ΟΙ ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ του Χέρμαν Μπροχ, ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που υπερβαίνει τα όρια της αφήγησης και της Ιστορίας, έμεναν για χρόνια κρυμμένοι κάτω από τους ογκόλιθους του εικοστού αιώνα, όπως ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις ή το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, με τους οποίους συνομιλούν άμεσα, για να έρθει ο Μίλαν Κούντερα και να τους επαναφέρει στο προσκήνιο ως το έργο που οριοθέτησε εκ νέου τη λογοτεχνία.
Έκτοτε οι Γάλλοι θεωρητικοί οικειοποιήθηκαν εκ νέου τα μοντερνιστικά του διδάγματα, ενώ στη μεταφυσική διερώτηση που διαπερνά όλο το έργο ανίχνευσαν έναν διαφορετικό τρόπο για να επαναπροσδιορίσουν τη μόνιμη διαμάχη ορθολογισμού-ανορθολογισμού που ταλανίζει τη φιλοσοφία. Χάρη στο κείμενο του Κούντερα ‒βλέπε Προδομένες Διαθήκες, μτφρ. Γιάννης Χάρης, εκδόσεις της Εστίας‒ ο Μπροχ επανήλθε ως ο μείζων συγγραφέας του εικοστού αιώνα, ο οποίος διέβλεψε τα τραγικά του αδιέξοδα και την επέλαση του ολοκληρωτισμού, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις λεπτές, επικίνδυνες ισορροπίες που κρατάνε την αισθητική και την ηθική σε προσήκουσα και ακριβή αναλογία, χωρίς το άγχος του ακριβούς προσδιορισμού τους.
Γιατί αν κάτι καταφέρνει ο Μπροχ, όπως οι σπουδαίοι συνομιλητές του Τόμας Μαν και Τζέιμς Τζόις, είναι να μη λέει απλές ιστορίες αλλά οι πρωταγωνιστές του να υπερβαίνουν τα όρια του προσώπου και να γίνονται «εννοιολογικοί χαρακτήρες», κατά τον ορισμό του Ζιλ Ντελέζ, εκφράζοντας ολόκληρα ιδεολογικά συστήματα: τον Διαφωτισμό, τον ρομαντικό μυστικισμό ή την πλατωνική μεταφυσική, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις επισφαλείς διαπιστώσεις τους.
Αναμφίβολη είναι η ποιητικότητα των εκφραστικών τρόπων του Μπροχ που έκανε τον κορυφαίο Ελίας Κανέτι να τον αποκαλέσει μείζονα ποιητή της εποχής του αλλά και η μουσικότητα που μετατρέπει τις φράσεις και τις εικόνες που επαναλαμβάνονται στα κεφάλαια σε γοητευτικά λάιτ μοτίφ.
Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που ο Χέρμαν Μπροχ διερωτάται σχετικά με την ουσία και την αξία της αρετής και του ηθικού έρματος που απουσιάζει από τους κυρίαρχους χαρακτήρες της τριλογίας του, υποσκάπτει τα όρια της αφήγησης από τα μέσα, κάνοντας ακόμα και τον Άλντους Χάξλεϊ να μιλάει για τον απόλυτο ιδιοφυή συγγραφέα που βρίσκεται στα όρια μεταξύ ρητού και αρρήτου, σε εκείνο το επικίνδυνο σημείο όπου «ο πάγος αυτού που συνήθως αποκαλούμε πραγματικότητα είναι τόσο λεπτός, ώστε μπορούμε να διαπεράσουμε με το βλέμμα μας και να αντικρίσουμε τα μυστηριώδη βάθη που βρίσκονται εκεί κάτω», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο τελευταίος για τους Υπνοβάτες.
Η λογοτεχνία και η εκφραστική αλήθεια της επομένως δεν προσεγγίζεται με την επιστημονική αυστηρότητα που έκανε τον Προυστ να διεισδύει σε κάθε λεπτομέρεια του εξωτερικού κόσμου αλλά μάλλον με την παραφορά του Ντοστογιέφσκι ‒σε πολλά σημεία οι Υπνοβάτες φέρνουν στον νου τους Δαιμονισμένους‒ και συνάμα με τη μελαγχολική στιβαρότητα και ενδελεχή ματιά των Κεντροευρωπαίων συγγραφέων που έγραψαν με χρυσά γράμματα τη λογοτεχνία της δεκαετίας του ’20. Αναμφίβολη είναι, επίσης, η ποιητικότητα των εκφραστικών τρόπων του Μπροχ που έκανε τον κορυφαίο Ελίας Κανέτι να τον αποκαλέσει μείζονα ποιητή της εποχής του αλλά και η μουσικότητα που μετατρέπει τις φράσεις και τις εικόνες που επαναλαμβάνονται στα κεφάλαια σε γοητευτικά λάιτ μοτίφ.
