσική και κοινωνικοπολιτικά ήταν από την σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Το συγκεκριμένο τραγούδι το είχα σαν μακρινή ανάμνηση. Είχα χρόνια να το ακούσω, και πρόσφατα με ξανασυγκίνησε. Μουσικά είναι μακριά από αυτό που εγώ συνηθίζω να γράφω και γι’ αυτό το διάλεξα· να υπάρχει ο χώρος να πειραματιστώ με μια διαφορετική φόρμα, αποφεύγοντας την πεπατημένη μιας μιμητικής διασκευής.
Ένας συνθέτης μιας άλλης εποχής μπορεί να αντέξει στον χρόνο αν η μουσική του έχει τέτοια πυκνότητα. Πάντα υπάρχουν αυτοί που θέλουν να μην αλλάζει ο ήχος ενός παλαιότερου έργου, λόγω ανάμνησης και εξιδανίκευσης. Μα για να επιζήσει κάτι και να αγκαλιαστεί από νέες, «διαφορετικές» γενιές, είναι απαραίτητο να αλλάξει ο ήχος του ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς. Όλα αλλάζουν, γι’ αυτό και επιζούν. Ό,τι μένει προσκολλημένο μουσειακά, ξεχνιέται.
— Αλέξανδρος Μίαρης / Electric Litany
«Σε ψάχνω»
Τα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου αποτελούν παιδικές αναμνήσεις και για τους δυο μας. Έπαιζαν στο σπίτι, στο ραδιόφωνο και στο αυτοκίνητο. Καθώς και οι δύο έχουμε ως αναφορά τους ήχους της δεκαετίας του ‘80, το «Σε ψάχνω», στην εκτέλεση της Τσανακλίδου, αποτελεί κάτι γνώριμο και ταυτόχρονα διαχρονικό. Για εμάς ήταν μια πρόκληση να αποκωδικοποιήσουμε αυτή την εκτέλεση, μαζί με μια πρώιμη ηχογράφηση του Μάνου Λοΐζου που είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε. Στην ουσία, αφομοιώσαμε δημιουργικά αυτές τις πρώτες ηχογραφήσεις και γράψαμε ένα καινούριο κομμάτι, έχοντας ως βάση τους συγκλονιστικούς στίχους, τους οποίους ντύσαμε με νέες μελωδίες, σε μια νέα ενορχηστρωτική πρόταση.
Ο Μάνος Λοΐζος δημιούργησε έναν κατάλογο τραγουδιών και έναν τρόπο γραφής που πολλοί ήθελαν να αντιγράψουν και ελάχιστοι το καταφέρνουν μέχρι σήμερα. Οι «απλές» μελωδίες και ο τρόπος που περιγραφικά η μουσική συνοδεύει τους στίχους, είναι κάτι που ο ίδιος έκανε με μεγάλη μαεστρία, ενώ η μουσική, καθαρά ελληνική, που κάνει το έργο του διαχρονικό, αποτελεί σημείο αναφοράς για τους Έλληνες συνθέτες.
— ΝΤΕΪΒΙΝΤ & Matina Sous Peau
«Κι αν τα μάτια σου»
Μεγάλωσα στο Μόντρεαλ του Καναδά από γονείς μετανάστες και τα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου ήταν από τα βασικά ακούσματα στο σπίτι. Από πολύ νωρίς μου μετέδωσαν την αγάπη τους για εκείνον και για μια ολόκληρη εποχή που εξέφρασε μέσα από το έργο του. Με θυμάμαι στο δημοτικό να τραγουδάω τον «Δρόμο», το «Σ’ ακολουθώ», το «Όλα σε θυμίζουν». Όταν ακούω τα τραγούδια του, συγκινούμαι. Είναι για μένα η Ελλάδα, όπου κι αν βρίσκομαι.
Επέλεξα να διασκευάσω το «Κι αν τα μάτια σου» γιατί με γοητεύει τρομερά η απλότητά του και ο ερωτισμός του. Είναι ένα τραγούδι άμεσο αλλά και πολύ εσωτερικό. Επίσης συνδέομαι ιδιαίτερα με την εκτέλεση της σπουδαίας και αγαπημένης Δήμητρας Γαλάνη. Για τη διασκευή δούλεψα με τον Κύριο Κάπα, που τον εκτιμώ πολύ. Δοκιμάσαμε μια ρυθμική εκδοχή του τραγουδιού, διατηρώντας όμως το συναίσθημα.
