Πολλά πράγματα απουσιάζουν από τους πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ. Και κυρίως, οι άνθρωποι. Όταν την ζωγράφιζε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η Νέα Υόρκη ήταν η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, ωστόσο οι δρόμοι του είναι συχνά άδειοι ή στοιχειωμένοι από ελάχιστες απομονωμένες φιγούρες. Η Νέα Υόρκη ήταν τότε, όπως είναι και τώρα, μια πόλη πλούσια σε φυλετική και εθνογραφική ποικιλομορφία, αλλά και αυτό το στοιχείο φαίνεται να απουσιάζει από τη φαντασία του Χόπερ.
Το Μανχάταν είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται σε ένα ανελέητα κάθετο τοπίο όταν ο καλλιτέχνης εγκαταστάθηκε εκεί το 1908, στους πίνακές του όμως το πλαισιώνει οριζόντια, κόβοντας τις κορυφές των νέων πολυώροφων κτιρίων. Αυτή η απάλειψη της νεωτερικότητας αποτυπώνεται στους δρόμους χωρίς αυτοκίνητα, στις ράγες χωρίς τρένα και στους ουρανούς χωρίς αεροπλάνα που γέμιζαν ήδη τον εναέριο χώρο την εποχή του θανάτου του Hopper το 1967, σε ηλικία 84 ετών.
Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να κάνει το έργο του Χόπερ να μοιάζει παλιομοδίτικο και εκτός σύγχρονης πραγματικότητας, δεν είναι όμως αυτή η εντύπωση που προκύπτει από την εκτενή και διαφωτιστική έκθεση του Μουσείου Whitney με τίτλο «Η Νέα Υόρκη του Έντουαρντ Χόπερ», η οποία περιλαμβάνει περίπου 200 πίνακες, ακουαρέλες, γκραβούρες και σχέδια. Μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη η χήρα του, Τζοζεφίν Νίβισον Χόπερ, κληροδότησε έναν τεράστιο θησαυρό έργων του στο Whitney, που αποτελεί το πιο Νεοϋορκέζικο από όλα τα μεγάλα μουσεία της πόλης ως προς την απήχηση στο κοινό του, και η έκθεση του Χόπερ μοιάζει απόλυτα εναρμονισμένη με το πνεύμα του ιδρύματος: μια πρόσκληση προς τους Νεοϋορκέζους, παλιούς, σημερινούς και μελλοντικούς, να αναλογιστούν γιατί η πιο σημαντική πόλη του κόσμου αποτελεί ταυτόχρονα την αιτία και την θεραπεία της μοναξιάς.
Το κλειδί του αινίγματος είναι η σιωπή. Όταν λείπουν οι άνθρωποι, λείπει κι ο θόρυβος συνήθως. Το παράδοξο όμως με τους πιο σπουδαίους πίνακες του Χόπερ είναι ότι μοιάζουν σιωπηλοί, παρότι το θέμα τους υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου soundtrack. Δεν υπάρχουν άνθρωποι στις υπέροχες υδατογραφίες του που απεικονίζουν ταράτσες, στέγες, δεξαμενές νερού, καμινάδες και φεγγίτες. Δεν θα έπρεπε όμως να ακούγεται ο θόρυβος της πόλης κι από ψηλά, μερικούς ορόφους μόνο πάνω από τη φασαρία του δρόμου;
Η αίσθηση της σιωπής είναι χειροπιαστή σχεδόν, κι ακόμη και αν ήμασταν ένα περιστέρι που κάθεται στο περβάζι του παραθύρου, αυτό το πιάνο θα ήταν βουβό.
