Εδώ και δέκα μήνες περίπου, η Σοφία Βαλσαμάκη ανέλαβε ένα τεράστιο έργο, να καταγράψει και να ταξινομήσει το αρχείο του παππού της, του κορυφαίου κεραμιστή Πάνου Βαλσαμάκη. Κρατάει σημειώσεις με χρωματιστά μολύβια, διασταυρώνει στοιχεία, χρησιμοποιεί αυτοκόλλητα, βάζει αστερίσκους στα σημεία που πρέπει να ξαναδεί. «Τώρα που υπάρχει ο χρόνος, μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω» μας λέει.
Η ίδια, όπως και ο αδελφός της Πάνος, ακολούθησαν πορείες ζωής πέρα από την οικογενειακή παράδοση που θεμελιώθηκε από τον παππού τους και συνεχίστηκε από τους γονείς τους Αλέκο και Αφροδίτη.
«Μεγαλώνουμε, ωριμάζουμε και κατανοούμε καλύτερα την ευθύνη που έχουμε απέναντι στις προηγούμενες γενιές και στις επόμενες» υποστηρίζει, καθώς μας μυεί στο διώροφο κτίριο της λεωφόρου Κηφισίας ‒ξεναγός η ίδια άλλωστε‒, το οποίο μετράει πάνω από εξήντα χρόνια ζωής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο αρχιτέκτονας Μιχάλης Όρρος, σε συνεργασία με τον Πάνο Βαλσαμάκη, ανέλαβε να κατασκευάσει στο Μαρούσι ένα κτίριο που θα αποτελούσε το σπίτι και το εργαστήριο του καλλιτέχνη. Έκτοτε άλλαξαν πολλά, η οικιστική ανάπτυξη της περιοχής αναδιαμόρφωσε το τοπίο, ενώ η διάνοιξη της λεωφόρου Κηφισίας περιόρισε ένα μέρος του κτιρίου, ωστόσο εξακολουθεί έως σήμερα να εξυπηρετεί τους σκοπούς για τους οποίους φτιάχτηκε.
Στον «πολυχώρο» αυτόν –όπως θα μπορούσαμε να τον περιγράψουμε με σύγχρονους όρους‒ έζησε και δημιούργησε ο «ανανεωτής της κεραμικής τέχνης» στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Πριν εγκατασταθεί εκεί, όμως, είχαν προηγηθεί εξήντα χρόνια πυκνού βίου.
Το άνοιγμα του αρχείου του Πάνου Βαλσαμάκη, ωστόσο, δεν είναι «μουσειακή» υπόθεση γιατί όχι μόνο πραγματοποιείται στον χώρο όπου παράχθηκε ένα μεγάλο μέρος του υλικού του αλλά και με το εργαστήριο σε λειτουργία.
Γεννημένος στο Αϊβαλί το 1900, πολέμησε στο μικρασιατικό μέτωπο και μετά την κατάρρευσή του βρέθηκε στη Μασσαλία για να σπουδάσει Καλές Τέχνες. Εκεί ανακάλυψε την κεραμική. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του θα έλθει στην Αθήνα και θα αναλάβει από το 1929 έως και το 1942 την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εργοστασίου Κεραμεικός.
Στη συνέχεια θα βρεθεί στην Ανώνυμο Κεραμευτική Εταιρεία Λαυρίου (ΑΚΕΛ), και πάλι ως καλλιτεχνικός διευθυντής, όπου θα παραμείνει έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’50, οπότε μετέβη σε δικό του εργαστήριο στο Μαρούσι, όπου θα συνεχίσει να εργάζεται ανελλιπώς μαζί με τον γιο του Αλέκο και τη νύφη του Αφροδίτη έως το τέλος της ζωής του το 1986.