Η μουσική του Μάνου Λοΐζου είναι διαχρονική, ο ήχος των τραγουδιών του είναι αθάνατος. Όταν τα τραγούδια έχουν τη δύναμη να αγγίξουν τόσο κόσμο, διαμορφώνουν ολόκληρες γενιές, γίνονται κομμάτι τους και κομμάτι της Ιστορίας. Και οι γενιές αυτές, με τη σειρά τους, μεταδίδουν τη σημασία των τραγουδιών στις επόμενες. Η μουσική αποκτά έναν ιερό συμβολισμό και δεν πεθαίνει ποτέ.
— Katerine Duska
«Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή»
Ο Μάνος Λοΐζος είναι από τους αγαπημένους συνθέτες της μητέρας μου. Από μικρή, θυμάμαι, μου έλεγε πόσο στεναχωρήθηκε όταν, το 1982, γυρνώντας από τις διακοπές της, άκουσε στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ότι ο Λοΐζος «έφυγε». Στο σπίτι, στο αμάξι, ακούγαμε συνέχεια τους δίσκους του. Στην εφηβεία μου με τη φίλη μου τη Ζαν είχαμε λιώσει το «Για μια μέρα ζωής». Μου το 'χε γράψει σε κασέτα και το έβαζα στο repeat.
Όταν μου ζητήθηκε να διασκευάσω κομμάτι του Λοΐζου, ενθουσιάστηκα και συγκινήθηκα. Ήταν ευκαιρία για μένα να δουλέψω με τον δικό μου τρόπο και να πω ένα δικό του τραγούδι όπως το έχω φανταστεί. Η ερμηνεία της Χαρούλας για μένα είναι μοναδική και η καλύτερη που θα μπορούσε να έχει γίνει στο έργο του. Σχεδόν ανατριχιαστική. Αποφάσισα χωρίς πολλή σκέψη να διασκευάσω το «Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή», το αγαπημένο μου από «Τα τραγούδια της Χαρούλας». Την ενορχήστρωση και τα φωνητικά τα έκανα εγώ, τις κιθάρες η Τζίνα και τα τύμπανα η Μαρία. Έχω μεγάλη αγωνία για το αποτέλεσμα και για το αν θα μπορεί να σταθεί έστω και λίγο δίπλα στην τεράστια ερμηνεία της Χαρούλας Αλεξίου.
Ο ήχος του Μάνου για μένα είναι διαχρονικός. Κάθε επαναπροσδιορισμός πάνω στο έργο του έχει ενδιαφέρον και νόημα. Τα τραγούδια του είναι ζωντανά και φωτίζουν με έναν μαγικό τρόπο όλη την ελληνική μουσική σκηνή που τον διαδέχθηκε.
— Μαριλένα Ορφανού - S.W.I.M.
«Η πιο όμορφη θάλασσα»
Όταν μου ζητήθηκε να συμμετέχω στο συγκεκριμένο project, η πρώτη μου κίνηση ήταν να ανανεώσω τη σχέση μου με τη δουλειά του Μάνου Λοΐζου, μιας και είναι από τους καλλιτέχνες που όλοι ξέρουμε, αλλά πολλοί της γενιάς μου δεν έχουμε εξερευνήσει τόσο πολύ. Όταν επιλέγω ποιο τραγούδι θα δουλέψω, ξεκινάω από την ανάγκη που έχω ως παραγωγός μουσικής να δοκιμάσω κάτι καινούργιο που δεν έχω κάνει πριν. Το κομμάτι που διάλεξα είναι «Η πιο όμορφη θάλασσα» και στόχος μου ήταν να παντρέψω τον κλασικό και γνώριμο ήχο του Λοΐζου με τον ηλεκτρονικό ambient ήχο που έχω συνηθίσει να γράφω. Οι επαναληπτικές λούπες στο κομμάτι λειτουργούν σαν κύματα και τα φωνητικά είναι ο κολυμβητής που προσπαθεί να τα εξερευνήσει.
