Το έργο της «Κλυταιμνήστρα», κάθε μέρα το βλέπουν οι Αθηναίοι στον περίβολο του Μεγάρου Μουσικής. Όταν τοποθετήθηκε εκεί, ένα από τα πρώτα έργα σύγχρονης τέχνης στον αθηναϊκό δημόσιο χώρο, δεν ήταν λίγοι αυτοί που το θεώρησαν «αταίριαστο», κάτι ακατανόητο, σχεδόν τερατώδες.
Κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και το έργο της έγινε γνωστό σε όλο και περισσότερους και η Χρύσα, μια σημαντική Ελληνίδα εικαστικός της διασποράς που είχε κατορθώσει να επιβληθεί στην απαιτητική καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης, έχοντας ενταχθεί στην αμερικανική καλλιτεχνική πραγματικότητα, μεταξύ των ανανεωτικών προτάσεων που διαδέχθηκαν τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, μελετήθηκε, είδαμε περισσότερα έργα της και σήμερα οι επιβάτες του μετρό βλέπουν καθημερινά στον σταθμό «Ευαγγελισμός» το έργο της «Mott Street» (1983), επηρεασμένο από την Chinatown του Μανχάταν.
«Όντως αργήσαμε να γνωρίσουμε τη Χρύσα γιατί η πιο δημιουργική της περίοδος ήταν στην Αμερική και τη γνωρίσαμε ουσιαστικά όταν αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, παρόλο που τα έργα της έχουν ένα ελληνικό στοιχείο, την απασχολεί πολύ η ελληνικότητα, και αυτό φαίνεται από την προετοιμασία όλων αυτών των προσχεδίων που βασίζονται σε φόρμες και ιδεογράμματα τα οποία παραπέμπουν σε μια ιστορικότητα και προορίζονται για έργα όπως είναι η "Κλυταιμνήστρα". Είχε μεγάλη αγάπη στο αρχείο ελληνικό θέατρο, λάτρευε την Ειρήνη Παπά, τον Κακογιάννη, και είχε δει πολλά έργα τους που ήταν εμπνευσμένα από την αρχαία ελληνική τραγωδία, ακόμα και αν είναι έργα που αναφέρονται στην Νέα Υόρκη, στο μητροπολιτικό τοπίο.
Παρ' όλα αυτά, όταν μιλά για "Πύλες" έχει κατά νου την ιστορική έννοια της πύλης που σχετίζεται με την αρχαιότητα. Αυτή είναι η δική μου, προσωπική ερμηνεία και κυρίως μέσα από αυτή την έκθεση. Βλέπουμε πώς την επηρέασε η "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" και ότι υπάρχουν έργα που είναι πολύ μινιμαλιστικά αλλά η ίδια έχει πει ότι αυτές οι φόρμες των ιδεογραμμάτων που έχουν μια κλίση ώστε η μια να μπαίνει μέσα στην άλλη είναι έμπνευση που είχε βλέποντας την παράσταση του Κακογιάννη "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" στη Νέα Υόρκη», λέει η Μαρία Τσαντσάνογλου, ιστορικός της τέχνης, διευθύντρια του MOMus-Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη.
Η δημιουργία της Χρύσας βρίσκεται στην αιχμή της πρωτοπορίας της αμερικανικής και της διεθνούς τέχνης τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η Χρύσα αναζητά επίμονα και αδιαπραγμάτευτα την «πραγματικότητα» στην τέχνη, είναι έτοιμη να ξεκινήσει κάθε φορά από την αρχή, να παραμείνει ελεύθερη και αδέσμευτη, να αρνηθεί τον «έλεγχο», να εκφράσει την εποχή της.
