«ΜOΛΙΣ ΕΓΙΝΕΣ ΟΓΔΟΝΤΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΩΝ. Είσαι ακόμα όμορφη, γοητευτική κι επιθυμητή. Πάνε πια πενήντα οχτώ χρόνια που ζούμε μαζί και σε αγαπώ περισσότερο από ποτέ. Τελευταία σε ξαναερωτεύτηκα άλλη μια φορά και έχω πάλι μέσα μου ένα σπαρακτικό κενό που το γεμίζει μονάχα το σώμα σου αγκαλιασμένο σφιχτά με το δικό μου (…) Αφουγκράζομαι την αναπνοή σου, το χέρι μου σε αγγίζει. Και οι δυο θα θέλαμε να μην χρειαστεί να ζήσουμε μετά το θάνατο του άλλου. Έχουμε πει πολλές φορές πως στην απίθανη περίπτωση που θα είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να την περάσουμε μαζί».
Οι παραπάνω φράσεις είναι οι τελευταίες μιας ανοιχτής επιστολής του Αντρέ Γκορζ προς τη βαριά άρρωστη σύζυγό του Ντορίν, μιας επιστολής που έμελλε να διαβαστεί όσο κανένα από τα δοκιμιακά έργα του ανήσυχου αυτού φιλοσόφου.
Κύκνειο άσμα του Γκορζ, το «Γράμμα στην Ντ.» δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το φθινόπωρο του 2006, κι έναν χρόνο αργότερα η είδηση της αυτοκτονίας του ζευγαριού έκανε τον γύρο του κόσμου.
Ευγνώμων για όσα του είχε προσφέρει η Ντορίν, το μόνο που ήθελε ήταν να της τα ανταποδώσει: «Δεν θέλω να παραλάβω ένα δοχείο με τις στάχτες σου», έγραψε. Και το εννοούσε.
Ο αυστριακής καταγωγής Ζεράρ Χιρς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ο πρωτοπόρος στοχαστής της πολιτικής οικολογίας, από τους εμπνευστές του Μάη του ΄68 και συνιδρυτής του «Nouvel Observateur», αυτόν τον διπλό θάνατο τον είχε προαναγγείλει. Κι όσοι αναρωτιούνται τι μπορεί να κρατήσει ένα ζευγάρι ενωμένο για πάντα, ας διαβάσουν την ερωτική του εξομολόγηση (μετ. Σ. Βρέττα, Ποταμός 2008, επίμ. Μ. Μητσός).
«Σου γράφω για να καταλάβω τι έζησα, τι ζήσαμε», ομολογεί ο Γκορζ στην Ντορίν, κι ανακαλεί τη μακρινή μέρα του '47, που είχε πρωτοσυναντήσει στη Λοζάνη αυτήν τη νεαρή Βρετανίδα με την αλαβάστρινη επιδερμίδα και την κοριτσίστικη –αλά Τζέιν Μπίρκιν– φωνή, σίγουρος πως με τ’ αδέξια αγγλικά του και τις άδειες του τσέπες δεν είχε καμιά πιθανότητα να την κατακτήσει.
Διαψεύστηκε. Πριν γνωριστούν, δεν είχε περάσει ποτέ πάνω από δυο ώρες με μια κοπέλα χωρίς να βαρεθεί και να της το δείξει. Κι όμως, με την Ντορίν βάλθηκε να οικοδομήσει «έναν κόσμο προστατευμένο και προστατευτικό», στον αντίποδα εκείνου που τον ωθούσε ν’ αλλάζει διαρκώς ταυτότητες (Χιρς, Χορστ, Γκορζ, Μποσκέ) χωρίς να νιώθει καμία δική του.
Ενωμένοι μ’ έναν αόρατο σύνδεσμο, στηριγμένο στην εμπειρία της οικογενειακής και οικονομικής τους ανασφάλειας, όπως και στην αδιαφορία τους για τα υλικά αγαθά, οι δυο νέοι ανέλαβαν εξαρχής την «ευθύνη της αυτονομίας» τους.
Η δημιουργία του ζευγαριού, έλεγε η Ντορίν, είναι το κοινό σχέδιο και των δυο, και χρειάζεται πάντα να το επικυρώνουν, να το προσαρμόζουν, να το επαναπροσδιορίζουν ανάλογα με τις καταστάσεις που μεταβάλλονται.
Απ’ τη μεριά της, ήταν απολύτως συμφιλιωμένη με την ιδέα ότι θα συμπορευόταν, και μάλιστα χωρίς να τεκνοποιήσει, μ’ έναν άντρα που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να γράφει, με κάποιον που έπρεπε ν’ απομονώνεται και να κρατάει σημειώσεις ανά πάσα στιγμή. Έτσι, στάθηκε πλάι του σαν βράχος.
Στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκαν το '49, η Ντορίν ήταν ο φύλακας άγγελός του, όσο εκείνος πάσχιζε να ολοκληρώσει τα γραπτά του. Η γραμματέας και αρχειοθέτης του σ’ όλα τα δημοσιογραφικά του πόστα, η παρέα του στα ρεπορτάζ στο εξωτερικό. Το φίλτρο μέσα από το οποίο περνούσε η σχέση του με την πραγματικότητα.
Με μεγαλύτερη πολιτική αντίληψη, όπως ο ίδιος παραδέχεται, πιο γειωμένη απ’ αυτόν, τον μεγάλο θεωρητικό, ωριμότερη και πιο κοινωνική, η Ντορίν δεν είχε καμιά σχέση με την εικόνα του αξιολύπητου πλάσματος που είχε περάσει ο Γκορζ μ’ ένα είδος «ανέμελης συγκατάβασης» στον «Προδότη», το παρθενικό του βιβλίο.
Ένας, άλλωστε, από τους λόγους που τον ώθησαν να γράψει το «Γράμμα….» ήταν αυτός: για να επανορθώσει δημόσια το σφάλμα του, για να την τιμήσει όπως της άξιζε.
Χτυπημένη από μια σπάνια αρρώστια στον νωτιαίο μυελό, κι έπειτα από καρκίνο του ενδομήτριου, η πάντα στωική Ντορίν είδε τον Γκορζ να υπογράφει τον «Αποχαιρετισμό στο προλεταριάτο» και να συνταξιοδοτείται πρόωρα απ’ τον τύπο, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, για να την ακολουθήσει στην εξοχή και ν’ ανιχνεύσει μαζί της το πεδίο της οικολογίας, αλλά και της εξουσίας που είχε αρχίσει ν’ ασκεί η τεχνολογία στην ιατρική.
Στα εικοσιτρία χρόνια που ακολούθησαν δεν σταμάτησε να τον παροτρύνει να γράφει. Όταν όμως ο Γκορζ ξεκίνησε το «Γράμμα στη Ντ.» δεν είχε τίποτε άλλο σημαντικό στα σκαριά. Ευγνώμων για όσα του είχε προσφέρει η Ντορίν, το μόνο που ήθελε ήταν να της τα ανταποδώσει: «Δεν θέλω να παραλάβω ένα δοχείο με τις στάχτες σου», έγραψε. Και το εννοούσε.