Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατο της Nelly’s και πενήντα χρόνια από την έναρξη λειτουργίας των Φωτογραφικών Αρχείων του, το Μουσείο Μπενάκη, θεματοφύλακας του πολύτιμου έργου της από το 1984, διοργανώνει την πιο μεγάλη αναδρομική έκθεση της «μεγάλης κυρίας της ελληνικής φωτογραφίας» που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα και επανασυστήνει τη δημιουργό στο σύγχρονο κοινό.
«Είναι η πρώτη φορά που θα δει κανείς το σύνολο του έργου της, με εικόνες που είναι γνωστές, όπως οι χορεύτριες Νικόλσκα και Μόνα Πάεβα στον Παρθενώνα, αλλά και πάρα πολλές που δεν ξέρει, ειδικά από τα χρόνια της Nelly’s στην Αμερική» λέει η κ. Αλίκη Τσίργιαλου, υπεύθυνη των Φωτογραφικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη και επιμελήτρια της έκθεσης, που αποτελείται από περισσότερες από 500 φωτογραφίες της Nelly’s: 350 πρωτότυπες εκτυπώσεις επιλεγμένες από το αρχείο της φωτογράφου συμπληρώνονται με 150 ψηφιακά τυπώματα από τα αρνητικά της. «Η έκθεση και η έκδοση του καταλόγου δεν πρόκειται να ανατρέψουν αυτά που ξέρουμε ήδη για τη Nelly’s, έρχονται όμως να επιβεβαιώσουν την υστεροφημία της και να τοποθετήσουν το έργο της στο χρονικό και θεματικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιήθηκε».
Τα περισσότερα αφιερώματα που έχουν γίνει γύρω από το έργο της Nelly’s επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτές τις φωτογραφίες, κυρίως τις γυμνές, και στην αναστάτωση που προκάλεσαν στη συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία του Μεσοπολέμου. Για αρκετό κόσμο η Nelly’s υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.
Η Nelly’s γεννήθηκε στο Αϊδίνι το 1899 –το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Σουγιουλτζόγλου– και στα δεκαεννιά της έζησε τα γεγονότα της σφαγής του Αϊδινίου, τα οποία επηρέασαν την ψυχολογία της. Η οικογένειά της στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, αλλά η Nelly’s κατάφερε να πείσει τον πατέρα της να συνοδέψει τον μικρότερο αδελφό της στη Δρέσδη. Τα δύο παιδιά ανέλαβε ο τότε πρόξενος της Ελλάδας στη Δρέσδη, Ιωάννης Μίλερ, γνωστός του πατέρα τους. «Ο σκοπός της Nelly’s ήταν να σπουδάσει μουσική και ζωγραφική, ώστε να αποκτήσει μια οικονομική ανεξαρτησία, αλλά στη Δρέσδη επισκέφτηκε για πρώτη φορά φωτογραφικές εκθέσεις και είδε την τέχνη της φωτογραφίας σε μια τελείως διαφορετική διάσταση από ό,τι ενδεχομένως να την είχε γνωρίσει στη Σμύρνη ή στο Αϊδίνι» λέει η κ. Τσίργιαλου. «Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να βιοποριστεί μέσα από τη φωτογραφία και στράφηκε σε αυτή. Παρακολούθησε μαθήματα αρχικά με τον Ούγκο Έρφουρθ, ο οποίος ήταν διακεκριμένος φωτογράφος της πόλης, και στη συνέχεια με τον Φραντς Φίντλερ, λίγο νεότερο, μαθητή του Έρφουρθ, που είχε μια πιο φρέσκια και “ρομαντική” προσέγγιση στη φωτογραφία πορτρέτου».
Η περίοδος της Δρέσδης είναι ένας από τους τρεις άξονες της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη. Στην πόλη εκείνη την περίοδο υπάρχουν γυναίκες φωτογράφοι, οι οποίες δραστηριοποιούνται επαγγελματικά και συμμετέχουν σε φωτογραφικές εκθέσεις και διαγωνισμούς. H Nelly’s είναι είκοσι χρονών και βλέποντας ένα επάγγελμα στο οποίο οι γυναίκες μπορούν να διαπρέψουν σκέφτεται ότι μπορεί να το κάνει και η ίδια.