Έχω αναρωτηθεί «αν η Χρύσα ήταν άντρας, θα είχαμε ασχοληθεί νωρίτερα με την τέχνη της;» και μοιράζομαι αυτό τον προβληματισμό με την κ. Τσαντσάνογλου. «Με αυτή την ερώτηση, που δεν την είχα σκεφτεί, κάνω, χωρίς να το θέλω, μια σύγκριση με τον Στίβεν Αντωνάκο, τον οποίο είχαμε ανακαλύψει όντως νωρίτερα. Είναι πολύ πιθανό να συνέβη και αυτό, είναι και οι δυο πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες, είναι πιθανό τη Χρύσα να την είχαμε ανακαλύψει νωρίτερα αν ήταν άντρας.
Με αιφνιδιάζει η ερώτηση, ωστόσο η ίδια ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ με το θέμα αυτό της ταυτότητας, του φύλου της, υπάρχει μέσα στο έργο της παρόλο που είναι κρυμμένο, η ίδια δεν θέλει να τονίζει το στοιχείο. Είναι μια γλύπτρια που κάνει μεγάλα έργα, εμβληματικά, και η γλυπτική θεωρείται στερεοτυπικά ως αντρική τέχνη όχι ως γυναικεία. Πρέπει να είσαι δυνατός, να χειρίζεσαι τα υλικά, να σκαρφαλώνεις, η Χρύσα τα έκανε όλα αυτά, έκανε έργα μεγαλειώδη, επιβλητικά, βαριά, δούλευε "σαν άντρας", αλλά την ταλαιπώρησε το στοιχείο της έμφυλης ταυτότητας».
Τη Χρύσα τη χαρακτήριζε η «καθαρή, κλασική, φωτεινή αίσθηση της τάξης», όπως έγραψε ο Stuart Preston στους «Times» όταν το 1961 έκανε την πρώτη της έκθεση στην γκαλερί Betty Parsons, την ίδια χρονιά που εξέθεσε και στο Γκουγκενχάιμ. Έργα της σήμερα βρίσκονται σε διάφορα μουσεία, πινακοθήκες και συλλογές σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως το Albright-Knox Art Gallery, το MoMA και το Whitney Museum of American Art στη Νέα Υόρκη, το Hirshhorn Museum and Sculpture Garden στην Ουάσινγκτον, το Walker Art Center στη Μινεάπολη.
Η γραφή, η γλώσσα, η επικοινωνία και τα σύμβολα είναι κεντρικός άξονας των συνθέσεων της Χρύσας, στις οποίες οι έννοιες της αρμονίας, της συμμετρίας, του ρυθμού και της τάξης είναι βασικές. Και αυτά τα στοιχεία διατρέχουν όλη την έκθεση/νέα παραγωγή του MOMus-Μουσείου Άλεξ Μυλωνά με τίτλο «Light Negative Positive – Η ελληνικότητα της Χρύσας» που θα παρουσιαστεί από τις 14 Οκτωβρίου 2022 έως τις 29 Ιανουαρίου 2023 στο μουσείο Άλεξ Μυλωνά.
Ο κεντρικός πυρήνας της έκθεσης αποτελείται από μια ενότητα σχεδίων της Χρύσας, τα οποία δώρισε ο αρχιτέκτονας, ερευνητής και συγγραφέας Αλέξανδρος Τζώνης (Alexander Tzonis) και η σύντροφός του Liane Lefaivre το 2017 στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και σήμερα ανήκουν στη συλλογή του MOMus.
Το 1968 ο Τζώνης έγινε καθηγητής στο Graduate School of Design του Harvard, και ανέλαβε υπεύθυνος του νέου εκθεσιακού προγράμματος του πανεπιστημίου. Ανάμεσα στις εκθέσεις που οργάνωσε και επιμελήθηκε ήταν και αυτή της Χρύσας με τίτλο «Light Negative Positive» την άνοιξη της ίδιας χρονιάς στο Robinson Hall του Harvard Yard, στην οποία παρουσιάζονταν γλυπτά της με νέον και σχέδια. Τα έργα συνδυάζονταν με μεγάλης κλίμακας τυπώματα σχεδίων του Auguste Rodin από το βιβλίο του «Les cathédrales de France» (1914). Ο συνδυασμός είχε στόχο να καταδείξει τη συμβολή της Χρύσας στη δημιουργία μιας «ποιητικής» του φωτός.
