«ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ: Όλοι οι φόβοι οδηγούν στη Ρώμη» ήταν ο γκραν γκινιόλ τίτλος στο σημερινό πρωτοσέλιδο της Libération όπου δεσπόζει μια –ακόμα πιο ανατριχιαστική– φωτογραφία της Τζόρτζια Μελόνι σε κοντινό, εξπρεσιονιστικό πλάνο να ξεκαρδίζεται δαιμονικά στα γέλια.
Το χειρότερο με τη φαινομενικά ακάθεκτη άνοδο της ακροδεξιάς απ’ άκρη σ' άκρη στην Ευρώπη είναι ότι κάθε φορά που αυτή η εξέλιξη πιστοποιείται τόσο θεαματικά και τόσο δυσοίωνα, όπως προχθές στη γειτονική Ιταλία (ωραίους γείτονες έχουμε πλέον δυτικά κι ανατολικά, και μετά μας φταίνε τα Βαλκάνια), σε βάζει σε μια διαδικασία ενοχικής περίσκεψης και άστοχης ενδοσκόπησης.
Φταίτε κι εσείς, φταίμε κι εμείς, φταίνε κι οι άλλοι, και τελευταίοι μόνο μπορεί να φταίνε αυτοί που πάνε και αψήφιστα ψηφίζουν τέτοια ευκαιριακά εκτρώματα με ονόματα («Αδελφοί της Ιταλίας») και συνθήματα («Θεός, πατρίδα, οικογένεια») που θυμίζουν υποταγή και μαύρη κλεισούρα όταν δεν θυμίζουν χοντρό δούλεμα.
Πώς θα ήταν δυνατόν δηλαδή να μη μετεξελιχθεί ο φασισμός, ειδικά στην ήπειρο που γεννήθηκε και μεγάλωσε; Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ακούγεται κάπως ακαδημαϊκό και χλεχλέδικο να πεις σε κάποιον: Είσαι μετα-φασίστας!
Αλλά, ως γνωστόν, τα (μετα)φασιστικά ήθη δεν είναι πια ταμπού στην εποχή των «συστημικών» ακροδεξιών κομμάτων που φτάνουν μέχρι και την εξουσία. Το βλέπεις τριγύρω και όχι μόνο στον ορυμαγδό των social media.
Ο υβριστικός λόγος κανονικοποιείται την ώρα που απονομιμοποιούνται ακόμα και τα προσχήματα: το «δεν είμαι ρατσιστής αλλά…» γίνεται «χέστηκα κι αν με πουν ρατσιστή» και το «ας κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά στο σπίτι τους» άνετα απελευθερώνεται και γίνεται «ούτε στο σπίτι τους ούτε πουθενά».
Είναι ζήτημα ταυτότητας ίσως ή υπαρξιακό. Αναρωτιέται ο άλλος δηλαδή, «αν δεν είμαι πούρος Ελληνάρας [λόγου χάρη], τι σκατά είμαι;».
Η ρητορική μίσους μπορεί να είναι κατακριτέα, ακόμα και να διώκεται, εντούτοις όμως φαίνεται να κυκλοφορεί περήφανη παντού και συχνά να προέρχεται από αυτούς που διαμαρτύρονται διαρκώς ότι τους φιμώνει η σύγχρονη κουλτούρα («έλεος με την ορθότητα, τίποτα δεν μπορούμε να πούμε πια»).
Το πολύ το μέτα (μετα-ιδεολογία, μετα-πραγματικότητα κ.ο.κ.) το βαριέται κι ο διάολος, από την εποχή της καραμέλας του μεταμοντερνισμού ήδη, εν προκειμένω όμως έχει ένα νόημα και μια χρησιμότητα αυτό το τόσο κυρίαρχο στην εποχή μας πρόθημα πριν από τη λέξη φασισμός.
Έτσι για να έχουμε στο μυαλό ότι συχνά πρόκειται για υβριδικά, ετερογενή, μεταβατικά και ιδιοτελή συνήθως κινήματα, για ένα υστερόβουλο τέρας με πολλά κεφάλια και πολλά πλοκάμια που χρησιμοποιεί νέα κόλπα για να ερεθίσει παλιά ένστικτα.
Πώς θα ήταν δυνατόν δηλαδή να μη μετεξελιχθεί ο φασισμός, ειδικά στην ήπειρο που γεννήθηκε και μεγάλωσε; Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ακούγεται κάπως ακαδημαϊκό και χλεχλέδικο να πεις σε κάποιον: Είσαι μετα-φασίστας!