«Η Nelly’s αγάπησε τη φωτογραφία, ίσως τελικά και περισσότερο από τη ζωγραφική, και την υπηρέτησε μέχρι το τέλος της επαγγελματικής της καριέρας, στο καλύτερο δυνατό επίπεδο» εξηγεί η κ. Τσίργιαλου. «Στη Δρέσδη, όπου μαθητεύει, αποκτά γερές βάσεις στη φωτογραφία πορτρέτου. Με το εφόδιο αυτό θα δουλέψει στη συνέχεια στην Ελλάδα. Θα έρθει επίσης σε επαφή με τη φωτογραφία χορού, περισσότερο ως μαθήτρια του Φίντλερ, ο οποίος την εμπιστεύτηκε και πίστεψε στις δυνάμεις της. Μάλιστα, την ώθησε ο ίδιος να φωτογραφίσει τις χορεύτριες της σχολής της Μέρι Γουίτμαν, που είχε ξεκινήσει τη λειτουργία της από το ’14 στη Δρέσδη, στο στούντιό του αλλά και στην εξοχή της σαξονικής τότε Ελβετίας».
Οι λήψεις αυτές εντυπωσίασαν πολύ τον Φίντλερ. Πρότεινε σε έναν φίλο του εκδότη να τις συμπεριλάβει σε ένα μικρό βιβλίο με φωτογραφίες γυμνού, και θα τις εκθέσει στην Ακαδημία της Δρέσδης, στο πλαίσιο μιας ομαδικής έκθεσης αφιερωμένης στον χορό και στο γυμνό.
Μόλις ολοκληρώνει τις σπουδές της, η Nelly’s έρχεται στην Αθήνα. «Η ημερομηνία άφιξής της στην Ελλάδα δεν είναι γνωστή, υπολογίζουμε όμως ότι έρχεται στις αρχές του ’24» λέει η κ. Τσίργιαλου. «Νοικιάζει έναν πολύ μικρό χώρο στην οδό Ερμού, στον τότε αριθμό 49, τον οποίο κάνει στούντιο. Η ίδια λέει ότι για να αποτυπώσει ένα ολόσωμο πορτρέτο έπρεπε να μεταφέρει τη μηχανή της στο διπλανό δωμάτιο, για να υπάρχει η εστιακή απόσταση του φακού. Μένει σε αυτό το στούντιο μέχρι το ’31, οπότε αποφασίζει να μετακομίσει σε έναν μεγαλύτερο χώρο, ο οποίος της δίνει και περισσότερες δυνατότητες. Εκεί αλλάζει και το σκηνικό που έχει για να φωτογραφίζει πορτρέτα. Κάνει περισσότερα ολόσωμα πορτρέτα και πειραματίζεται πιο πολύ με τα φώτα. Τα πορτρέτα της είναι βαθιά επηρεασμένα από τους δασκάλους της και από όλα όσα έμαθε στη Δρέσδη. Υπάρχουν πορτρέτα στα οποία μπορεί να δει κανείς ξεκάθαρα την επιρροή του Ούγκο Έρφουρθ, που εστίαζε καθαρά στο πρόσωπο, προσπαθώντας να αποδώσει την ψυχολογία του ανθρώπου μέσα από την έκφραση και το βλέμμα, σε ουδέτερο φόντο, αλλά υπάρχουν και πορτρέτα που είναι λίγο πιο απόμακρα, συμπεριλαμβάνουν δηλαδή μπούστα, τα χέρια, με μια αίσθηση κίνησης που είναι πολύ χαρακτηριστικά στοιχεία της δουλειάς του Φίντλερ. Όλα αυτά, βέβαια, τα μεταφέρει μέσα από το δικό της βλέμμα».
Η Nelly’s ασχολείται με τη φωτογραφία πορτρέτου σε όλη τη διάρκεια της παραμονής της στην Αθήνα, από το 1924 ως το 1939, όμως τα πρώτα χρόνια πειραματίζεται με τα γυμνά, φωτογραφίζει τον Δημήτρη Καραμπάτη, έναν αθλητή απ’ τη Σμύρνη –ένα μπούστο γυμνό με φόντο τον Παρθενώνα–, και όταν έρχεται η Μόνα Πάεβα το 1925, η πρώτη μπαλαρίνα της Opera Comique, τη φωτογραφίζει αρχικά στο στούντιό της και μετά στον Παρθενώνα να χορεύει, αλλά και γυμνή. Την ίδια περίοδο φωτογραφίζει τους πρόσφυγες για τον Near East Relief, έναν οργανισμό ο οποίος μεριμνούσε για τα ορφανά των προσφύγων.