Η νεότητα στο Αϊβαλί, οι σπουδές στη μεσοπολεμική Γαλλία, τα γόνιμα χρόνια στον Κεραμεικό και στην ΑΚΕΛ και, φυσικά, η ώριμη τελευταία περίοδος στο Μαρούσι ‒η προσωπική πορεία και η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας‒ κρύβονται ανάμεσα σε φύλλα αλληλογραφίας και καρτ ποστάλ, χειρόγραφα με τα καλαίσθητα και καλοζυγισμένα γράμματα του Βαλσαμάκη, βιογραφικά σημειώματα, κουτιά με φωτογραφίες και ντοσιέ με αποκόμματα. Και, φυσικά, υπάρχουν τα σχέδια του καλλιτέχνη, τα οποία, όπως είχε υπολογίσει ο ίδιος, φτάνουν τα 10.000. Μαζί με αυτά και όλα εκείνα τα υλικά της περιόδου που το εργαστήριο λειτούργησε από τους Αλέκο και Αφροδίτη Βαλσαμάκη, έως και το 2010.
«Δεν ήξερα τι θα έβρισκα εκεί»
«Όταν αποφάσισα να ανοίξω το αρχείο, δεν ήξερα τι θα βρω» μας λέει η Σοφία Βαλσαμάκη. Παρότι η ένταση της δουλειάς, κατά τις δεκαετίες ακμής του εργαστηρίου, δεν επέτρεπε τη σχολαστική τήρηση αρχείων, φαίνεται πως ένα σημαντικό εύρος υλικών διασώθηκε. Τα αποσπάσματα από τον Τύπο αγγίζουν σχεδόν τα χίλια, ενώ πλάι στην οικογενειακή αλληλογραφία υπάρχει και η επαγγελματική, αλλά και οι επιστολές που αντάλλαξε με φίλους του, όπως ο Κόντογλου, ο Δούκας και ο Βενέζης.
Η επί μέρους παρατήρησή τους αποκαλύπτει συγκινητικές λεπτομέρειες. Σε μια καρτ ποστάλ του λιμανιού της Μασσαλίας ο Βαλσαμάκης ζωγράφισε δύο φιγούρες, η μία πάνω σε ένα σκάφος και η άλλη στην αποβάθρα. Είναι εκείνος και ο αδελφός του, που συναντιούνται. Σε ένα γράμμα προς τη μετέπειτα σύζυγό του σκιτσάρισε τον εαυτό του με στρατιωτική στολή – για να της δείξει πώς έμοιαζε όταν ήταν στο μέτωπο. «Είναι ίδιος με μια φωτογραφία που βρήκαμε» μας λέει η κ. Βαλσαμάκη. Η ηλικία πολλών φωτογραφιών ξεπερνάει τον έναν αιώνα, ενώ μια σειρά από σημαντικά τεκμήρια, όπως τα διπλώματα και οι τιμητικές διακρίσεις, έχει επίσης διασωθεί.
Φυσικά, τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν τα σχέδιά του. Τα παλαιότερα από τα μπλοκ ζωγραφικής χρονολογούνται τα χρόνια της Μασσαλίας, τα νεότερα φτάνουν έως και τη δεκαετία του ’80. Δίπλα τους εκείνα που δημιούργησε για έργα μεγάλων επιφανειών, όπως οι είσοδοι των κτιρίων. Στο εντυπωσιακό αυτό κομμάτι του αρχείου οι εκπλήξεις δεν λείπουν. Ανάμεσα στα σχέδια και οι μακέτες από τους τίτλους αρχής του Τζένη Τζένη.
Ένα μεγάλο και ανέγγιχτο κομμάτι είναι η βιβλιοθήκη του καλλιτέχνη. Σε αυτήν βρίσκονται τα βιβλία που εικονογράφησε, ανάμεσά τους και κάποια του ΟΕΔΒ, οι μονογραφίες για εκείνον αλλά και τα βιβλία που έγραψε και, φυσικά, εικονογράφησε ο ίδιος, καθώς, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε αφιερωθεί στη συγγραφή.