OTAN οι άνθρωποι είναι παρόντες, οι στρατηγικές της σιωπής που μεταχειρίζεται ο Χόπερ γίνονται ακόμη πιο πολύπλοκες. Ανεξάρτητα από το αν βρισκόμαστε μέσα στο δωμάτιο ή έξω από αυτό - κοιτάζοντας μέσα με μια ηδονοβλεπτική αποστασιοποίηση - τα παράθυρα εξαλείφουν κάθε αίσθηση αυτού που οι κινηματογραφιστές αποκαλούν ήχους της διήγησης, και προκύπτουν οργανικά από τα πράγματα που απεικονίζονται στο κάδρο. Στον πίνακα του 1932, «Δωμάτιο στη Νέα Υόρκη» (“Room in New York”), κατασκοπεύουμε μέσα από ένα παράθυρο μια οικιακή σκηνή στην οποία ένας άνδρας διαβάζει μια εφημερίδα ενώ μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα κάθεται άπραγη πλάι στο πιάνο, διαλέγοντας μια νότα με τον δείκτη του δεξιού της χεριού. Η αίσθηση της σιωπής όμως είναι χειροπιαστή σχεδόν, κι ακόμη και αν ήμασταν ένα περιστέρι που κάθεται στο περβάζι του παραθύρου, αυτό το πιάνο θα ήταν βουβό.
Η λίστα είναι μεγάλη: Κουρτίνες που κυματίζουν σιωπηλά στον άνεμο, άνθρωποι που συγκεντρώνονται σε ένα θέατρο χωρίς το μουρμουρητό του πλήθους ή τον ήχο της ορχήστρας που «κουρδίζει» στο βάθος, ηθοποιοί που χαιρετούν το κοινό στο χείλος της σκηνής, το χειροκρότημα όμως έχει απορροφηθεί από κάποιο παράξενο, ακουστικό κενό. Στον κόσμο του Χόπερ, τα γεμάτα από κόσμο εστιατόρια είναι τόσο σιωπηλά όσο και οι άδειοι δρόμοι το ξημέρωμα. Κάτι συμβαίνει εδώ, κάτι πιο έντονο από την υπόκωφη φαντασμαγορία της αστικής ζωής.
Η διαγραφή από τον Χόπερ του θορύβου της πόλης είχε πιθανόν να κάνει με μια εσωτερικευμένη άμυνά του ενάντια στην αλλαγή, και ειδικά στην απώλεια της παλιάς, «χαμηλής» Νέας Υόρκης που γνώριζε από την επί δεκαετίες διαμονή του στην πλατεία Ουάσινγκτον. Χρόνο με το χρόνο, η πόλη γινόταν πιο θορυβώδης, πιο πυκνή και χαοτική. Ίσως στην προσπάθειά του να παγώσει τον χρόνο, να κρατήσει μια εικόνα της πόλης που εξαφανιζόταν, πάγωσε και τους ήχους της. Φανταστείτε μια ταινία για την ζωή στην πόλη, παγωμένη σε ένα μόνο καρέ, με την εικόνα στατική και την ηχητική υπόκρουση σβησμένη.
Ένα κεφάλαιο της έκθεσης το οποίο είναι αφιερωμένο στο θέατρο (ο Χόπερ και η σύζυγός του ήταν τακτικοί θαμώνες) θέτει επίσης το ζήτημα των θεαμάτων και της θεαματικότητας, και τον τρόπο με τον οποίο η Νέα Υόρκη μετατρέπει τη ζωή σε παράσταση και τους κατοίκους της σε παθητικό κοινό. Ο «τέταρτος τοίχος» που χωρίζει το κοινό από τους ηθοποιούς μοιάζει να είναι πάντα παρών στο έργο του Hopper, απορροφώντας τους ήχους, όπως απορροφούν οι τοίχοι και οι σκιές σε έναν πίνακα του Βερμέερ, κάθε μορφή ενέργειας που είναι ξένη και περιττή στη σκηνή που απεικονίζεται.
Οι πίνακες του Χόπερ αιχμαλωτίζουν μια Νέα Υόρκη που χάθηκε, συγχρόνως όμως μοιάζουν να προβλέπουν το Instagram, εκεί όπου αμυνόμαστε ενάντια στην εξαφάνισή μας κατασκευάζοντας εικόνες μιας τέλειας ύπαρξης. Στο έργο του Χόπερ, η Νέα Υόρκη ήταν η τέλεια πόλη, όχι ακριβώς εξιδανικευμένη, αλλά απαλλαγμένη από οτιδήποτε παρέμβαινε στην δική του, ιδιωτική αντίληψη για το μέρος.
Πηγή: The Washington Post