«Την Ακρόπολη τη φωτογραφίζει από δικό της μεράκι, γιατί όλες οι περιγραφές του πατέρα της για τον ελληνικό πολιτισμό είναι μπροστά της. Βγαίνει από το φωτογραφείο της και την έχει δίπλα της, και όλες αυτές οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσε βρίσκονται εκεί» λέει η κ. Τσίργιαλου. «Να μην ξεχνάμε ότι η Nelly’s έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και ο χώρος είναι πρωτόγνωρος για εκείνη. Η Αθήνα και η ύπαιθρος, στην οποία περιοδεύει σχετικά νωρίς, είναι ένας τόπος που συναντά για πρώτη φορά και μεταφέρει στο φωτογραφικό της κάδρο».
Η Nelly’s –που έχει ήδη παντρευτεί και έχει προσθέσει στο όνομά της το επώνυμο του συζύγου της, Σεραϊδάρη– προερχόταν από αστική οικογένεια, ο πατέρας της είχε γνωριμίες με την ανώτερη τάξη της Αθήνας, και από την πλευρά του συζύγου της υπήρχε στενή σχέση με τον Βενιζέλο. «Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι τη στήριζαν, η κοινωνία ήταν μικρή τότε, η ποιότητα της δουλειάς της καλή και ξεχωριστή, έτσι αμέσως έγινε περιζήτητη». Φωτογραφίζει τον Βενιζέλο, τον οποίο θαυμάζει πολύ, φωτογραφίζει τον Παλαμά το 1936 και πολλούς ανθρώπους της τέχνης, τη βασιλική οικογένεια και πολλούς αστούς· την αστική κοινωνία του Μεσοπολέμου την έχει φωτογραφίσει εκτενώς. Έφερε μια διαφορετική ματιά στη φωτογραφία πορτρέτου, η οποία άρεσε πολύ, οπότε επεδίωξαν πολλοί να αποκτήσουν ένα δικό της πορτρέτο.
Λίγο πριν τις πρώτες Δελφικές Εορτές γνωρίζει την Εύα Πάλμερ και το 1927 φωτογραφίζει την ίδια και μέλη του χορού των Ωκεανίδων στο φωτογραφείο της. Δημιουργούνται έτσι καρτ-ποστάλ με τη μέθοδο της βαθυτυπίας για την προώθηση της δελφικής ιδέας. Στο μεταξύ είχε γνωρίσει και την Πηνελόπη Δέλτα, κι όταν επαναλήφθηκαν οι γιορτές το 1930, με δική της παραίνεση ανέλαβε την αποκλειστική φωτογράφιση των δεύτερων Δελφικών Εορτών. Πηγαίνει με τον σύζυγό της έναν μήνα νωρίτερα στους Δελφούς, παρακολουθεί τις πρόβες, φωτογραφίζει στιγμιότυπα από τις πρόβες και τις γιορτές και στήνει ένα stand έξω από τον αρχαιολογικό χώρο όπου πουλάει εκτυπώσεις σε χαρτί μεγέθους καρτ-ποστάλ, ως ενθύμιο.
Ο δεύτερος άξονας της έκθεσης, που έχει και τις περισσότερες ενότητες, παρουσιάζει το έργο της την εποχή που έζησε στην Αθήνα και τις φωτογραφίες της από την Ελλάδα γενικότερα. Οι πιο γνωστές είναι, σίγουρα, οι φωτογραφίες της Μόνα Πάεβα στην Ακρόπολη.
