ΚΕΡΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Κερκ Ντάγκλας, έναν λαμπρό εκπρόσωπο της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, ότι επαναπαύτηκε στις δάφνες, τη φήμη, τα χρήματα, και την ανασφαλή, faux πόζα που επέβαλλε το σύστημα των studio στους άμυαλους ετεροπροσδιορισμένους σταρ του μισθολογίου τους. Μαχητικός και αυτοδημιούργητος, έσπασε τη μαύρη λίστα προσλαμβάνοντας τον Ντάλτον Τράμπο, στη δεύτερη συνεργασία του με τον Κιούμπρικ στον «Σπάρτακο», και ψαχνόταν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 για κάτι ενδιαφέρον και προκλητικό, συμμαχώντας με auteur σκηνοθέτες.
Αγοράζοντας τα δικαιώματα του μυθιστορήματος «One Flew over the Cuckoo’s Nest», είχε σαφώς στο νου του την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, αλλά η πρώτη διασκευή έγινε για τη σκηνή. Το έργο ανέβηκε, ο Ντάγκλας πρωταγωνίστησε, η υποδοχή κοινού και κριτικών ήταν χλιαρή, και για χρόνια ο Ντάγκλας πάλευε να πείσει τα στούντιο να τον εμπιστευτούν, μάταια, και παρά τις αντιρρήσεις του συγγραφέα Κεν Κίζι – έτσι προφέρεται το επώνυμο του Kesey. Απογοητευμένος, παρέδωσε τα δικαιώματα στον γιο του, και του ευχήθηκε καλή τύχη, παραιτούμενος από κάθε credit.
Όταν ο Μάικλ Ντάγκλας βγήκε στη γύρα των επενδυτών, κανείς δεν καταλάβαινε πως μέσα στο αναμφίβολα βαρύ θέμα της ταινίας κρυβόταν πολλή κωμωδία. Όλοι, πλην ενός, τους απέρριπταν, θεωρώντας πως είναι τρελοί να ζητούν λεφτά για ένα φιλμ για τρελούς!
ΜΑΪΚΛ ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Κλείνοντας τον ευχαριστήριο λόγο του στα Όσκαρ, ο Μάικλ Ντάγκλας ευχαρίστησε τα μέλη της Ακαδημίας για την ψήφο τους σε έναν γιο που μόχθησε να αποτινάξει τη σκιά ενός γίγαντα πατέρα, αναφερόμενος στην επιτυχία του 1966, «Cast a Giant Shadow», με τον Κερκ και την Σέντα Μπέργκερ.
Ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα, ακτιβιστής και πολιτικοποιημένος, όταν πρωτοδιάβασε το βιβλίο του Κίζι, που δεν ήταν απλά μια προφητική ματιά στις επιπλοκές του Βιετνάμ στην αμερικανική κοινωνία και μια χειρονομία συμμαχίας με την αντικαθεστωτική γενιά των '60s, αλλά εκδοτικό φαινόμενο, που παρέμεινε στις λίστες των best sellers επί 258 εβδομάδες! Το 1971 είπε στον πατέρα του «άσε με να το χειριστώ εγώ». Δεν είχε σκεφτεί να γίνει παραγωγός, αλλά σίγουρα χρειαζόταν μια αναβάθμιση από το τηλεοπτικό προφίλ, που βασιζόταν στην πρωταγωνιστική συμμετοχή του στην επιτυχημένη σειρά «Οι Δρόμοι του Σαν Φρανσίσκο», πλάι στον καλό φίλο του Κερκ, τον Καρλ Μάλντεν.
Ήρθε σε επαφή με τον ιδρυτή της Fantasy Records, τον Σολ Ζάεντς, μέντορα της τζαζ μουσικής, σεβαστή φυσιογνωμία στην ευρύτερη καλλιτεχνική κοινότητα της δυτικής ακτής, και ξακουστό βιβλιοφάγο – σημειωτέον οτι οι δυο τους ίδρυσαν τη Fantasy Films για τις ανάγκες της ταινίας αυτής και επικοινωνούσαν μόνο και πάντα μέσω αντιπροσώπου.
