Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν αποκαλέσει τον Πίτερ Βούλκος ροκ σταρ της κεραμικής, όχι μόνο επειδή εφηύρε εκ νέου την κεραμική τέχνη αλλά και επειδή επηρέασε καλλιτέχνες όπως τη Λίντα Μπένγκλις, τον Στέρλινγκ Ρούμπι και τον Θίαστερ Γκέιτς ώστε να βλέπουν την κεραμική ως ένα πραγματικά ανοιχτό και επιτρεπτό μέσο, εύθραυστο αλλά ποτέ πολύτιμο.
Ο ελληνικής καταγωγής Πίτερ Βούλκος θεωρείται ο γίγαντας της μεταπολεμικής αμερικανικής κεραμικής και το κίνημα της κεραμικής του Λος Άντζελες του οφείλει τα πάντα. Η απελευθερωτική επιρροή του δεν περιορίστηκε στη χρήση του πηλού, αλλά επεκτάθηκε και σε εκείνη του μπρούτζου, δημιουργώντας αυτά που αποκαλούσαν αρχικά, βλέποντας τη δουλειά του, «άχρηστα ροκ εν ρολ αγγεία».
Ο Βούλκος υπήρξε ο πρώτος περφόρμερ-κεραμίστας αν και αυτός ο χαρακτηρισμός τον αδικεί, αδικεί το μεγάλο χάρισμα και την ενέργεια και τη μαγνητική του επιρροή στο κοινό που παρακολουθούσε μαγεμένο την πρωτοφανή επίδειξη ενός τεχνίτη, καλλιτέχνη, δάσκαλου, ο οποίος ατρόμητα και κυριαρχικά δάμαζε το μέσο.
Ο ελληνικής καταγωγής Πίτερ Βούλκος θεωρείται ο γίγαντας της μεταπολεμικής αμερικανικής κεραμικής και το κίνημα της κεραμικής του Λος Άντζελες του οφείλει τα πάντα. Η απελευθερωτική επιρροή του δεν περιορίστηκε στη χρήση του πηλού, αλλά επεκτάθηκε και σε εκείνη του μπρούτζου, δημιουργώντας αυτά που αποκαλούσαν αρχικά, βλέποντας τη δουλειά του, «άχρηστα ροκ εν ρολ αγγεία».
Στην ουσία ο Βούλκος έγινε ο εκπρόσωπος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού της κεραμικής που μέχρι την εποχή του περιοριζόταν στην κατασκευή χρηστικών αντικειμένων. Τα έργα του ένωσαν τους κόσμους της χειροτεχνίας και της καλής τέχνης.
Η δύναμη του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, η ιαπωνική κεραμική, ιδίως οι τερακόττες Hani-wa της πρώτης περιόδου, η επιρροή των έργων των Henri Matisse και Pablo Picasso, η φιλοσοφία και η πειθαρχία του Ζεν «διαβάζονται» και σήμερα στο έργο του που εξακολουθεί να είναι πηγή έμπνευσης, όπως και ο ίδιος, που άρχισε να πειραματίζεται με τον πηλό από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, σε μια εποχή που η κεραμική αναζητούσε τις ρίζες της σε διάφορες βιοτεχνικές παραδόσεις και που άνοιγαν οι ορίζοντες της αμερικανικής ζωγραφικής και γλυπτικής.
Ο Πίτερ (Παναγιώτης) Βούλκος γεννήθηκε το 1924 στο Μπόζμαντ της Μοντάνα και ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά του Αριστόβουλου Βουλκόπουλου και της Ευφροσύνης Βουλάλα. Η οικογένειά του είχε μεταναστεύσει στην Αμερική από την Ελλάδα το 1921 και ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού εστιατορίου. Η μητέρα του εμφύσησε στα παιδιά της τις αρετές της πειθαρχίας και της ομαδικής εργασίας. Μεγαλωμένος μέσα στη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της σύγχρονης ιστορίας, όταν τελείωσε το λύκειο άρχισε να δουλεύει ως μαθητευόμενος χυτευτής, κατασκευάζοντας καλούπια για εξαρτήματα μηχανών για πλοία του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού.