Ένα αρχείο που αποκαλύπτεται σε ένα εργαστήριο που δουλεύει
Το άνοιγμα του αρχείου του Πάνου Βαλσαμάκη, ωστόσο, δεν είναι «μουσειακή» υπόθεση γιατί όχι μόνο πραγματοποιείται στον χώρο όπου παράχθηκε ένα μεγάλο μέρος του υλικού του αλλά και με το εργαστήριο σε λειτουργία. Το 2015, μετά από μια πενταετή παύση των εργασιών που ακολούθησε μετά τον θάνατο του Αλέκου Βαλσαμάκη και τη συνταξιοδότηση της Αφροδίτης Βαλσαμάκη, η νέα γενιά αποφασίζει να βγει στο προσκήνιο, αξιοποιώντας τη συσσωρευμένη εμπειρία δεκαετιών αλλά και το απόθεμα σχεδίων του μεγάλου Έλληνα κεραμιστή, εκμεταλλευόμενη φυσικά της ευκαιρίες της ψηφιακής εποχής.
Ο Πάνος Βαλσαμάκης, με σπουδές στα οικονομικά και ενασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, αναλαμβάνει τον εκσυγχρονισμό του εργαστηρίου. «Η κεραμική πάντα με ευχαριστούσε και με ηρεμούσε, με χαλάρωνε. Όμως η αυτοπεποίθηση που απαιτείται για να αναλάβει κανείς την ευθύνη ενός τόσο σπουδαίου εργαστηρίου καλλιεργήθηκε μέσα από τις εμπειρίες που απέκτησα εργαζόμενος στον χρηματοπιστωτικό τομέα» μας λέει, προσθέτοντας ότι η οικογενειακή παράδοση έπρεπε να διασωθεί με τις κατάλληλες προσαρμογές, έτσι ώστε να προκύψει ένα βιώσιμο οικονομικά μοντέλο που θα μπορούσε να περάσει και στην επόμενη γενιά.
«Η οικονομική βιωσιμότητα ήταν απαραίτητη, καθώς η οικονομία είχε καταρρεύσει, όπως η οικοδομή αλλά και η κατανάλωση» αναφέρει ο κ. Βαλσαμάκης, που εκπόνησε το σχέδιο με το οποίο το εργαστήριο θα ερχόταν στο σήμερα.
«Προσπαθήσαμε να κατεβάσουμε το κόστος των πρώτων υλών και δώσαμε μεγάλη έμφαση στη δημιουργία e-shop στο etsy και στη διαφήμιση των προϊόντων μας μέσω των social media» μας λέει, προσθέτοντας ότι δόθηκε μεγάλη έμφαση στην εύρεση ενός αξιόπιστου συνεργάτη για την έγκαιρη παράδοση των παραγγελιών και στην παροχή customer service και branding υψηλού επιπέδου. Παράλληλα, αγόρασε νέο φούρνο, λιγότερο ενεργοβόρο, και δώρισε τους παλιούς στο υπό δημιουργία μουσείο για την ΑΚΕΛ στο Λαύριο.
«Δεν μας ενδιέφερε μόνο η προβολή των προϊόντων μας αλλά και η ενίσχυση της φήμης του εργαστηρίου μας μέσω της δημοσιοποίησης αποσπασμάτων από το αρχείο μας» τονίζει.
Το εργαστήριο τότε
Από κοντά και η μητέρα τους, Αφροδίτη Βαλσαμάκη, που βλέπει πλέον την αναγέννηση του εργαστηρίου. Μερικά χρόνια πριν ίσως να μην περίμενε αυτή την εξέλιξη. «Τα πράγματα πρέπει να ανανεώνονται. Οι νέοι άνθρωποι έχουν και νέες ιδέες, έτσι πάμε παραπέρα» μας λέει η ίδια, που εργάστηκε σκληρά για πενήντα χρόνια.
«Ήταν πάντα ένα ανοιχτό σπίτι, το στέκι μας» θυμάται, ενώ περιγράφει τον τρόπο λειτουργίας αυτού του χώρου όπου μια οικογένεια συνυπήρχε και συνδημιουργούσε.