«Οι φωτογραφίες της Μόνα Πάεβα δημοσιεύτηκαν λίγες μέρες μετά τη φωτογράφιση, το 1925, και δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι ανάθεση ή έγιναν με δική της πρωτοβουλία» λέει η κ. Τσίργιαλου. «Η ιστορικός τέχνης Μαριάννα Καράλη υποστηρίζει σε άρθρο της ότι ενδεχομένως την οδήγησε στην Ακρόπολη ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφέας για να κάνει τη φωτογράφιση. Στο αρχείο της όμως δεν βρίσκουμε κάτι σχετικό που να τεκμηριώνει αυτήν τη θέση. Την επιθυμία της να φωτογραφίσει χορεύτριες με φόντο τον Παρθενώνα την εκφράζει η ίδια η Nelly’s σε συνέντευξη που είχε δώσει σε έναν δημοσιογράφο. Αν αυτά τα δύο συνδυάστηκαν, δεν το γνωρίζουμε. Παρατηρώντας το έργο της, θεωρώ ότι η φωτογράφιση αυτή ήρθε κάπως φυσικά και ως εξέλιξη των λήψεων που είχε πραγματοποιήσει στη Δρέσδη ως μαθητευόμενη φωτογράφος. Η αγάπη της για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ήταν μέσα της, της είχε γίνει βίωμα από τις περιγραφές του πατέρα της. Έχουν βρεθεί στο αρχείο της φωτογραφίες με χορευτές με φόντο τη θάλασσα, φαίνεται ότι τους έχει φωτογραφίσει σε κάποια παραλία. Πριν φωτογραφίσει την Πάεβα στην Ακρόπολη, είχε κάνει κάποιες απόπειρες και στην Ελλάδα με χορευτές στην ύπαιθρο. Οι φωτογραφίες στην Ακρόπολη εντάσσονται στο γενικό κλίμα εκείνης της περιόδου της Nelly’s. Βεβαίως, δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να είχε συζητήσει με τον Φιλαδελφέα, τον έχει άλλωστε φωτογραφίσει στο στούντιό της περίπου την ίδια περίοδο, και σίγουρα θα είχε επεξεργαστεί τις λήψεις της από τη Δρέσδη που είχε διακοσμημένες στον προθάλαμο του φωτογραφείου της.
Το 1926 φωτογραφίζει την Αορέα, μια Καταλανή χορεύτρια, και το 1930 έρχεται η Νικόλσκα. Η ίδια η χορεύτρια τής ζητάει να τη φωτογραφίσει στην Ακρόπολη και κάνει αυτές τις φωτογραφίες, οι οποίες είναι άμεσα συνυφασμένες με το όνομά της».
Τα περισσότερα αφιερώματα που έχουν γίνει γύρω από το έργο της Nelly’s επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτές τις φωτογραφίες, κυρίως τις γυμνές, και στην αναστάτωση που προκάλεσαν στη συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία του Μεσοπολέμου. Ήταν και οι φωτογραφίες που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον στις εκθέσεις για το έργο της που έγιναν τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Για αρκετό κόσμο η Nelly’s υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, και κατά καιρούς υπήρξαν πολλές παρανοήσεις γύρω από το όνομά της.
Το 1936 βρίσκεται στο Βερολίνο. «Δεν έχει αναλάβει τη φωτογράφιση των Ολυμπιακών Αγώνων. Πηγαίνει όμως και τους παρακολουθεί και αποτυπώνει από τις κερκίδες κάποια στιγμιότυπα» λέει η κ. Τσίργιαλου. Κατά καιρούς λέγεται ότι πήγε διαπιστευμένη από το ελληνικό κράτος. «Όμως στο Βερολίνο βρίσκονται με τον σύζυγό της γιατί στην ελληνική αποστολή συμμετέχει ο κουνιάδος της, ο Γιάννης Σεϊραδάρης, ο οποίος ήταν αθλητής. Ο Σεϊραδάρης δεν αγωνίστηκε τελικά, αλλά αυτός ήταν ο λόγος που πήγαν στο Βερολίνο. Η Nelly’s δεν συνάντησε τον Χίτλερ, αλλά παρέδωσε ένα λεύκωμα με φωτογραφίες αρχαιοτήτων στον Γκέμπελς. Είναι μια κίνηση που η Nelly’s την επαναλαμβάνει σε διάφορες στιγμές· προσφέρει λευκώματα με φωτογραφίες της στην ελληνική βασιλική οικογένεια και στην Έλινορ Ρούσβελτ όταν πηγαίνει στην Αμερική. Η επιθυμία της να αναγνωριστεί, ειδικά από επίσημους φορείς, χαρακτηρίζει όλη της την πορεία. Ήθελε να ξεχωρίσει, αποζητούσε την αναγνώριση σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της. Παρατηρείται μία επανάληψη στον τρόπο που έρχεται σε επαφή με πολιτικούς, στον τρόπο που προβάλλει τη δουλειά της».
