Με το που εφορμά στο πόντιουμ με αταλάντευτη αποφασιστικότητα, και στην επόμενη μακρά σεκάνς δίνει μια βιογραφική συνέντευξη στον (πραγματικό) δημοσιογράφο του New Yorker Άνταμ Γκρόπνικ, με περίσσεια αυτοπεποίθηση και timing που συνειδητά φλερτάρει με την ποπ κουλτούρα, χωρίς ούτε λεπτό να προδίδει την πλούσια κλασική της παιδεία, αναρωτήθηκα σιωπηλά και άβολα γιατί δεν γνωρίζω τίποτε για τη Λίντια Ταρ, την κεντρική ηρωίδα της ομώνυμης ταινίας, η οποία υποτίθεται πως έχει σαρώσει όλα τα βραβεία, δισκογραφείται εκτεταμένα στην Deutsche Grammophon και θεωρείται δικαίως η μεγαλύτερη εν ζωή γυναίκα μαέστρος – και όχι «μαέστρα», όπως χαριτολογεί πικρά.
Δεν την γνωρίζω, γιατί δεν υπάρχει: Η Κέιτ Μπλάνσετ με έπεισε ωστόσο, με το καλημέρα, πως το φανταστικό, βλοσυρό πρόσωπο που υποδύεται με ατσάλινο τσαγανό την ώρα που ο κόσμος γύρω και μέσα της γκρεμίζεται, στο μικρό χρονικό διάστημα που περιγράφεται στο έργο, έχει σάρκα, οστά και ολύμπια ψυχραιμία εν μέσω σοβαρότατης κρίσης.
Όλα πηγαίνουν ρολόι στην αρχή, και σταδιακά ξεκουρδίζεται ένα σύμπαν που η Ταρ ελέγχει σε πείσμα της ανδροκρατίας και της συντήρησης στην ιστορική ορχήστρα των ονείρων της, σε ένα πόστο περίβλεπτο, με ένα status χωρίς προηγούμενο.
Καμία άλλη πλην της Great Cate (με C, γιατί η προηγούμενη ήταν η Χέμπορν, με K) δεν θα ήταν σε θέση να φέρει σε πέρας ένα ερμηνευτικό επίτευγμα τόσο πολύπλοκο, και την ίδια γνώμη μοιράζεται ο σκηνοθέτης Τοντ Φιλντ, που έγραψε το σενάριο με εκείνην αποκλειστικά στο μυαλό του.
Η Μπλάνσετ ανταποκρίνεται περίφημα, εντυπωσιακά και βαθιά, με ένα ρεπερτόριο που μοιάζει να ενσωματώνει ό,τι έχει κάνει μέχρι σήμερα, από το χαμαιλεοντισμό του Ντίλαν και την απελπισία της Τζάσμιν μέχρι τη φιλοδοξία της Κάθριν και τη χειριστικότητα της Κάρολ, στην πονηρή γενναιοδωρία της γυναίκας που με το ένα χέρι δαμάζει τον χρόνο του ήχου, σα να περπατά στο νερό, και με το άλλο δίνει νέο σχήμα σε οικεία, κουρασμένα αριστουργήματα.
Τα πρώτα σύννεφα διαφαίνονται όταν σε μια ακρόαση επίδοξων διευθυντών ορχήστρας ταπεινώνει έναν νεαρό που τολμά να αντιπαθεί τον Μπαχ. Εμμένοντας στον διαχωρισμό του καλλιτέχνη από την προσωπική του ζωή, αυτοπροσδιορίζεται ως «U-Haul lesbian» (όρος που αναφέρεται στη στερεοτυπική αντίληψη ότι οι λεσβίες δεσμεύονται εύκολα σε σχέσεις) για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να μην μπερδευτεί το κοινό ως προς τη σεξουαλική της προτίμηση, και αμέσως δίνει έμφαση στην ποικιλία συναισθημάτων που οφείλει να εγείρει η παρτιτούρα στον καθοδηγητή της ορχήστρας.
Σε μια άλλη από τις υπέροχες στιγμές πάνω στον ιερό της άμβωνα, σταματά ξανά και ξανά την ορχήστρα κατά τη διάρκεια πρόβας του αγαπημένου της Μάλερ, θεωρώντας πως οι μουσικοί δεν έχουν συλλάβει την ακαταστασία του, ίσως επειδή έχουν δει πολλές φορές τον «Θάνατο στη Βενετία»!
Είδωλο και μέντορας της Αμερικανίδας Λίντια δεν υπήρξε ποτέ ο Φον Κάραγιαν, αλλά ο Λέναρντ Μπερνστάιν, ο ιδιοφυής εκλαϊκευτής της κλασικής μουσικής στις μάζες μέσω των χαρισματικών τηλεοπτικών του εμφανίσεων, καθώς και της απενοχοποίησης του συναισθήματος στο σκουριασμένο ιδίωμα. Η Ταρ είναι ροκ σταρ σε ένα περιβάλλον διαδρομιστών και καταπιεσμένων γραφειοκρατών της επετηρίδας, μεθοδική και προσηλωμένη σε μια καριέρα εγωκεντρική και ρηξικέλευθη, που όμως έκανε λάθος: δεν φρόντισε όλες οι κρεμάστρες της ντουλάπας της να κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση, όπως τη συμβούλεψε έμμεσα αλλά δηλωτικά ο γηραιός προκάτοχός της, που τον άκουγε προσεκτικά στα τακτικά τους γεύματα.
