Η ΛΕΞΗ «MANEL» ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΓΓΛΙΚΟΣ νεολογισμός που προέκυψε ως συνδυασμός των λέξεων «male» και «panel». Ο όρος χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει τη σε βάρος των γυναικών έμφυλη ανισορροπία στη σύνθεση των δημόσιων συζητήσεων, επιτροπών και στρογγυλών τραπεζών, στιγματίζοντας την κυριαρχία της ανδρικής παρουσίας σε όλα αυτά τα fora.
Παρότι υπάρχει αριθμητική υπεροχή των γυναικών στον γενικό πληθυσμό και ο αριθμός αυτών που εισέρχονται στον χώρο της έρευνας, όπως και σε αρκετούς επαγγελματικούς τομείς (υγεία, παιδεία κ.λπ.) είναι ανοδικός, η δημόσια σφαίρα ανδροκρατείται και η γυναικεία παρουσία παραμένει υποεκπροσωπούμενη και περιθωριακή.
Με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις (Σκανδιναβικές Χώρες), το πρόβλημα θεωρείται διεθνές: από τα επιστημονικά συνέδρια μέχρι τα τηλεοπτικά talk shows και από τις πρωτοβουλίες που έχουν μια κοινωνική αποστολή μέχρι θεσμούς που χρηματοδοτούνται με δημόσιο χρήμα, είναι όχι σπάνια η πρακτική να μη δίνεται βήμα σε γυναίκες, ακόμα κι αν υπάρχει αναγνωρισμένη επαγγελματική εμπειρία, δαημοσύνη και τεχνογνωσία εκ μέρους τους.
Και ενώ σε επίπεδο Ε.Ε. και αναπτυγμένων δημοκρατιών γίνονται προσπάθειες να γεφυρωθεί το έμφυλο χάσμα, στην Ελλάδα τα πράγματα παραμένουν καθηλωμένα, αν δεν κινούνται κιόλας σε μια αντίθετη τροχιά.
Έχει επισημανθεί το γεγονός πως ακόμη κι όταν το επίδικο αφορά γυναικεία ζητήματα, η διαχείρισή του ανατίθεται σε άνδρες. Από την επιτροπή του αμερικανικού κογκρέσου το 1991 που εξέτασε την καταγγελία της Αφροαμερικανίδας νομικού Anita Hill για σεξουαλική παρενόχλησή της από τον δικαστή Clarence Thomas μέχρι την επιτροπή Tραμπ για τις αμβλώσεις που συγκροτήθηκε το 2017, είναι πλήθος τα έμφυλα ζητήματα από τη διαχείριση των οποίων απουσιάζει η γυναικεία συμμετοχή.
Πρόκειται για ένα γεγονός που σχετίζεται με την έκβασή τους: εν προκειμένω, η Hill κατηγορήθηκε για ψευδή κατάθεση και απολύθηκε από το πανεπιστήμιο στο οποίο εργαζόταν, ενώ το μανιπουλάρισμα του διορισμού δικαστών από τον Τραμπ οδήγησε στην κατάργηση του συνταγματικού δικαιώματος στην άμβλωση.
Κάνοντας λόγο για τα male-only/all-male panels (manel), είναι προφανές ότι το ζήτημα δεν είναι απλώς αριθμητικό και δεν εξαντλείται στην εύλογη κριτική όσον αφορά την έλλειψη ισορροπίας των φύλων σε δημόσια γεγονότα και όργανα λήψης αποφάσεων. Υπάρχει επιπλέον μια σημαντική συμβολική διάσταση που σχετίζεται με το ίδιο το υπόβαθρο της πολιτικής εμπιστοσύνης και της νομιμοποίησης των πολιτικών αποφάσεων.
Η ισότιμη συμμετοχή γυναικών και η ύπαρξη πλουραλισμού στις συνθέσεις επιτροπών και στα fora που συζητούν και διαχειρίζονται έμφυλα και άλλα ευαίσθητα κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα μπορούν να επηρεάσουν θετικά τη γνώμη των πολιτών. Με άλλα λόγια, όσο πιο συμπεριληπτικά είναι τα σχετικά fora/επιτροπές που χειρίζονται έμφυλα ζητήματα, τόσο αυξάνονται η επιδοκιμασία και η συναίνεση των πολιτών σε αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με τα συγκεκριμένα ζητήματα.