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου γιορτάζεται το παλιό και το γνώριμο, δεν υπήρχε ποτέ κίνδυνος για έναν καλλιτέχνη να χάσει ο ήχος του δύναμη με τα χρόνια. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό είναι καλό γιατί δεν ξεχνάμε από πού ήρθαμε, αλλά σε άλλες λειτουργεί σαν τείχος, το οποίο κρατάει μακριά από τα αυτιά μας καινούριες ιδέες και τεχνοτροπίες. Ένα project σαν αυτό επιτρέπει στον ακροατή να ακούσει παλιές, γνώριμες ιδέες περασμένες από φίλτρα νέων καλλιτεχνών με μοντέρνο ήχο, προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο κάτι καινούριο, το οποίο δεν έχει σκοπό να αντικαταστήσει το παλιό αλλά να εξερευνήσει νέα μονοπάτια στον χώρο της μουσικής.
— Runes
«Ο δρόμος»
Τα καλά τραγούδια -ή τουλάχιστον τα σημαντικά για εμάς τραγούδια- διακρίνονται συχνά από την ανορθόδοξη ποιότητα του αγνώστου. Κατά βάθος, μας είναι άγνωστο το πώς κατάφεραν να τρυπώσουν και να στεριώσουν μέσα μας, κι όσο κι αν προσπαθούμε να επιχειρηματολογήσουμε και να εξηγήσουμε τη διαδρομή που υποθέτουμε πως ακολούθησαν προς τα αισθήματά μας, μοιάζει τις περισσότερες φορές ακατόρθωτο. Μια τέτοια περίπτωση είναι για μένα τα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου. Προσπαθώντας να επιλέξω ένα τραγούδι του για το αφιέρωμα, συνειδητοποίησα πως αυτό με το οποίο ένιωθα πιο κοντά ήταν αυτό που ανά τα χρόνια έχω ακούσει, τραγουδήσει, μουρμουρίσει, μελετήσει, μοιραστεί περισσότερο από πολλά άλλα. Όταν όμως ένα έργο έχει αντηχήσει μέσα μας τόσο δυνατά, τότε διανοίγεται ένας τόπος συνομιλίας με σχεδόν οτιδήποτε έχει βάλει το χεράκι του στη διάπλαση των μέσα μας τόπων συγκίνησης. Κάπως έτσι, ξανατραγουδώντας τον «Δρόμο» του Λοΐζου, έφτασα στον «Δρόμο» του Αργύρη Χιόνη, ενός αγαπημένου μου ποιητή και παραμυθά της γενιάς του ’70. Σκέφτηκα πως θα ήταν όμορφο να συμπεριλάβω τα λόγια του Χιόνη στη διασκευή, μιας και για μένα η συνάντηση είχε ήδη πραγματοποιηθεί - το μόνο που έλειπε ήταν να προσπαθήσω να την αποτυπώσω.
Σκέφτομαι ότι η απόδειξη πως τα σπουδαία τραγούδια αντέχουν απαράλλαχτα στον χρόνο είναι το γεγονός πως μας καλούν σε μια δημιουργία εκ νέου, μας καλούν στο καινούριο. Όχι γιατί τα ίδια αναλώθηκαν, αλλά γιατί διατηρούν ακόμη αυτή την πολύτιμη δύναμη.
— Sophie Lies
Εκτός από τους παραπάνω, στο «ΜΕΤΑ» συμμετέχουν και οι Amalia and the Architects, Aspra feat. Νίκη Κοπίτα, Blend Mishkin x George Kapis feat. Νεφέλη Φασούλη, Δραμαμίνη, Εβελίνα Μεγαλοκονόμου, Χριστίνα Μαξούρη, FL (Fanis Labrou), George Gaudy, Jef Maarawi, Joanna Drigo, Κατερίνα Πολέμη, Idra Kayne, Κος Κ, Μαρία Αλαμανή - Ναθαναηλίδου, Maroulita De Kol, Nalyssa Green, Ocean Hope, Πέτρος Κλαμπάνης & Μαρία Φαραντούρη, Sarah P., Vasco Brondi, Whereswilder και Yiotis, ενώ στη συναυλία στην Τεχνόπολη θα εμφανιστεί και η Δήμητρα Γαλάνη.