Υπήρξε τεράστια προβολή των γυμνών φωτογραφιών της και εμμονή πολλών πάνω σε αυτό το κομμάτι του έργου της, το οποίο όμως το πρόβαλλε και η ίδια. «Αλλά δεν είναι μόνο αυτό το έργο της.
Το 1939 ξεκινάει μια νέα μεγάλη περίοδος της ζωής και της καριέρας της Nelly’s. Πηγαίνει στην Αμερική με τον σύζυγό της, και έχει άδεια παραμονής για 23 μέρες.
«Ο λόγος που πηγαίνει στην Αμερική είναι γιατί συνεργάζεται με το υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού», εξηγεί η κ. Τσίργιαλου. «Οι αρχιτέκτονες Αλεξάνδρα και Δημήτρης Μωρέτης έχουν αναλάβει τη δημιουργία του ελληνικού περιπτέρου για τη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης, και η Nelly’s στο πλαίσιο αυτό δημιουργεί πέντε κολάζ, από τη σειρά των “Παραλληλισμών”. Το κολάζ που συνδέει τον σύγχρονο Έλληνα με τον αρχαίο τοποθετείται στην αίθουσα των αρχαιοτήτων, και τα άλλα δύο, τα οποία αφορούν την ελληνική αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τη νεότερη Ελλάδα, τοποθετούνται σε έναν μεγαλύτερο χώρο όπου υπάρχουν σημεία αφιερωμένα στην ελληνική διατροφή, στο εμπόριο, στις καλλιέργειες, στην αγροτική ζωή.
Στο μεταξύ ξεσπά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, εισβάλλει η Γερμανία στην Πολωνία, κι η Nelly’s ανησυχεί για το τι θα γίνει. Απ’ ό,τι αφηγείται η ίδια, δεν θέλει να ξαναζήσει αυτά που έζησε όταν ήταν στο Αϊδίνι. Απ' την άλλη όμως, έχει πάρει μαζί της κάποια δείγματα της δουλειάς της και διοργανώνει με τη βοήθεια της ελληνικής παροικίας μια σειρά από φωτογραφικές εκθέσεις. Έτσι αρχίζει να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να παραμείνει στην Αμερική. Πιστεύω ότι ήταν επιθυμία της να κάνει ένα άνοιγμα εκεί. Η πρώτη της επαφή με τη χώρα γίνεται πολύ νωρίς, το 1925, όταν συμμετέχει σε φωτογραφικές εκθέσεις, και κατά κάποιον τρόπο θέλει, όχι απαραίτητα να φύγει από την Ελλάδα, αλλά να πάρει πράγματα από την αμερικανική φωτογραφία. Το ταξίδι εκεί ήταν μια ευκαιρία. Δυσκολεύτηκε, γιατί δεν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό, αλλά είναι και πολύ δεκτική στο να παραμείνει, δηλαδή να αφήσει πίσω της μια επιχείρηση η οποία πήγαινε πάρα πολύ καλά και να βρεθεί ξανά σε έναν χώρο άγνωστο, να ξεκινήσει από το μηδέν. Είναι σαράντα χρονών και με τα χρήματα που είχαν πάρει μαζί τους είχαν ήδη αγοράσει εξοπλισμό για το ελληνικό φωτογραφείο. Ξεκίνησε πάλι από την αρχή, ανοίγοντας ένα μικρό στούντιο.