Παρασυρμένη από τη δύναμη που απέκτησε με τις σωστές κινήσεις και το ταλέντο της, δεν διέκρινε τις ρωγμές στο αφήγημα που έχτισε. Η ψυχρή αδιαφορία που επέδειξε προς μια νεαρή πρώην ευνοούμενή της, σε συνδυασμό με το σκωτσέζικο ντους απέναντι στην επίσης επίδοξη μαέστρο βοηθό της (Νοεμί Μερλάν) ξεσκεπάζουν ένα μοτίβο που δεν συνάδει με τη θέση της, αν και συμφωνεί με τη φιλοσοφία της ψυχής που παθιάζεται και ολισθαίνει, σε μια σειρά από φάουλ και λάθη που σωρεύονται απειλητικά, πηγάζοντας κυρίως από την υπεροψία και την αίσθηση του αήττητου που έχει πιστέψει για τον εαυτό της – το εξασκεί ακόμη και σε ένα κοριτσάκι που πουλάει νταϊλίκι στην κόρη της, σε μια σκηνή που δεν απέχει πολύ από Χάνεκε.
Η εκμετάλλευση της εξουσίας που η Ταρ έχει αποκτήσει είναι ένα τυπικό #metoo παράδειγμα, ωστόσο η ταινία, όπως και τα «In the Bedroom» και «Little Chlidren», οι δυο προηγούμενες του Φιλντ, αφορά την επώδυνη παραδοχή ενός μεγάλου μυστικού και την κατάρρευση μιας καλά οχυρωμένης συνθήκης.
Εδώ, η κλίμακα είναι αναγκαστικά ευρύτερη, γιατί το προχωρημένο λεξιλόγιο και ο μεγαλοαστικός περίγυρος της ελίτ του Βερολίνου αυτόματα αυξάνουν τις απαιτήσεις και ψηλώνουν το δράμα, συνεπώς και το σκάνδαλο.
Η Μπλάνσετ ανταποκρίνεται περίφημα, εντυπωσιακά και βαθιά, με ένα ρεπερτόριο που μοιάζει να ενσωματώνει ό,τι έχει κάνει μέχρι σήμερα, από το χαμαιλεοντισμό του Ντίλαν και την απελπισία της Τζάσμιν μέχρι τη φιλοδοξία της Κάθριν και τη χειριστικότητα της Κάρολ, στην πονηρή γενναιοδωρία της γυναίκας που με το ένα χέρι δαμάζει τον χρόνο του ήχου, σα να περπατά στο νερό, και με το άλλο δίνει νέο σχήμα σε οικεία, κουρασμένα αριστουργήματα.
Αυτά ακούγονται υψιπετή και επιτηδευμένα, αλλά η Μπλάνσετ μεγαλουργεί και εννοεί κάθε λέξη. Οι απαντήσεις της πάντα προβλέπουν την πλοκή και προλαβαίνουν τους άλλους, ακόμη κι όταν ψεύδεται ή όταν χάνει την παρτίδα.
«Όλα, εκτός από την αγάπη στην κόρη μας, είναι προϊόντα συναλλαγής για σένα» της λέει απογοητευμένη η σύντροφός της και πρώτο βιολί στη Φιλαρμονική (η εξαιρετική Νίνα Χος). Ο Φιλντ επιδεικνύει την αξιοθαύμαστη ισορροπία που συνήθως έχει στις υπομονετικές σκηνές του, και ίσως από εκεί και πέρα η Λίντια συνειδητοποιεί πως το πρόβλημα χρειάζεται δραστική αντιμετώπιση.
Ο Φιλντ σπέρνει μικρά σημάδια για το background της σε μια ταινία πολλών και σημαντικών λεπτομερειών, που η Μπλάνσετ αφομοιώνει σχεδόν μαγικά, για να φτάσει σε μια σοκαριστκή αποδόμηση, που εκ πρώτης όψης φαντάζει παράταιρη με το προφίλ της σιδηράς ερμηνεύτριας των κορυφαίων συνθετών, αν και έχει φροντίσει συστηματικά να τορπιλίσει την κέρινη μάσκα που έντεχνα φοράει μπροστά στους «υπηκόους» της, αφήνοντάς μας να διακρίνουμε την εύθραυστη αγωνία πίσω από την ύποπτη τελειότητα. Το παράξενο φινάλε δεν θα μπορούσε παρά να γλιστρήσει με φόρα και να προσγειωθεί σε μια άλλη πραγματικότητα, που μοιάζει εξωγήινη, αν και απαραίτητη σε ό,τι έχει προηγηθεί.
Αλλά τι περφόρμανς! Ένα αξέχαστο πορτρέτο, η καλύτερη ερμηνευτική εμπειρία του 2022 μέχρι στιγμής, ένας χαρακτήρας που ταυτόχρονα προσκαλεί και αψηφά την κρίση.