Η πρώτη τους κίνηση ήταν να εμπλέξουν τον δύσπιστο Κίζι, έναν πεισματάρη αγρότη χίπι, παραγγέλνοντάς του το σενάριο της «Φωλιάς του Κούκου», με την υπόσχεση να μπει στο εγχείρημα με ποσοστά. Το έκανε με βαριά καρδιά, καθώς είχε αντιρρήσεις σε οποιαδήποτε διασκευή του βιβλίου του, δεν τους άρεσε, τα χάλασαν στη χρηματική αποζημίωση, κι έκτοτε πικράθηκαν μεταξύ τους, δικαστικά, ηθικά, και προσωπικά. Για τον Μάικλ Ντάγκλας, αυτό παραμένει το μοναδικό μελανό κεφάλαιο στο θριαμβευτικό making of ενός αριστουργήματος, που του χάρισε το πρώτο του Όσκαρ ως παραγωγού, πολύ πριν το δεύτερο για τον ρόλο του στο «Wall Street» – ο επιλεκτικός Ζάεντζ θα έπαιρνε άλλα δύο, για το «Αμαντέους» και τον «Άγγλο Ασθενή».
Όταν βγήκε στη γύρα των επενδυτών, κανείς δεν καταλάβαινε πως μέσα στο αναμφίβολα βαρύ θέμα της ταινίας κρυβόταν πολλή κωμωδία. Όλοι, πλην ενός, τους απέρριπταν, θεωρώντας πως είναι τρελοί να ζητούν λεφτά για ένα φιλμ για τρελούς!
Κι ενώ πολλές από τις αποφάσεις πάρθηκαν με σωστά κριτήρια, όπως ο άγνωστος Ντάνι ντε Βίτο στον ρόλο του Μαρτίνι, που ναι μεν ήταν παλιός συγκάτοικος του Ντάγκλας, αλλά είχε πρωτοπαίξει τον ίδιο ρόλο στο Broadway, και φυσικά ο Τζακ Νίκολσον, που προσελήφθη με τις συστάσεις του Χαλ Άσμπι, παρά το γεγονός πως δεν είχε ξαναδοκιμαστεί σε κάτι παρόμοιο στο παρελθόν, το πιο παρακινδυνευμένο βήμα ήταν να κάνουν όλα τα γυρίσματα στο κρατικό άσυλο του Όρεγκον, στο Σάλεμ. Ο προϋπολογισμός εκτοξεύθηκε από τα 2 στα 4 εκατομμύρια, το ποσόν καλύφθηκε από έξυπνους χειρισμούς του Ζάεντζ, αλλά ο Ντάγκλας συνειδητοποίησε με καθυστέρηση και τρόμο πως οι τρόφιμοι που χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές σκηνές για ρεαλισμό δεν ήταν απλές περιπτώσεις προς σωφρονισμό, αλλά ποινικοί κατάδικοι, εξόχως επικίνδυνοι ανά πάσα στιγμή. Το κοντρόλ μιας πολύ επικίνδυνης ισορροπίας ανέλαβε και έφερε σε αίσιο πέρας ο σκηνοθέτης, που κι αυτός με τη σειρά του ήρθε στο project επεισοδιακά, σχεδόν μυθιστορηματικά.