Η Nelly’s δεν κατάφερε να ενταχθεί στον χώρο της αμερικανικής φωτογραφίας. Έκανε προσπάθειες να ασχοληθεί με διάφορα πράγματα. Το πορτρέτο είναι κάτι το σταθερό σε όλη της την καριέρα, κάνει κάποιες απόπειρες με φωτογραφίες μόδας, φωτογραφίζει σε συνεργασία με πρακτορεία, φωτογραφίζει μοντέλα, μικρά παιδιά και ενήλικες, αλλά και τα κατοικίδια ζώα των πελατών της. Χρησιμοποιεί και την έγχρωμη φωτογραφία, με την οποία είχε ασχοληθεί και στην Ελλάδα, αλλά στην Αμερική ασχολήθηκε περισσότερο. Αυτό όμως που της εξασφάλισε τα προς το ζην ήταν η συνεργασία της με την ελληνική κοινότητα και οι φωτογραφίες γάμων και εκδηλώσεων που πραγματοποίησε». Τα 27 χρόνια που έμεινε συνολικά στην Αμερική είναι ο τρίτος άξονας της έκθεσης, που παρουσιάζει το πιο άγνωστο κομμάτι του έργου της.
Στην Ελλάδα επέστρεψε οριστικά το 1966 και από τότε δεν εργάστηκε ξανά στη φωτογραφία. «Κατά κάποιον τρόπο συνταξιοδοτήθηκε, και μετά το 1966 δεν έχουμε φωτογραφίες της» λέει η κ. Τσίργιαλου. «Η φωτογραφία ήταν για εκείνη μέσο βιοπορισμού, από τη στιγμή που συνταξιοδοτήθηκε δεν χρειάστηκε να ξαναεργαστεί σε αυτή».
Από το 1966 μέχρι το 1975 η Nelly’s έζησε στην Αθήνα εντελώς ξεχασμένη και στην αφάνεια. Το 1975 ανακαλύφθηκε εκ νέου όταν η Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής» αναρωτήθηκε ποια ήταν η τύχη αυτής της σπουδαίας φωτογράφου που θυμόταν από τα έργα των «Παραλληλισμών». Με δική της προτροπή την αναζήτησε η δημοσιογράφος Μαρία Καραβία μέσα από τη στήλη της «Μικρές Παρ-αγγελίες». Η Nelly’s ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και το κοινό της Μεταπολίτευσης την ανακάλυψε ενθουσιωδώς. Άρχισαν να γράφονται άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, να γίνονται αφιερώματα στην τηλεόραση, ντοκιμαντέρ, διοργανώθηκαν ποικίλες εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έως το 1998 που πέθανε, η Nelly’s είχε συζητηθεί και δοξαστεί περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα φωτογράφο, προκαλώντας γενικότερο ενδιαφέρον γύρω από την ελληνική φωτογραφία. Το όνομά της με τα χρόνια απέκτησε μυθικές διαστάσεις και είναι σημείο αναφοράς για πολλούς φωτογράφους.
«Πιστεύω ότι είναι θέμα προβολής, η ίδια επιδίωξε τόσο πολύ την προβολή της, που απέκτησε “μυθικές” διαστάσεις, και η ζωή της έγινε μυθιστορηματική» λέει η κ. Τσίργιαλου. Υπήρξε τεράστια προβολή των γυμνών φωτογραφιών της και εμμονή πολλών πάνω σε αυτό το κομμάτι του έργου της, το οποίο όμως το πρόβαλλε και η ίδια. «Αλλά δεν είναι μόνο αυτό το έργο της. Βέβαια, είναι πολύ σημαντικές φωτογραφίες και μπορεί να μιλάει κανείς γι’ αυτές με τις ώρες, για τη σύνθεσή τους και τη σχέση τους με τον χορό και την αρχαία Ελλάδα, αλλά υπάρχουν πενήντα χιλιάδες αρνητικά στο αρχείο της και αυτές είναι δέκα φωτογραφίες. Δεν συνέβαλαν μόνο αυτές οι λήψεις στην εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας. Οι Έλληνες φωτογράφοι της μεταπολεμικής περιόδου βασίζονται πολύ στο δικό της έργο συνολικά.