Το 1943 επιστρατεύτηκε στο Αεροπορικό Σώμα του Στρατού και υπηρέτησε ως οπλιστής αεροσκαφών στον Ειρηνικό, στη Σαϊπάν, μέχρι το 1946. Μετά την αποστράτευσή του και με χρηματοδότηση από το G.I. Bill, τον νόμο που υποστήριξε μέσα από επιδόματα τους απόστρατους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκινά καλλιτεχνικές σπουδές στο κρατικό κολέγιο της Μοντάντα, χωρίς προηγούμενη επαφή με την τέχνη.
Έπιασε στα χέρια του για πρώτη φορά πηλό σε ένα υποχρεωτικό μάθημα κεραμικής και, παρόλο που θα συνέχιζε να ζωγραφίζει και αργότερα να φτιάχνει μονοτυπίες και κολάζ, η επαφή με το υλικό ήταν καταλυτική. Του αναλογούσε 25 κιλά πηλός το εξάμηνο και όταν εξάντλησε την ποσότητα, άρχισε να ψάχνει να βρει τη δική του πηγή. Εκείνη την εποχή δούλευε με μερική απασχόληση στα Burger Inn και παρατήρησε ότι τα λάστιχα των φορτηγών που έφταναν εκεί είχαν λάσπη, οπότε βρήκε το μέρος από όπου έρχονταν τα φορτηγά και άρχισε να σκάβει και να διυλίζει τον δικό του πηλό.
Η εγγραφή του στο μάθημα κεραμικής της Frances Senska, της αποκαλούμενης «μητέρας της τέχνης της Μοντάνα», κεραμίστριας, εμβληματικής δασκάλας και συνιδρύτριας του κέντρου αγγειοπλαστικής Archie Bray, αποδεικνύεται καταλυτικής σημασίας και το ταλέντο του γίνεται εμφανές πριν καν αποκτήσει το πρώτο του πτυχίο το 1951.
Γρήγορα άρχισε να κερδίζει βραβεία σε σημαντικές εκθέσεις κεραμικής και σύντομα έγινε γνωστός στην εθνική κεραμική σκηνή ως ένας θαυμαστός φυσικός αγγειοπλάστης και παραγωγός κομψών λειτουργικών πήλινων αντικειμένων. Το έργο του θαυμαζόταν επίσης για τις πληθωρικές διακοσμήσεις του με πινέλο, οι οποίες γίνονταν με μια τεχνική με κερί – δανεισμένη από τη χαρακτική. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο California College of Arts and Crafts στο Όκλαντ και επέστρεψε στο Μπόζμαν όπου μαζί με έναν συμφοιτητή του, τον Rudy Autio, δημιούργησαν ένα κέντρο παραγωγής κεραμικής που πωλούσε σερβίτσια υψηλής ποιότητας.
Το καλοκαίρι του 1953 δίδαξε ένα μάθημα στο πειραματικό, διεπιστημονικό Black Mountain College, κοντά στο Asheville της Νέας Υόρκης, μετά από πρόσκληση των μόνιμων αγγειοπλαστών της σχολής.
Ήταν το καλοκαίρι που άλλαξε τη ζωή του. Εκεί γνώρισε τον ζωγράφο Robert Rauschenberg, τον συνθέτη John Cage, τον χορογράφο Merce Cunningham, τον ποιητή Charles Olson και τον συνθέτη David Tudor. Την ίδια περίοδο, επισκέπτεται για πρώτη φορά τη Νέα Υόρκη ως καλεσμένος του David Tudor και γνωρίζεται με προσωπικότητες της αμερικανικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, ζωγράφους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, τον Philip Guston, τον Willem de Kooning και τον Franz Kline. Από αυτήν τη στιγμή ο Βούλκος ήθελε το έργο του να έχει την κλίμακα και τη δύναμη που είχαν πετύχει τα έργα τους.
Ο αυθορμητισμός και η κλίμακα της ζωγραφικής της Σχολής της Νέας Υόρκης άλλαξαν την αισθητική του και η καριέρα του πήρε νέα τροπή, αφήνοντας πίσω του τις συμβάσεις της κεραμικής, συνδυάζοντας παραδοσιακές τεχνικές ψησίματος του πηλού με νέα υλικά, προσθέτοντας χειρονομιακά διακοσμητικά στοιχεία.