ΜΙΛΟΣ ΦΟΡΜΑΝ
Ο Μίλος Φόρμαν ήταν πρώτη επιλογή όχι του Μάικλ, αλλά του διορατικού Κερκ Ντάγκλας, πριν ακόμη ο Τσεχοσλοβάκος σκηνοθέτης λάμψει διεθνώς με τις τρεις σπουδαίες ταινίες του νέου κύματος της χώρας του. Ο Κερκ υποσχέθηκε να στείλει το μυθιστόρημα του Κίζι για να το κοιτάξει και να του απαντήσει. Για λόγους καθαρά γραφειοκρατικούς, το βιβλίο παρέπεσε στο τελωνείο, ή, πολύ απλά, κάποιος υπάλληλος σε ρόλο λογοκριτή, αποφάσισε να το πετάξει στα σκουπίδια και να μην το παραδώσει ποτέ στον αποδέκτη. Ηθοποιός και σκηνοθέτης νόμιζαν πως έπεσαν θύματα ενθουσιασμού χωρίς συνέχεια, όπως πολύ συχνά συμβαίνει με σχέδια που εξατμίζονται στα μεγάλα λόγια.
Τα χρόνια πέρασαν και ο πρώτος σεναριογράφος της «Φωλιάς του Κούκου», ο Λόρενς Χάουμπεν, εισήγαγε τον Μάικλ στο έργο του Φόρμαν. Ειδικά το «Φωτιά… Πυροσβέστες» του φάνηκε πολύ ταιριαστό για τη δουλειά που τον ήθελαν: διαδραματιζόταν σε κλειστό χώρο και πλημμυριζόταν από πολλούς και αξιοσημείωτα εκκεντρικούς χαρακτήρες.
Εκείνη την εποχή, ο Φόρμαν βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, έχοντας εγκαταλείψει την πατρίδα του, είχε ολοκληρώσει το αγγλόφωνο ντεμπούτο του, το «Taking Off», προσπαθούσε να συνέλθει από τις κακές κριτικές και την εμπορική αδιαφορία, ήταν άνεργος και πένης, καθόλου σίγουρος αν επιθυμούσε να συνεχίσει να διδάσκει κινηματογράφο στο Κολούμπια, αντί να γυρίζει ταινίες, δεν του έλεγε πολλά η συνεισφορά του στο αθλητικό σπονδυλωτό για τους Ολυμπιακούς του Μονάχου «Visions of Eight», είχε κλειστεί στο ξενοδοχείο όπου κατέλυε, το Chelsea, και αρνιόταν να βγει έξω επί εβδομάδες, δεχόμενος συμβουλές από ψυχίατρο μέσω του κολλητού του.
Παρά το πρόβλημα που περνούσε, ταξίδεψε μέχρι την Καλιφόρνια για να δει τον Ντάγκλας, και αντίθετα από τους υπόλοιπους σκηνοθέτες που έκαναν ακρόαση, φάνηκε γενναιόδωρος και ανοιχτός, προτείνοντας από την αρχή τον τρόπο και την προσέγγιση. Το αστείο είναι οτι ο Μάικλ δεν είχε ιδέα πως ο Κερκ είχε στείλει εκείνο το αντίτυπο του βιβλίου μια δεκαετία πριν, και ο Φόρμαν απέφευγε να το συζητήσει. Η παρεξήγηση λύθηκε επί τόπου και δια ζώσης.
Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες σε μια ταινία που απαιτούσε θυσίες που κυμαίνονταν από την επώδυνη κατάδυση σε ψυχικές ασθένειες, με παράλληλη διαμονή του καστ και των τεχνικών στη μέση του πουθενά για μήνες, μέχρι τη λεπτή εκτέλεση συμπεριφορικής κωμωδίας, ο Φόρμαν κράτησε αξιοθαύμαστα τα γκέμια σε ηθοποιούς και συνεργείο, με εξαίρεση την κακή συνεργασία του με τον διευθυντή φωτογραφίας Χάσκελ Γουέξλερ. Ο κορυφαίος οπερατέρ επέμενε σε μυστικό γύρισμα, και αρνιόταν να δείξει έστω κι ένα καρέ στους ανήσυχους ηθοποιούς.