Στις αρχές του 20ού αιώνα και μέχρι το 1930 φωτογραφίζει εκτενώς στην Ελλάδα ο Fred Boissonnas, ο οποίος δημιουργεί την εικόνα της χώρας, ακολουθεί η Nelly’s με τη δική της εκδοχή την περίοδο του Μεσοπολέμου ως συνέχεια της εικόνας που δημιούργησε ο Boissonnas, και πάνω σε αυτό το έργο έρχονται να ακουμπήσουν οι φωτογράφοι οι οποίοι μαθητεύουν την περίοδο του Μεσοπολέμου, ενστερνίζονται το μεσοπολεμικό ιδίωμα, και εξελίσσονται φωτογραφικά μεταπολεμικά: ο Σπύρος Μελετζής, η Βούλα Παπαϊωάννου, ο Δημήτρης Χαρισιάδης. Εάν μελετήσει κανείς το έργο αυτών, μπορεί να διαβάσει πολλές αναφορές στο έργο της Nelly’s. Για μένα αυτό είναι που κάνει τη Nelly’s σημαντική, η συμβολή της στην εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας. Και το γεγονός ότι είναι γυναίκα. Δεν ήταν εύκολο την περίοδο του Μεσοπολέμου μια γυναίκα να αναδειχτεί στο επίπεδο που αναδείχτηκε. Πρέπει να ήταν μια δυνατή γυναίκα, με πολύ ξεκάθαρο στόχο, τον οποίο και κυνήγησε. Η Nelly's χρησιμοποιεί τη φωτογραφία για να ζήσει. Είναι επαγγελματίας η οποία κάνει τη δουλειά όσο καλύτερα μπορεί και είναι δεκτική, παίρνει στοιχεία από τη ζωγραφική, από άλλους φωτογράφους, και τα μεταμορφώνει σε δικά της έργα».
Η Αλίκη Τσίργιαλου μελετά σχολαστικά και ταξινομεί το φωτογραφικό έργο της Nelly’s περισσότερα από δέκα χρόνια, μια διαδικασία δύσκολη. «Η Nelly’s αποφασίζει να δώσει το αρχείο της στο Μουσείο Μπενάκη το 1984, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το ’84 έφερε το σύνολο του υλικού της», λέει. «Το παρέδωσε σταδιακά, απομονώνοντας αυτά που ήθελε από το συνολικό της έργο, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η αρχική του δομή. Το προσωπικό του τμήματος, με υπεύθυνη τη Φανή Κωνσταντίνου, και οι εθελόντριες Ρούλα Μιχαηλίδου και Αλίκη Κελαϊδίτη δημιούργησαν καταλόγους και αρίθμησαν εκ νέου τα αρνητικά της. Η εργασία αυτή έγινε για 10.000 περίπου γυάλινες πλάκες. Στο αρχείο της Nelly’s υπάρχουν διάφοροι κατάλογοι, στους οποίους όμως δεν υπάρχει χρονολογική ένδειξη. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να επαναφέρουμε το αρχείο στην αρχική του δομή ώστε να μελετήσουμε τη χρονολογική διαδοχή των λήψεών της και να εκτιμήσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο την εξέλιξη στη ματιά της στα 15 χρόνια παραμονής της στην Ελλάδα. Το αρχείο της Αμερικής, στο οποίο η ίδια είχε επέμβει ελάχιστα, είχε διαφυλαχθεί καλύτερα και δεν απαιτούσε τόση εργασία όσο το “ελληνικό” τμήμα. Το πιο δύσκολο εγχείρημα ήταν να απομονωθούν τα έργα των φοιτητικών της σπουδών και να χρονολογηθούν τα θέματα της Ελλάδας».
Η έκθεση πλαισιώνεται από περιοδικά, αφίσες και επιστολικά δελτάρια, συμβάλλοντας στην κατανόηση της χρήσης των φωτογραφιών της στην εποχή της, από σπάνιο κινηματογραφικό υλικό και δείγματα του φωτογραφικού εξοπλισμού που μεταχειρίστηκε στην Ελλάδα και την Αμερική.
Η μεγάλη αναδρομική έκθεση με το γνωστό και το άγνωστο έργο της Nelly’s θα πραγματοποιηθεί στο κτίριο της οδού Πειραιώς 138 σε επιμέλεια της Αλίκης Τσίργιαλου και σε σχεδιασμό της Ναταλίας Μπούρα. Αφιερώνεται στην Αιμιλία Γερουλάνου και στον Άγγελο Δεληβορριά.
Μουσείο Μπενάκη/Πειραιώς 138, 23/2-23/7/2023
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.