Εξαιτίας αυτής της ανάπτυξης μιας νέας πρακτικής συσχετίστηκε με το κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, ενώ ο ίδιος βρήκε έμπνευση στην έμφαση των αφηρημένων εξπρεσιονιστών σε μια δημιουργική διαδικασία με κύριες παραμέτρους την τύχη και την αυθόρμητη δράση, χρησιμοποιώντας όμως πηλό και τον τροχό του αγγειοπλάστη στη θέση του χρώματος και του πινέλου. Με το διαβολικό «Rocking Pot» του 1956, που υπάρχει σήμερα στο Smithsonian American Art Museum, ένα ανάποδο μπολ γεμάτο τρύπες, σπασμένο και συγκολλημένο με κομμάτια πηλού, αψήφησε την ιδέα ότι ένα καλοφτιαγμένο κομμάτι κεραμικής τέχνης πρέπει να είναι ένα σταθερό, στεγανό δοχείο.
Έναν χρόνο αργότερα μετακόμισε στο Λος Άντζελες για να αναλάβει την έδρα του νεοϊδρυθέντος τμήματος της κεραμικής στο Los Angeles County Art Institute, ενώ σχεδιάζει και οργανώνει τις εγκαταστάσεις του και το δικό του καμίνι δυο μέτρων το οποίο του επέτρεπε να κατασκευάζει μεγάλα γλυπτά. Παράλληλα συνεχίζει να ζωγραφίζει και ενσωματώνει τη ζωγραφική χειρονομία στην κεραμική δημιουργία. Έχοντας ιδεολογικές διαφορές με τη διοίκηση του Los Angeles County Art Institute, παραιτήθηκε και έναν χρόνο αργότερα, το 1958, ανέλαβε τη θέση βοηθού καθηγητή στο τμήμα εφαρμοσμένων τεχνών του Πανεπιστημίου της California.
Αυτό το διάστημα, δουλεύει και πετάει έργα, εγκαταλείπει κάθε έννοια χρηστικότητας και κατασκευάζει ειδικούς κλιβάνους για το ψήσιμο ογκωδών έργων από ψαμμάργιλο, φτιάχνοντας αγγεία και κυλίνδρους από 150 κιλά πηλού σε γλυπτά επιθετικά, με ύψος πέντε ή έξι πόδια. Πήρε μέρος στην πρώτη Μπιενάλε στο Παρίσι με υπουργό τον Αντρέ Μαλρό, που ήθελε να παρουσιάσει μια επισκόπηση της νέας δημιουργικότητας παγκοσμίως και να δημιουργήσει έναν τόπο εμπειριών και συναντήσεων.
Ο Βούλκος τιμήθηκε για τη συμμετοχή του με το βραβείο του Μουσείου Rodin. Ο κόσμος της κεραμικής που τον έχει επευφημήσει για τον ρόλο του στη σύνδεση της χειροτεχνίας με την τέχνη σοκάρεται από τα έργα του όταν τα αποκαλύπτει στην γκαλερί Landau στο Λος Άντζελες. Μετακομίζει στο Μπέρκλεϊ, φτιάχνει ένα χυτήριο στο ατελιέ του έκτασης 10.000 τετραγωνικών ποδών στη βιομηχανική περιοχή της πόλης και αρχίζει να πειραματίζεται με τη χύτευση των κεραμικών του σε μπρούντζο. Το 1960, την ίδια περίοδο, πραγματοποιείται ατομική του έκθεση στο MoMA της Νέας Υόρκης σε επιμέλεια του Peter Selz.
Στα αρχεία του ΜοΜΑ υπάρχει το δελτίο Τύπου της έκθεσης του Βούλκου που παρουσίασε έξι γλυπτά και έξι πίνακες στη δέκατη τρίτη έκθεση «New Talent» που παρουσίασε το μουσείο. Τα έργα πωλούνταν στα μέλη του μουσείου από 1.200-2.000 δολάρια τα γλυπτά και από 600-1.500 τα ζωγραφικά έργα. To 2020 ο οίκος δημοπρασιών Phillips πούλησε το γλυπτό του Βούλκος «Black Bulerias»,1958, για 1.264.200 δολάρια, τιμή-ρεκόρ για μεταπολεμικό έργο.