«Στις εννιά ξεκινούσαμε δουλειά. Ήμασταν συντονισμένοι και είχαμε καλή συνεργασία. Δουλεύοντας τραγουδούσαμε. Περνούσαμε ευχάριστα, ήμασταν καλή ομάδα. Έρχονταν φίλοι και πελάτες. Τους εξυπηρετούσαμε. Τρώγαμε στη μία και στις τέσσερις συνεχίζαμε, έως και τις επτά. Κάναμε τραπέζια, τουλάχιστον μία ή δύο φορές την εβδομάδα».
Η κόρη της τη χαρακτηρίζει ως την αφανή ηρωίδα του εργαστηρίου. «Όλες οι γυναίκες των απανταχού κεραμιστών βοηθούσαν τους άνδρες τους, όλες ήταν αφανείς ηρωίδες» μας λέει εκείνη. «Οι επόμενες γενιές γυναικών ήταν χειραφετημένες. Είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό, ήταν ανεξάρτητες σε σχέση με την εποχή που ξεκίνησα εγώ».
Η παραγωγή του εργαστηρίου πέρασε από τα χέρια της. Μετά τον θάνατο του Πάνου Βαλσαμάκη και για πάνω από δύο δεκαετίες έτρεξε μαζί με τον σύζυγό της, Αλέκο, το εργαστήριο. «Δουλέψαμε με αρχιτέκτονες και κάναμε ένθετα σε εισόδους πολυκατοικιών. Είναι, πια, η προσωπική μου δουλειά, εμένα και του Αλέκου. Εγώ έκανα τα σχέδια και τα χρώματα κι εκείνος την τεχνική επεξεργασία. Κατέφυγα στα γεωμετρικά, ήθελα η δουλειά μου να μη θυμίζει πολύ Βαλσαμάκη ‒ τον είχαν αντιγράψει όλοι. Είχα πολλές ιδέες, ήταν κάτι καινούργιο. Με τον Αλέκο δημιουργήσαμε μια νέα τεχνική, πιο λαμπερή, πιο φωτεινή, με πιο έντονα χρώματα».
Το αρχείο μετά το άνοιγμα
Ποιοι είναι, όμως, οι στόχοι της Σοφίας Βαλσαμάκη για το αρχείο, πέρα από τη διαδικτυακή, μικρής έκτασης χρήση του; «Πρώτα απ’ όλα, θέλω να σωθεί» αναφέρει, ενώ είναι ανοιχτή στη συνδρομή ειδικών, αφού όμως καταλογογραφήσει πλήρως τα ευρήματα. «Πρέπει να ξέρουμε τι έχουμε πριν περάσουμε στην ψηφιοποίηση και την ενδεχόμενη συμπερίληψη μερών του αρχείου σε κάποιο ίδρυμα ή μουσείο».
Παράλληλα, η συγγραφή ενός βιβλίου για τη ζωή και το έργο του Πάνου Βαλσαμάκη, βασισμένου στα όσα έρχονται πλέον στο φως, είναι μέσα στους επόμενους στόχους της, ενώ με τον αδελφό της συζητούν για το πώς θα συστήσουν το έργο του Έλληνα κεραμιστή σε νεότερες ηλικίες.
Η αναψηλάφηση του αρχείου όμως, με ό,τι αυτή μπορεί να επιφέρει, φαίνεται πως συνδέεται άρρηκτα με την επανεκκίνηση του εργαστηρίου. Πέρα από την παραγωγή κεραμικών, με πελάτες σε όλον τον κόσμο, σχεδιάζονται μαθήματα, τα οποία θα είχαν ξεκινήσει ήδη, αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία. Και οι ξεναγήσεις στον χώρο είναι στα υπό μελέτη σενάρια.
Με κάποιον τρόπο, οι δύο ποιότητες που καθόρισαν το διώροφο κτίριο στο Μαρούσι, οι πολλαπλές του χρήσεις και η ικανότητά του να είναι πόλος έλξης ανθρώπων, φαίνεται να διατηρούνται αναλλοίωτες στον χρόνο. Και ενώ η τρίτη γενιά της οικογένειας έχει αναλάβει πλέον τα ηνία, η Σοφία Βαλσαμάκη διαμηνύει με αισιοδοξία ότι «βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή».