ΤΡΕΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΚΟΝΤΕΥΟΥΝ να συμπληρωθούν από την εποχή που «Το Μίσος» (La Haine) έσκαγε στις μεγάλες οθόνες σαν μολότοφ και από τότε δεν έχουν γυριστεί και λίγες ταινίες με θέμα ή φόντο τις μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις των σύγχρονων «Άθλιων» που κατοικούν στα προάστια του Παρισιού.
Η ταινία του Κασοβίτς όμως παραμένει μέχρι σήμερα ένα ακλόνητο σημείο αναφοράς και η νέα ταινία του Ρομέν Γαβρά (ή Γκαβράς) που προσγειώνεται κατευθείαν στη μικρή οθόνη, παρά την πυροτεχνική της υπόσταση και τις εντυπωσιακές της εκρήξεις, δυσκολεύεται να χτυπήσει το ταβάνι επειδή ξεχνάει ή δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με τους κεντρικούς χαρακτήρες της, που μοιάζουν με αναλώσιμα πιόνια μέσα σ’ αυτήν τη χαοτικά θεαματική λιτανεία εξέγερσης και καταστολής.
Η ταινία φυλάει και μια «αμφιλεγόμενη» ανατροπή για το τέλος της, προορισμένη για να ανοίξει μια συζήτηση ή απλώς για να προβοκάρει.
Είναι βέβαιο ότι τον σκηνοθέτη τον ενδιαφέρει η αισθητική της σύγκρουσης και η σημειωτική της κλιμάκωσης μάλλον παρά οποιοδήποτε μανιφέστο, και αυτό γίνεται φανερό με τον πιο εμφατικό τρόπο από την εκπληκτική πρώτη σκηνή της ταινίας, ένα ιλιγγιώδες και μεγαλόπνοο μονοπλάνο μεγάλης διάρκειας (παρότι στην ψηφιακή εποχή τέτοιες σκηνές κοντεύουν να γίνουν κλισέ, ακόμα κι όταν δεν είναι fake) – μια λήψη τόσο εντυπωσιακή που σου κολλάει το σαγόνι στο πάτωμα ενώ εύχεσαι να έβλεπες την ταινία στη μεγάλη οθόνη.
Από τη στιγμή που πετάει την μολότοφ ο Καρίμ μέχρι το ευφορικό φινάλε της σκηνής με τη θριαμβευτική επιστροφή του κομβόι των εξεγερμένων πίσω στο φρούριο τους –το υποβαθμισμένο συγκρότημα κατοικιών «Αθηνά» που δίνει τον τίτλο στην ταινία– ο θεατής παρασύρεται σ’ ένα παρκούρ που διεξάγεται ανάμεσα στις φλόγες και τα οδοφράγματα, σε μια υπερκινητική χορογραφία βίαιης δράσης που μοιάζει με ηρωική έξοδο.
Κι αυτό είναι μόνο η αρχή ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο σκέφτεται με προσμονή ο θεατής μετά από αυτή την ισχυρή δόση.
Παρότι όμως η ταινία δεν καταδέχεται να κατεβάσει ένταση και στροφές σε κανένα σχεδόν σημείο, η συνέχεια περιφέρει μια αγκύλωση και μια ματαιότητα και μια άρνηση να πάει βαθιά, που είναι σα να υπονομεύει τις φιλοδοξίες των δημιουργών της. Που δεν είναι και λίγες είτε πρόκειται για τις επικλήσεις στο αρχαίο δράμα (αν υπήρχε αστυνομία της τέχνης, πάντως, είναι πιθανό να απαγόρευε πλέον διά ροπάλου τις πασπαρτού αναφορές στην αρχαιοελληνική τραγωδία) είτε για μια σύγχρονη πολιτικοποιημένη εκδοχή ενός κλασικού κλειστοφοβικού θρίλερ όπως του «Ο Σταθμός 13 δέχεται επίθεση».
Η ταινία φυλάει και μια «αμφιλεγόμενη» ανατροπή για το τέλος της, προορισμένη για να ανοίξει μια συζήτηση ή απλώς για να προβοκάρει. Πολλοί ενοχλήθηκαν, αν κρίνει κανείς από κάποιες πρώτες αντιδράσεις, κάνοντας λόγο ακόμα και για «ξέπλυμα» (της αστυνομίας).
Από την άλλη, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως απόηχος μιας αντίληψης που είχε εκφραστεί και στο «Μίσος» πριν από τριάντα χρόνια σχεδόν: Καλό μπάτσο μπορεί και να πετύχεις, καλό φασίστα ποτέ.