Οι ΝΥΤ εξήραν τις «αρρενωπές εικόνες των γλυπτών, που κυμαίνονται από συστάδες που μοιάζουν με ογκόλιθους μέχρι πολύπλοκα κομμάτια με ανοιχτό και κλειστό σχήμα που έχουν τους δυναμικούς ρυθμούς χορού», υπογραμμίζοντας την ξαφνική ωριμότητα του πηλού ως καλλιτεχνικού μέσου.
Αυτές οι «αρρενωπές εικόνες», χαρακτηρισμός που δεν θα έμπαινε σε καμία κριτική σήμερα, συνδέονται με τα εργαστήρια κεραμικής στο County Art Institute στα οποία δεν υπήρχαν ιεραρχικές διακρίσεις μεταξύ δασκάλου και μαθητών, ωστόσο η συντροφικότητα και ο αμοιβαίος πειραματισμός ήταν σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ ανδρών. Μάθημα δεν σήμαινε διαλέξεις αλλά «να μπαίνουμε σε αυτοκίνητα για να οδηγήσουμε σε όλη την πόλη εξερευνώντας εργοτάξια οικοδομών, καθώς και νέα γλυπτά και πίνακες που εμφανίζονταν σε τοπικές γκαλερί και μουσεία» λένε οι πρώην μαθητές του.
Ο πρώην μαθητής του Kenneth Price εξήγησε κάποτε τη σημασία της καριέρας του δασκάλου του. «Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρέασε όλους όσοι κάνουν τέχνη από πηλό», δήλωσε στους «Times» το 1999. «Είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο στον πηλό του 20ού αιώνα». Ο Βούλκος έγινε τακτικός καθηγητής στο Μπέρκλεϊ το 1967 και συνέχισε να διδάσκει μέχρι το 1985.
Εφηύρε δικά του εργαλεία και, όπως και με τα πήλινα δοχεία, έτσι και με τα μπρούτζινα έργα του, δούλευε μπροστά σε κοινό, χρησιμοποιώντας συχνά βιομηχανικούς σωλήνες, τους οποίους κάποιες φορές στρέβλωνε και τύλιγε πριν τους ενώσει για να σχηματίσει κυματοειδείς ρυθμικές φόρμες. Ενσωμάτωσε τεχνικές και εργαλεία από άλλους κλάδους, όπως επαγγελματικά μίξερ ζύμης για την ανάμειξη του πηλού, και μαζί με τον Paul Soldner ανέπτυξε έναν πρωτότυπο ηλεκτρικό τροχό.
Το σοκ που προκαλούσαν οι δημιουργίες του ήταν πρωτόγνωρο. Ενώ ο παραδοσιακός αγγειοπλάστης ανησυχεί για τον όγκο και την ελαφρότητα, εκείνος επιδίωξε τη μάζα και το βάρος. Αντί να ενσωματώσει την επιφανειακή διακόσμηση και τη φόρμα με έναν απρόσκοπτο, ενιαίο τρόπο, τα έθεσε το ένα ενάντια στο άλλο. Η ασυμμετρία αντικατέστησε τη συμμετρία. Όταν ένα κύπελλο τρυπήθηκε και γυρίστηκε ανάποδα για να σταθεί στο παχύτερο χείλος του, η λειτουργία του καταργήθηκε. Όλοι οι άλλοι κυνηγούσαν την απλουστευμένη κλασική ομορφιά, ενώ ο Βούλκος πήγε προς το ά-σχημο. Όμως, αυτή ήταν η «κλωτσιά» που χρειαζόταν ο κόσμος της κεραμικής για να βγει από την κατάθλιψη.
«Ο Πίτερ άνοιξε μια πόρτα», λέει ο ιστορικός της κεραμικής Γκαρθ Κλαρκ. «Απελευθέρωσε την κεραμική από τη θανατηφόρα λαβή του καλού γούστου, που ήταν η παράδοση των διακοσμητικών τεχνών».
Την επόμενη δεκαετία υλοποιεί πολλές αναθέσεις για μνημειακών διαστάσεων μπρούτζινα γλυπτά σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, όπως το San Francisco Hall of Justice, το Pasadena Art Museum, το Oakland Museum και την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, ενώ συστηματικά μεταφέρει τον χώρο εργασίας του σε όλο και μεγαλύτερους εργοστασιακούς χώρους που μετατρέπει σε σπίτι-εργαστήριο.