Γράφοντας, λοιπόν, όπως οι περισσότεροι κορυφαίοι μοντερνιστές του περασμένου αιώνα, το μνημειώδες αυτό έργο την περίοδο του Μεσοπολέμου, αφού έχει ξεπουλήσει όλη την περιουσία του πατέρα του για να γίνει συγγραφέας, χωρίζοντας το σε τρία χαρακτηριστικά μέρη ‒1932. 1. Πάσενοβ ή ο Ρομαντισμός, 1888.2. Ες ή Αναρχία 1903 3. Χούγκεναου ή ο Ρεαλισμός, 1918‒, ο Μπροχ είχε σκοπό να καταθέσει ένα πλήρες εγχείρημα στοχαστικής επισκόπησης, επιστρατεύοντας όλα τα εκφραστικά μέσα και θίγοντας όλες τις προκείμενες της ανθρώπινης κατάστασης.
Και όταν προς το τέλος του τελευταίου μέρους της τριλογίας του θέτει τα βαθιά ερωτήματα τι είναι αυτό τελικά που δίνει την ταυτότητα στο πρόσωπο και αν μπορεί η ανθρωπότητα να υπάρξει ή να προοδεύσει δίχως εσωτερικό έρμα και ηθικό άξονα, ξέρεις ότι, αντί για απάντηση, έρχεται ή καλύτερα ενσκήπτει η μαύρη λαίλαπα του ολοκληρωτισμού και του ναζισμού (να σημειωθεί πως η μητέρα του Μπροχ εκτοπίστηκε και δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο Τερέζιενσταντ).
Ακούγοντας, μάλιστα, τα ερωτήματα που θέτει ο ίδιος στους Υπνοβάτες αναφορικά με τη μάταιη και κούφια ‒σε αυτό το σημείο θυμίζει πολύ Τ.Σ. Έλιοτ‒ επιβολή της στολής ως ψευδούς επιβολής του κράτους και την έλλειψη ουσιαστικών αξιών, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε κατά πόσο φτάνει ο αντίλαλος του στην εποχή μας με την απειλητική επαναφορά της ξενοφοβίας και του φασισμού ακόμα και στις πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης:
«Άραγε, εάν η κατάρρευση των αξιών προχωρήσει μέχρι την έσχατη μονάδα που προκύπτει από τον κατακερματισμό, αν φτάσει στον αγώνα ατόμου κατά ατόμου, θα οδηγήσουν οι ανορθολογικές δυνάμεις κατ’ ανάγκην στον αγώνα όλων εναντίον όλων; Ή, αν περιοριστούμε στην υπόθεση Χούγκεναου: μπορεί ένα μερικό αξιακό σύστημα όπως το εμπορικό, στο οποίο έχει επιστρέψει ο Χούγκεναου, να έχει μια αρκούντως ισχυρή συνδετική ικανότητα, ώστε να ενώσει και πάλι τις ανορθολογικές επιδιώξεις σε ένα Όργανον, ακόμη και χωρίς την υποστήριξη της ξιφολόγχης και των μαστιγίων της αστυνομίας, και να υποδείξει έναν στόχο στην επίσης απελευθερωθείσα βούληση για αξίες;» αναρωτιέται ο Μπροχ και δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί αν αυτό το έργο έχει γραφτεί στο σήμερα, μιλώντας για το τώρα.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά στο μεταφραστικό της σημείωμα η Σοφία Αυγερινού, η οποία ανέλαβε να αποδώσει στα ελληνικά τον μυθιστορηματικό ογκόλιθο του Χέρμαν Μπροχ για τις εκδόσεις Έρμα και έτσι να έχουμε σε νέα μετάφραση και σε ενιαίο τόμο ένα έργο που σημάδεψε την ιστορία της λογοτεχνίας:
«Με την τέχνη και τα δοκίμιά του ο Μπροχ δεν έπαψε να επιμένει ότι η λογοτεχνία στην εποχή του, εν μέσω του χάους που προκάλεσε η ηχηρή κατάρρευση όλων των δεδομένων του παλαιού κόσμου μετά το 1918 και εν μέσω της ειδεχθούς σαγήνης του ολοκληρωτισμού που απλώθηκε στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1930, είχε ως σκοπό την ανίχνευση μιας νέας ηθικής, η οποία θα συγκέντρωνε τα θραύσματα των αξιακών πεδίων που αυτονομήθηκαν με ολέθριες συνέπειες και θα θεμελίωνε όχι πλέον την υπερβατική αυθεντία του θείου νόμου αλλά την υπέρτατη αξία του ανθρώπου και των δικαιωμάτων του. Η τέχνη, δηλαδή, που για τον Χέγκελ είχε κληρονομήσει την αποστολή της φιλοσοφίας, την αποκάλυψη του Απόλυτου, κλήθηκε στον 20ό αιώνα –κατά τη θεώρηση του Μπροχ– να επωμιστεί το έργο της υπέρβασης της ίδιας της αισθητικής και της επιστροφής στην ηθική – σε μια εκκοσμικευμένη ηθική όπου απόλυτη αξία συνιστά μόνο ο άνθρωπος».