Ο Φόρμαν τον εμπιστεύτηκε στο ξεκίνημα, αλλά βλέποντας πως βασικά ο Γουέξλερ επιθυμούσε κατά βάθος να γίνει σκιώδης σκηνοθέτης, τον απέλυσε (αντικαταστάθηκε από τον ήπιο Μπιλ Μπάτλερ, που επίσης έσωσε τη «Συνομιλία» όταν ο Γουέξλερ μάλωσε και με τον Κόπολα, φώτισε καταπληκτικά τα «Σαγόνια του Καρχαρία» την ίδια χρονιά, και σήμερα είναι μια χαρά με κλεισμένα τα 101 του χρόνια!), κερδίζοντας γρήγορα την εμπιστοσύνη των υπολοίπων, και κυρίως του πρωταγωνιστή του, που δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το αποτέλεσμα των κόπων του.
ΤΖΑΚ ΝΙΚΟΛΣΟΝ
Πολλοί πιστεύουν πως ο μεγαλύτερος ηθοποιός της γενιάς του και ένα από ιερά τέρατα ολόκληρης της ιστορίας του κινηματογράφου ξεπετάχτηκε εν μια νυκτί ως φτιαγμένος δικηγόρος στον «Ξένοιαστο Καβαλάρη». Ωστόσο, ο Τζακ Νίκολσον ψήθηκε τα προηγούμενα δεκαπέντε χρόνια με μικρές και πολλές εμφανίσεις στην τηλεόραση, θητεύοντας στο b movie σχολείο του Μόντε Χέλμαν και του Ρότζερ Κόρμαν, και έβαλε το χέρι του στα σενάριο του «Head» και του «The Trip». Ενδιαφερόταν σοβαρά για τη συνολική δημιουργική διαδικασία, τη συνεργασία με τον αφρό των σκηνοθετών της εποχής του (εκτός από τον Άσμπι, εδραίωσε τη φιλία του με τον Μπομπ Ράφελσον, και μεγαλούργησε την προηγούμενη χρονιά στο «Chinatown» υπό τον Ρομάν Πολάνσκι), αλλά και τη δική του υπογραφή, έχοντας σκηνοθετήσει το ενδιαφέρον, αν και άνισο, «Drive, He Said».
Η παραγωγή της «Φωλιάς του Κούκου» άργησε να ξεκινήσει γιατί τον περίμεναν να τελειώσει το ατυχές «The Fortune», με τον Γουόρεν Μπίτι και τη Στόκαρντ Τσάνινγκ. Δε μπορούσε να αρνηθεί στον σκηνοθέτη του από το «Carnal Knowledge», τον Μάικ Νίκολς, αλλά το μετάνιωσε. Δε μιλάει ποτέ γι’ αυτή την ταινία, γιατί συνέπεσε με την αποκάλυψη για την πραγματική ταυτότητα της μητέρας του. Αυτό, μαζί με το δυσάρεστο περιστατικό του αιφνίδιου θανάτου της καλής του φίλης, τραγουδίστριας Κας Έλιοτ, τον οδήγησαν φορτισμένο στις πρόβες στο Όρεγκον, τόπο που γνώριζε καθώς κάπου εκεί είχε δουλέψει το «Drive, He Said».
Διαβασμένος πάνω στα συγγράμματα του Φρόιντ και του Γιούνγκ, και με κύριο σημείο αναφοράς του τη βιογραφία της Φράνσις Φάρμερ, 6 χρόνια πριν η Τζέσικα Λανγκ φιλοτεχνήσει μοναδικά το πορτρέτο της λοβοτομημένης, ανένταχτης σταρ του Χόλιγουντ των '30s, ο Νίκολσον παρατήρησε στενά τους τρόφιμους, κι όπως είχε εξηγήσει σε μια από τις εκτεταμένες, εσώψυχες συνεντεύξεις του στο «Rolling Stone», δεν διέκρινε βία στη συμπεριφορά τους, αλλά παράξενες εμμονές, όπως το ότι έβλεπαν, ή νόμιζαν ότι έβλεπαν, κότες!