Επέστρεψε στον πηλό το 1968, εν μέρει επειδή τα χάλκινα έργα του δεν χωρούσαν μέσα από την πόρτα της γκαλερί της Ρουθ Μπράουνσταϊν.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 επικεντρώθηκε σε δύο βασικές κεραμικές φόρμες: τα τριώροφα, γλυπτικά «stack pots» και τις μεγάλες, πήλινες πιατέλες. Είχε πειραματιστεί για πρώτη φορά με πλακοειδείς φόρμες στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, κόβοντας, χαράζοντας, σκίζοντας και αναδιατάσσοντας τα κοινά, αρχετυπικά τους σχήματα. Αντίθετα, η νέα σειρά από πιατέλες ήταν πολύ διαφορετική.
Κατά τη διάρκεια του 1973-74, ο Βούλκος παρήγαγε μια περιορισμένη έκδοση διακοσίων διακοσμημένων πήλινων πιάτων, ειδικά για ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε ο επιμελητής Lee Nordness. Παρόλο που οι επιφάνειες αυτών των μάλλον ομοιόμορφων δίσκων έγιναν στον τροχό από έναν βοηθό, διακοσμήθηκαν από τον ίδιο τον Βούλκο.
Συχνά, ξεκινούσε σχεδιάζοντας με ένα μαχαίρι δύο ή τρεις αιχμηρές γραμμές στις ακόμα μαλακές επιφάνειές τους. Στη συνέχεια, με τους αντίχειρές του, πίεζε δυνατά από την κάτω πλευρά, δημιουργώντας τρύπες, ξεριζώνοντας κομμάτια πηλού. Συχνά, ο Βούλκος έκλεινε τις μικρότερες τρύπες και τα περάσματα με σβώλους ή μπάλες από λεία, λευκή πορσελάνη για να δημιουργήσει τονικές και υφολογικές αντιθέσεις. Αφήνοντας όμως κενές οπές στην κοίλη επιφάνεια, ο καλλιτέχνης εισήγαγε σκόπιμα το φως και τον χώρο στην αισθητική εξίσωση.
Ο Βούλκος έβλεπε το κυκλικό σχήμα της πιατέλας ως ένα παχύ, τρισδιάστατο επίπεδο, στην επιφάνεια του οποίου μπορούσε να συγχωνεύσει στοιχεία από το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον του τόσο για το αφηρημένο εξπρεσιονιστικό σχέδιο όσο και για τη γλυπτική, και όσο περνούσε ο καιρός έγιναν μεγαλύτερες και πιο γλυπτικές, με μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις στο χρώμα και τον τόνο.
Το 1978 θα γίνει αναδρομική έκθεση των έργων του στο Museum of Contemporary Crafts of the American Crafts Council στη Νέα Υόρκη παράλληλα με την έκδοση μονογραφίας του από τη Rose Slivka.
Η κεραμική του τέχνη μπήκε σε νέα της φάση το 1979, όταν ένας νεαρός κεραμίστας ονόματι Peter Callas κατασκεύασε τον πρώτο ιαπωνικό ξυλόφουρνο στη χώρα (στο Piermont της Νέας Υόρκης), ξεκίνησε να χρησιμοποιεί την παραδοσιακή ιαπωνική τεχνική του καμινιού Anagama και τον έπεισε να τον δοκιμάσει.
Το ακραίο απρόβλεπτο της διαδικασίας –στην οποία οι θερμοκρασίες δεν μπορούσαν να διατηρηθούν ομοιόμορφα και η φωτιά και η τέφρα συχνά αποχρωματίζουν τα γυαλώματα– ταίριαζε με την αγάπη του Πίτερ Βούλκος για το ατύχημα και τον αυθορμητισμό και το ιαπωνικό κίνημα λαϊκής τέχνης γνωστό ως mingei, με την έμφαση στην ασυμμετρία και τα τυχαία εφέ. Τα έργα που προέκυπταν –μεγάλα στοιβαγμένα κομμάτια και πλάκες που τις αντιμετώπιζε ως πίνακες ζωγραφικής– ήταν τα πιο τραχιά και πληθωρικά έργα του και, στα μάτια πολλών, τα καλύτερά του.