Και αυτό είναι τελικά το στοίχημα που απασχολεί τον Μπροχ και ο συνδετικός ιστός που ενώνει τις ακροβασίες των ηρώων του: του ανθυπολοχαγού Φον Πάσενοβ, που βρίσκει στην αρχή ασφάλεια στην παράδοση και τις ακήρατες αρχές του Ρομαντισμού, για να χαθεί στη συνέχεια στη δίνη του έρωτα, του μικροαστού λογιστή Ες αλλά και του αμοραλιστή έμπορου Χούγκεναου, που μας φέρνει στον νου ανθρωπότυπους σαν του Έλον Μασκ σήμερα, οι οποίοι «υπνοβατούν» σε ατραπούς που τους οδηγούν μόνο σε αδιέξοδα, κρυμμένοι κάτω από την ομίχλη-αχλή της ίδιας της Ιστορίας.
Σε αντίθεση με όλους αυτούς, αρκεί ένας νεκροζώντανος, ο Μπέρτραντ, που μοιάζει να είναι το alter ego του ίδιου του συγγραφέα, για να αποδομήσει, όσο χρειάζεται, τις αυστηρές αρχές που κληροδότησε η παράδοση και να έρθει σαν ένας Σωκράτης στην Αγορά να αμφισβητήσει τα ασφαλή συμπεράσματα, λειτουργώντας ως αντεστραμμένος καθρέφτης με την απαραίτητη πάντα ειρωνεία που απαιτούν η φιλοσοφική αμφισβήτηση και η εσωτερική αγωνία. Αυτός είναι που θα δώσει τη λύση, έστω και ως φάντασμα, μέσα από την άρνηση των ορισμένων βεβαιοτήτων αλλά και την υψηλή αισθητική του πλάνητα που δεν τιθασεύτηκε από καμία άλλη βάσανο παρά από αυτήν της ποίησης.
Δεν είναι τυχαίο ότι από αυτόν εμπνέεται την ονειρική Νύχτα του ο Αντονιόνι και όλοι οι σύγχρονοι καλλιτέχνες που ξέρουν αντίστοιχα ότι το έργο τους ορίζεται στο μεταίχμιο, στο όριο του ονειρικού με την πραγματικότητα.
Πολλοί μυθιστοριογράφοι, βαδίζοντας στο ίδιο μήκος με τον Μπροχ, είχαν αφουγκραστεί με τον δικό τους τρόπο το τέλος μιας πνευματικής εποχής και την καταστροφική επέλαση μιας άλλης, όπως ο Στέβαν Τσβάιχ ή ο Ρόμπερτ Μούζιλ, ο Τόμας Μαν και ο Γιόζεφ Ροτ, αλλά ελάχιστοι κατάφεραν να το μετατρέψουν σε κυρίαρχο αίτημα για την επιβλητική ανάγκη να αναδυθεί κάτι νέο ως αισθητικό επιστέγασμα πάνω από τα χαλάσματα, ως αμάλγαμα μιας άλλης νέας εποχής, αυτής που έλειπε από τον διονυσιακό και απολλώνειο στοιχείο του Νίτσε και που αφουγκράστηκε ως ένα μαύρο κουτί στο άδυτο της ίδιας μας της ψυχής ο Φρόιντ, ικανό να καλύψει το κενό που μας έλειπε.
«Οι αξίες κρύβουν το πρόσωπό τους. Η τάξη, η αφοσίωση, η αυτοθυσία, αυτές οι λέξεις τι πράγματι εκπροσωπούν; Όταν μια αξία χάνει το συγκεκριμένο περιεχόμενό της, τι μένει; Μόνο ένα κενό κέλυφος, μια κατηγορική προσταγή χωρίς ανταπόκριση, που όμως απαιτεί με ακόμα μεγαλύτερη βιαιότητα να την αναγνωρίσουμε και να την υπακούσουμε», έγραφε σχεδόν προφητικά διαβάζοντας τους Υπνοβάτες ο Μίλαν Κούντερα.
Δεν έχουμε παρά να τους διαβάσουμε ξανά, να τους μελετήσουμε και να τους ακούσουμε ως ένα αγωνιώδες κρεσέντο για έναν κόσμο που καταρρέει και να τον διαχωρίσουμε από τον αφανή κόσμο που αναδεικνύεται, κόντρα σε οποιαδήποτε πρόβλεψη, περιμένοντας τη δική μας δημιουργική έκφραση για να υπάρξει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.