Απομονωμένος σε ένα νοικιασμένο σπίτι στο Σάλεμ, χωρίς παρέα και τη συνηθισμένη του εκτροπή στις εξόδους με φίλους, τη γυναικεία παρέα και τα πάρτι, ο Νίκολσον σηκωνόταν από το χάραμα, συνομιλούσε με γιατρούς και ασθενείς για 14 ώρες και αγχωνόταν καθώς ο Ραντλ Πάτρικ Μακμέρφι, ο κατηγορούμενος που μεταφέρθηκε στην ψυχιατρική κλινική και βάλθηκε να ξεσηκώσει τους κατεσταλμένους συγκατοίκους του στη λευκή κόλαση, του διέφευγε από τη μέχρι τώρα ευκολία που είχε στο να συλλαμβάνει εύκολα και αποτελεσματικά τους χαρακτήρες του. Το κλειδί ήταν η εγγενής αίσθηση του δικαίου που ανέκαθεν είχε ο Αμερικανός ηθοποιός. Ο Μακμέρφι ήταν ένας διασκεδαστής που δεν ανεχόταν την αδικία, και η περίτεχνη παρομοίωση της εγκλωβισμένης Αμερικής σε ένα δίκτυο διαφθοράς κούμπωσε ακριβώς στη ρομαντική, συγκινητική, ξεσηκωτική προσπάθεια του ενός απέναντι στο σύστημα.
Ο Νίκολσον άκουσε χωρίς επιφυλάξεις τις οδηγίες του Φόρμαν, που επίσης κατανοούσε τι σημαίνει να πολεμάς μόνος σου, σταδιακά βρήκε τον Μακμέρφι, ήταν τρομερός, η «Φωλιά του Κούκου» έγινε παγκόσμια επιτυχία, σάρωσε όλα τα μεγάλα βραβεία, με τον Hollywood Jack να αποσπά επιτέλους το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου που δικαιούνταν. Υποσχέθηκε πως θα οδηγήσει τον Φόρμαν με Ρολς Ρόις στο κέντρο της Πράγας, την ίδια ώρα που τα παιδιά του σκηνοθέτη, παρόντα στην απονομή, ζητωκραύγαζαν «Κουκασνέξτ, Κουκασνέξτ!».
ΛΟΥΙΖ ΦΛΕΤΣΕΡ
Οι συντελεστές της «Φωλιάς του Κούκου» ήταν όλοι ξεχωριστοί, από τις φευγαλέες παρουσίες των έγκλειστων στο ψυχιατρείο του Όρεγκον, μέχρι την ασυνήθιστη μουσική επένδυση του Τζακ Νίτσι, με τα ηλεκτρονικά πριόνια και τις παρατεταμένες μονοχορδίες. Περισσότερο από υποδείξεις casting director, οι ρόλοι δόθηκαν με προσωπικά κριτήρια και αρκετή δόση ρίσκου και τύχης. Ο θεόρατος Ινδιάνος Γουίλ Σάμπσον, ο αξέχαστος Chief Bromden στην ταινία, δούλευε σε ροντέο, δεν είχε καμία σχέση με την υποκριτική και τον βρήκε ένας πωλητής αυτοκινήτων.