«Στη δική μου περίπτωση, δεν είχα σκοπό να κάνω τίποτα, πραγματικά... Θέλω να πω, δεν ήξερα καν ποιος ήμουν. Όλα απλά ήρθαν στη θέση τους. Δεν ξέρω αν ήταν απλά ο συγχρονισμός ή η τύχη ή οτιδήποτε άλλο, αλλά απλά συνέβη έτσι. Όλες οι κινήσεις έμοιαζαν να είναι οι σωστές. Απλά συνέβη. Κάθε τόσο, διαβάζεις για μένα ότι ξεκίνησα μια επανάσταση. Λοιπόν, πρώτον, δεν μου αρέσουν τα όπλα... κάθε είδους επανάσταση θα γίνει μέσα μου. Μου αρέσει να ανακαλύπτω τα πράγματα μέσα από τον εαυτό μου. Δεν μπήκα σε μουσείο μέχρι να γίνω περίπου 30 ετών. Έβλεπα όλα αυτά τα πράγματα και άρχισα να σκέφτομαι. Αναρωτήθηκα, τι σκεφτόντουσαν; Τι έτρωγαν; Τι έκαναν; Αρχίζεις να αποκτάς αυτή την εμπειρία μέσα από την ταπεινότητα» λέει σε μια συνέντευξή του ο Βούλκος.
Ο ρυθμός της δουλειάς του ήταν καταιγιστικός, ο ίδιος πληθωρικός και η δεκαετία του '80 τον βρίσκει να δουλεύει ακατάπαυστα. «Όσο πιο γρήγορα δουλεύω, τόσο το καλύτερο... αν αρχίσω να σκέφτομαι και να σχεδιάζω, αρχίζω να επινοώ και να σχεδιάζω. Δουλεύω κυρίως με το ένστικτο». Ενώ δουλεύει κυρίως σε κλίβανους Anagra με ξύλα, χρησιμοποιώντας μια απλοϊκή γιαπωνέζικη μέθοδο και διατηρώντας τη χαρακτηριστική του προσέγγιση ως προς τη δομή, το 1985 αποσύρεται από τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο της California και ένα χρόνο αργότερα μπαίνει σε κέντρο απεξάρτησης από το αλκοόλ και την κοκαΐνη.
Το 1995 γίνεται μια σημαντική αναδρομική του έκθεση στο Oakland Museum of Art, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισαν να γίνονται εκατοντάδες ατομικές του εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Τιμήθηκε με δεκάδες αμερικανικά και διεθνή βραβεία για το καλλιτεχνικό και διδακτικό του έργο και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας στο Montana State University του Bozeman, στο California College of Arts and Crafts του Oakland και στο San Francisco Arts Institute.
Υπάρχουν μερικές κινηματογραφημένες επιδείξεις του. Πολλές φορές σε αυτές τις δράσεις που έκανε σχεδόν συστηματικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες της ζωής του και στις οποίες έφτανε πλήθος κόσμου έφτιαχνε έργα μεγαθήρια των οποίων το μέγεθος τον ανάγκαζε να στέκεται πάνω σε σκαμνιά.
Αυτός ο ζωτικός πειραματισμός διέλυε τη μορφή του αγγείου, διασπώντας τα μέρη του και αναδιαμορφώνοντάς τα σε μια νέα οπτική γλώσσα που αντανακλούσε μια έντονη σωματικότητα καθώς και μια αίσθηση αμεσότητας και αυτοσχεδιασμού.
Χρησιμοποίησε το χρώμα και την αντίθεση για να διαταράξει την οπτική ακεραιότητα των αντικειμένων του, ωστόσο μέσα από την έντονη χρήση αποκάλυψε πρώτος την πραγματική ευαισθησία στα υλικά και τις συγγένειές τους. Το 2002, ο Πίτερ Βούλκος πέθανε από ανακοπή καρδιάς.
«Κατά τη διάρκεια της 50χρονης καριέρας του, ο Βούλκος άσκησε επιρροή ως στοχαστής, δάσκαλος και ατρόμητος καινοτόμος που ακολουθούσε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη πορεία» γράφει η Ρομπέρτα Σμιθ στους ΝΥΤ, αναφερόμενη στο έργο και την καθοριστικής σημασίας επίδρασή του στην ανανέωση της κεραμικής και στην αναθεώρησή της από εφαρμοσμένη σε υψηλή τέχνη.
Peter Voulkos at Archie Bray, 1955