Αυτή η υπό προϋποθέσεις θετική επίδραση έχει ιδιαίτερη σημασία ιδίως όταν πρόκειται για τη διαχείριση δύσκολων ζητημάτων, ο συμπεριληπτικός, βάσει φύλου χειρισμός των οποίων θα μπορούσε να αλλάξει την αντίληψη ότι οι αποφάσεις που έχουν δρομολογηθεί είναι βλαπτικές για τα συμφέροντα των γυναικών ή άλλων υποεκπροσωπούμενων κοινωνικών ομάδων (Α. Clayton, D. O’Brien, J. Piscopo 2019).
Παρότι η συμπερίληψη γυναικών και υποεκπροσωπούμενων ομάδων παράγει νομιμοποίηση και επιπλέον συμβάλλει στην οργανωτική επιτυχία μεγάλων events που κατορθώνουν έτσι να προσελκύουν περισσότερους σπόνσορες και να έχουν μεγαλύτερη ορατότητα (βλ. σχετικά περιοδικό «Nature», 10/9/2019), το φαινόμενο των έμφυλων διακρίσεων παραμένει μια εξακολουθητική κατάσταση. Πρόκειται για ένα δυσάρεστο κατάλοιπο που φανερώνει τις πολιτισμικές ρίζες και το βαθύ δομικό υπόβαθρο επιλογών οι οποίες στηρίζονται στην έμφυλη ανισορροπία.
Και ενώ σε επίπεδο Ε.Ε. και αναπτυγμένων δημοκρατιών γίνονται προσπάθειες να γεφυρωθεί το έμφυλο χάσμα, στην Ελλάδα τα πράγματα παραμένουν καθηλωμένα, αν δεν κινούνται κιόλας σε μια αντίθετη τροχιά.
Να σημειωθεί ότι πλέον η κατάσταση αυτή δεν φαίνεται να έχει κάποια ιδιαίτερη πολιτική και ιδεολογική χροιά: δηλαδή αν στο παρελθόν ήταν περισσότερο μια πρακτική συντηρητικών φορέων, τα ανδρικής σύνθεσης πάνελ εντοπίζονται πια σε διαφορετικές περιοχές του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα. Είναι ενδιαφέρον ότι επειδή υπάρχει μια κοινή πρακτική υποεκπροσώπησης των γυναικών από περιβάλλοντα που ανήκουν σε διαφορετικούς χώρους δεν υπάρχει στοιχειώδης συστολή όσον αφορά τη συντήρηση, διάχυση και διεύρυνση του έμφυλου χάσματος.
Από τη δημόσια τηλεόραση μέχρι τα ιδιωτικά media και από καθιερωμένες μέχρι εναλλακτικές πρωτοβουλίες, τα ανδρικά πάνελ και κάθε είδους συνθέσεις που αναπαράγουν έμφυλες ανισορροπίες τείνουν να θεωρούνται μια κανονικότητα, ενώ πλέον δεν σχολιάζονται καν ούτε ακραίες εκφράσεις γυναικείας υποεκπροσώπησης.
Το επιχείρημα ότι αυτό συμβαίνει διότι οι γυναίκες δεν είναι διαθέσιμες να μετάσχουν είναι σαθρό και περισσότερο αποκαλύπτει την έλλειψη διάθεσης των οργανωτών να κινηθούν πέραν μιας δοκιμασμένης confort zone. Παράλληλα υποκρύπτει υποτίμηση όσον αφορά την εμπειρογνωσία των γυναικών, όπως και όταν γυναίκες καλούνται να μιλήσουν αποκλειστικά για να εκπροσωπήσουν το φύλο τους και όχι ως εμπειρογνώμονες στον τομέα τους.
Στην Ελλάδα δεν ήμασταν ποτέ μπροστά στο πεδίο της έμφυλης και κοινωνικο-πολιτισμικής ποικιλομορφίας· ωστόσο από τη δεκαετία του 1980 και μετά έγιναν ορισμένα θετικά βήματα. Η παρατηρούμενη πλέον στασιμότητα ή και οπισθοχώρηση πρέπει να προβληματίσει αλλά και να μεταστραφεί προς μια κατεύθυνση αλλαγής νοοτροπίας που όχι μόνο θα διορθώσει κοινωνικές ανισορροπίες αλλά θα συμβάλει και στη δημιουργία θετικών προτύπων για τις έμφυλες ταυτότητες συνολικά.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.