Το πιο πολύτιμο εύρημα στην ταινία, ωστόσο, ήταν η Λουίζ Φλέτσερ. Ο Φόρμαν έριξε μια ματιά στο «Thieves like Us» του Ρόμπερτ Άλτμαν για να τσεκάρει τη Σέλεϊ Ντιβάλ. Έπεσε πάνω στη Φλέτσερ που του κίνησε το ενδιαφέρον, αλλά την προσπέρασε. Η Φλέτσερ επέμεινε, αλλά δεν ήταν εύκολο: δεν είχε πολλά δείγματα να παρουσιάσει. Είχε ντεμπουτάρει στα τέλη των '50s και έφυγε από το προσκήνιο εντελώς, για να μεγαλώσει το παιδί της. Επανήλθε, και μόλις διάβασε τον ρόλο της νοσοκόμας Ρέιτσεντ, έκανε πέντε δοκιμαστικά για να πείσει τον Φόρμαν, τελικά τα κατάφερε, και μάλιστα πέτυχε κάτι εκπληκτικό: χωρίς η ερμηνεία της να είναι ρηξικέλευθη ή τεχνικά ασυνήθιστη, συνέλαβε την κακιά ως γλυκομίλητη, μονότονη, μάλλον ήπιων εκφράσεων κυρία με όμορφα και φυσικά χαρακτηριστικά – η Φλέτσερ δεν φόρεσε μακιγιάζ, παρά μόνο βαζελίνη στα χείλη και βέβαια τη στερεωμένη κόμμωση.
Περπάτησε στους χώρους του γυρίσματος για μια με δυο εβδομάδες πριν το ξεκίνημα, εξοικειώθηκε έτσι ώστε όταν ο Φόρμαν χρησιμοποιούσε τρικάμερο δεν ξαφνιαζόταν, αντιδρούσε οργανικά, αφομοιώνοντας πλήρως τη ροή. Κι επειδή όλοι κάποια στιγμή έσπασαν όταν χαλάρωσαν οι σκληρές σκηνές, η Φλέτσερ αποφάσισε να βγάλει τη λευκή στολή την τελευταία ημέρα, να μείνει μόνο με το σορτσάκι και με λυμένα τα μαλλιά, εκπλήσσοντας τους συναδέλφούς της.
Η Αμερικανίδα ηθοποιός, που πήρε τον ρόλο μόνο αφού είχε αρνηθεί η Έλεν Μπέρστιν διαλέγοντας τον οσκαρικό χαρακτήρα της Alice στο «Η Αλίκη δε Μένει πια Εδώ» του Μάρτιν Σκορσέζε, αιχμαλώτισε τις καρδιές του κοινού στον ευχαριστήριο λόγο της στην απονομή των Όσκαρ του 1976, γιατί, με δάκρυα στα μάτια, χαιρέτισε εκεί ψηλά τους κωφούς γονείς της στη νοηματική.
Κυρίως, έμεινε στην ιστορία γιατί συνέθεσε έναν χαρακτήρα κακιάς χωρίς πληροφορίες και background, επιλέγοντας ερμηνεία εξόχως αντίθετη από τα σατανικά κλισέ που προϋπήρχαν: μιλούσε ρομποτικά, σαν τον Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος πίστευε πως ό,τι έλεγε ήταν σωστό, αδιαφορώντας αν ο κόσμος γκρεμιζόταν γύρω του. Ο πειρασμός να ξεφύγει ήταν μεγάλος, αλλά με τόσους «τρελούς» γύρω της, η αγέρωχη, βαθιά εκνευριστική στάση της αποδείχθηκε ιδιοφυής. Είναι η νούμερο 2 cinematic villain, μετά τον Χάνιμπαλ Λέκτερ του Άντονι Χόπκινς, αξέχαστη και υπόγεια δεξιοτεχνική.
Ειρωνικά, συνέχισε με το παραστρατημένο sequel του «Εξορκιστή» στον ρόλο της μητέρας που και πάλι αρνήθηκε η Μπέρστιν, και δεν της έτυχε τίποτε σημαντικό στο υπόλοιπο της καριέρας της. Όταν ρώτησε τον Γουόλτερ Ματάου τι σημαίνει το Όσκαρ που κέρδισε, εκείνος της απάντησε, «αγαπητή, σημαίνει πως όταν πεθάνεις, ο επικήδειος θα γράφει ενθάδε κείται η κάτοχος Όσκαρ, Έλεν Μπέρστιν».