Η ενότητα αυτών των σχεδίων που παρουσιάζονται στην έκθεση στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά αφορούν εμβληματικές συνθέσεις της Χρύσας τη δεκαετία του 1960, όπως «Οι Πύλες της Times Square» και η «Κλυταιμνήστρα», καθώς και συνθέσεις της με «αναλύσεις» γραμμάτων της αλφαβήτου, αποτυπώνοντας μοναδικά τη διαδικασία και την πορεία προς την ολοκλήρωση ενός έργου.
Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης την πρωτότυπη αφίσα της έκθεσης του 1968 σχεδιασμένη από τη Χρύσα, καθώς και χαρακτηριστικά έργα της προερχόμενα από τις Συλλογές του MOMus-Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, από τις Συλλογές του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) και τη Συλλογή Έργων Τέχνης της Alpha Bank, καθώς και προσωπικές φωτογραφίες της Χρύσας από την Ελένη Μυλωνά, δημιουργώντας μια ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη εικόνα για το έργο της.
«Πρόκειται για την επιστροφή της ιστορικής έκθεσης στο Robinson Hall του Harvard Yard το 1968 που είχε κάνει ο Τζώνης, νεαρός τότε επιστήμονας. Δεν τον ενδιέφερε να δείξει ολοκληρωμένες εγκαταστάσεις αλλά τις μελέτες που οδηγούν σε αυτές. Αυτή ήταν μια ιστορική έκθεση που είχε αγαπήσει πολύ η Χρύσα, γιατί ακριβώς έχει αυτό το στάδιο της προετοιμασίας, έδειχνε τη διαδικασία και όχι το τελικό έργο» λέει η Μαρία Τσαντσάνογλου.
Η δημιουργία της Χρύσας βρίσκεται στην αιχμή της πρωτοπορίας της αμερικανικής και της διεθνούς τέχνης τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η Χρύσα αναζητά επίμονα και αδιαπραγμάτευτα την «πραγματικότητα» στην τέχνη, είναι έτοιμη να ξεκινήσει κάθε φορά από την αρχή, να παραμείνει ελεύθερη και αδέσμευτη, να αρνηθεί τον «έλεγχο», να εκφράσει την εποχή της.
Στο έργο της διαφαίνεται η διαλεκτική σχέση που αναπτύσσει ανάμεσα στο παρελθόν, στις πολιτισμικές της καταβολές και στην πολυπλοκότητα του υλιστικού, φωτεινού κόσμου της Times Square, της κουλτούρας της μαζικής κατανάλωσης και πληροφόρησης. Το έργο της «Οι Πύλες της Times Square», σύνθεση από ανοξείδωτο ατσάλι, πλέξιγκλας και φώτα νέον, αποτελεί την καλλιτεχνική κορύφωσή της αλλά και ένα από τα πιο σημαντικά αμερικανικά γλυπτά.
Με την τέχνη της εξερευνά τον εαυτό της και προσδιορίζει την ταυτότητά της, εμβαθύνει στη γυναικεία δημιουργικότητα, απεικάζει τη ζωτική και τη βιωματική της σχέση με το περιβάλλον και τις πραγματικότητες μέσα στις οποίες ζει. Η Χρύσα προτάσσει τη δική της σημειολογία σ’ ένα έργο το οποίο, παρά τον «τεχνολογικό» του χαρακτήρα, είναι βαθύτατα ποιητικό, παραμένει σύγχρονο με την αλήθεια, την εκφραστική ένταση, τις εικαστικές και τις αισθητικές του αξίες, διατηρεί τη δύναμη των «συμβόλων» του.
«Η σημασία των σχεδίων στη συγκεκριμένη έκθεση είναι πολύ σημαντική, είναι σχέδια που διατρέχουν μια δημιουργική περίοδο της Χρύσας, τη δεκαετία του '60, όταν εντάχθηκε πλήρως στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης και είχε διεθνή αναγνώριση. Είναι μια εποχή στην οποία δουλεύει με πυρετικούς ρυθμούς και αυτά τα σχέδια είναι τα σημαντικότερα περιόδου δείχνουμε ή είναι σπουδές», λέει ο επιμελητής της έκθεσης Γιάννης Μπόλης.
Η Χρύσα ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε με μεγάλη σκέψη και πειραματισμό και έδινε μεγάλη σημασία στην προετοιμασία των έργων, στα σχέδια. Κάνει πολλά προσχέδια για το τελικό έργο και τα ενσωματώνει, θέλει η προετοιμασία να είναι ένα μέρος του έργου τέχνης. Τα έργα της έκθεσης καλύπτουν την πιο δραστήρια, την πιο πρωτοποριακή, την πιο πειραματική και την πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια που κάνει στη δεκαετία του '60.
«Είναι σχέδια γοητευτικά ακριβώς γιατί δείχνουν τον τρόπο που δούλευε, δεν επένδυε στο τυχαίο. Πίστευε ότι όλα πρέπει να είναι πολύ μελετημένα, προσχεδιασμένα, πίστευε ότι η σημασία των έργων δεν είναι τα υλικά, δεν είναι το υλικό που κάνει σύγχρονο ένα έργο. Για παράδειγμα, η Χρύσα υπήρξε πρωτοπόρος στη χρήση του νέον αλλά θεωρούσε πώς αν το έργο τέχνης επενδύσει μόνο στη λάμψη του φωτός αυτό είναι ένα τέχνασμα όχι ένα έργο τέχνης. Η γλυπτική της ακολουθούσε μια "παραδοσιακή" λειτουργία, σχέδιο, προσχέδιο, μελέτη, γνώση των υλικών. Αυτή η διαδικασία κάνει ένα έργο που εκφράζει την εποχή να είναι σύγχρονο.
Τα σχέδια αυτής της έκθεσης είναι ολοκληρωμένες προτάσεις και δείχνουν αυτή τη λεπτομερή διαδρομή της, πόσο η κατασκευή ενός έργου απορροφούσε όλη τη δημιουργική της προσπάθεια και τη συναισθηματική της ενέργεια», λέει ο Γιάννης Μπόλης.
Η Χρύσα Βαρδέα γεννήθηκε το 1933 στου Ζωγράφου. Η οικογένειά της, αν και καταγόταν από τη γνωστή μανιάτικη οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων, ήταν φτωχή, ενώ ο πατέρας της είχε πεθάνει πριν τον γνωρίσει. Αρχικά σπούδασε κοινωνική πρόνοια στην Αθήνα, εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα για την υποστήριξη των σεισμόπληκτων της Ζακύνθου το 1953, αλλά τον ίδιο χρόνο έφυγε από την Ελλάδα για το Παρίσι για να σπουδάσει στην Académie de la Grande Chaumière (1953-1954) ενώ συνέχισε τις καλλιτεχνικές της σπουδές στο Σαν Φρανσίσκο, στο California School of Fine Arts (1954-1955).
Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε τη σειρά «Κυκλαδικά βιβλία», λευκά γύψινα εκμαγεία χαρτόκουτων συσκευασίας, των οποίων οι χαράξεις από τα διπλωμένα φύλλα του χαρτονιού και η λευκή τους απλότητα παραπέμπουν σε κυκλαδίτικα ειδώλια, που χαρακτηρίστηκαν από την κριτικό τέχνης Μπάρμπαρα Ρόουζ προάγγελος του μινιμαλισμού. Την ίδια περίοδο δημιούργησε ζωγραφικά έργα και επίτοιχες κατασκευές από μέταλλο ή γύψο στις οποίες αποτυπώνει ανάγλυφα γράμματα και σύμβολα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, επηρεασμένη από το ζωντανό αστικό τοπίο της Νέας Υόρκης και ειδικότερα από την China Town και την Times Square, πρωτοπορεί εντάσσοντας φωτισμό νέον στα έργα της.
Από τα κορυφαία έργα της περιόδου αυτής είναι το μνημειακό «The Gates to Times Square» του 1966, ένα τρίμετρο γλυπτό από γαλάζιο νέον, ατσάλι και πλέξιγκλας στο οποίο ο θεατής μπορεί να εμβυθιστεί σε έναν κόσμο από σύμβολα και φως.
Συνεργάστηκε με την Betty Parsons Gallery, με την PACE Gallery και με τον θρυλικό έμπορο τέχνης Λίο Καστέλι, ενώ πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις και πήρε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στα σημαντικότερα αμερικανικά μουσεία, όπως το ΜΟΜΑ, το Whitney Museum of American Art και το Solomon R. Guggenheim. Το όραμα της εκφράζεται μέσα από το παιχνίδι με το φως, την αρμονική οργάνωση των συνθέσεων, τα εμβληματικά ιδεογράμματα και τις αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα, στο Βυζάντιο ή στη γυναικεία υπόσταση.
Τη δεκαετία του 1980 ξεκίνησε να χρησιμοποιεί κυψελωτό αλουμίνιο μαζί με νέον σε επίτοιχες γλυπτικές συνθέσεις που καταλαμβάνουν επιθετικά τον χώρο με αγγλική και κινέζικη γραφή και συχνά αναφέρονται σε γνωστούς μητροπολιτικούς δρόμους και πλατείες, όπως η Mott Street, η Piccadilly Circus και η Chinatown.
Την περίοδο 1992-1994 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και μετέτρεψε έναν παλιό κινηματογράφο σε εργαστήριο, δημιουργώντας τη «Cinema Oasis», μια σειρά έργων από αλουμίνιο, νέον και ηχογραφήσεις από την πόλη της Αθήνας, τα οποία εκτέθηκαν στη Leo Castelli Gallery το 1996.
Η Χρύσα επέστρεψε στην Αθήνα το 2007 όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της τον Δεκέμβριο του 2013. Έργα της υπάρχουν σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές καθώς και σε συλλογές σημαντικών μουσείων όπως το Albright-Knox Art Gallery, το MoMA και το Whitney Museum of American Art στη Νέα Υόρκη, το Hirshhorn Museum and Sculpture Garden στην Ουάσινγκτον, το Walker Art Center στη Μινεάπολη, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα. Έχει πάρει μέρος στις σημαντικότερες εκθέσεις στην Ευρώπη, όπως στην Ντοκουμέντα στο Κάσελ (1968, 1977) και στην Μπιενάλε της Βενετίας (1972). Στην Ελλάδα παρουσίασε την πρώτη της ατομική το 1979 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, ενώ το 1980 οργανώθηκε αναδρομική της έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.
«Light Negative Positive – Η Ελληνικότητα της Χρύσας»
MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά (Πλ. Αγίων Ασωμάτων 5, Θησείο, Αθήνα)
14 Οκτωβρίου 2022 – 29 Ιανουαρίου 2023
Επιμέλεια έκθεσης: Γιάννης Μπόλης, ιστορικός της τέχνης, προϊστάμενος MOMus-Μουσείου Άλεξ Μυλωνά & Μαρία Τσαντσάνογλου, ιστορικός της τέχνης, διευθύντρια MOMus-Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη
Σύμβουλος έκθεσης: Αλέξανδρος Τζώνης, αρχιτέκτονας, συγγραφέας ερευνητής, ομότιμος καθηγητής στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Delft