«ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ –ΟΠΩΣ ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ– δεν πρέπει να μιλάει κανείς για την πρόθεση του συγγραφέα αλλά για την πρόθεση που η ίδια η ιστορία έχει για τον εαυτό της. Ο δημιουργός δεν μας κάνει – ο Θεός είναι νεκρός. Αλλά το δημιούργημα έχει προσωπικότητα και ελπίδες και τις δικές του επιθυμίες και σχέδια και τσαχπίνικα νεύματα και βήματα χορευτικά και συγκολλητικές προθέσεις. Μ’ αυτήν την έννοια ο Ζακ Ντεριντά και ο Ουόλτ Ντίσνεϊ συμπίπτουν. Η ίδια η ιστορία έχει πόδια και στόμα, περπατάει και μιλάει και λέει τους πόθους της»…
Σε ποιόν άραγε να χρεώσουμε τις παραπάνω σκέψεις; Στη Λόρι Μουρ, τη συγγραφέα αυτού του σπινθηροβόλου όσο και σκοτεινού μυθιστορήματος που είναι «Η πόρτα στη σκάλα» (μετ. Μ. Ζαχαριάδου, Πόλις, 2013) ή στην επαρχιώτισσα φοιτήτρια και ηρωίδα της, την Τέσι Κέλτριτζ, που διαβαίνει το κατώφλι της ενηλικίωσης έχοντας νιώσει στο πετσί της πόσο εύθραυστα και ρευστά είναι όλα γύρω της;
Είναι δυνατόν να μπήκε η Μουρ στην περιπέτεια να σκάψει τόσο βαθιά στον εσωτερικό κόσμο μιας ανέμελης, εικοσάχρονης κοπελίτσας, χωρίς την πρόθεση να τραβήξει με βιαιότητα κάποια στιγμή από μπροστά της την κουρτίνα που τη χώριζε από την πολύπλοκη φύση των ανθρώπων και τ’ απότομα σκαμπανεβάσματα της ζωής;
Δομημένη σε πέντε κεφάλαια-σκαλοπάτια, είναι μια ιστορία σπαρμένη με σημάδια που προειδοποιούν ότι κάτω από την ήρεμη, σχεδόν ειδυλλιακή, επιφάνεια των πραγμάτων παραμονεύουν διαψεύσεις και απώλειες που, ενίοτε, όχι πάντα, μας υποψιάζουν για τα χειρότερα και μας σκληραγωγούν.
Ξεκινώντας κανείς να διαβάζει την ιστορία της Τέσι, όπως την αφηγείται με το σαρδόνιο χιούμορ της η Αμερικανίδα πεζογράφος, καλό θα ήταν να έχει τις κεραίες τεντωμένες.
Δομημένη σε πέντε κεφάλαια-σκαλοπάτια, είναι μια ιστορία σπαρμένη με σημάδια που προειδοποιούν ότι κάτω από την ήρεμη, σχεδόν ειδυλλιακή, επιφάνεια των πραγμάτων παραμονεύουν διαψεύσεις και απώλειες που, ενίοτε, όχι πάντα, μας υποψιάζουν για τα χειρότερα και μας σκληραγωγούν. Κι ότι πέρα από «τσαχπίνικα νεύματα» και «βήματα χορευτικά», στη διαδρομή του καθενός καιροφυλαχτούν τέτοια τραντάγματα που μπορεί να του διαλύσουν τα σωθικά.
Το «Η πόρτα στη σκάλα» είναι το δεύτερο βιβλίο της εξηνταεξάχρονης Λόρι Μουρ που μεταφράστηκε στα ελληνικά, μετά το «Αναγράμματα» που είχε κυκλοφορήσει το 1992 από τον εξαφανισμένο πλέον Aquarius. Όσο και αν φαίνεται περίεργο δεν έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον για τα υπόλοιπα γραπτά της –έξι συλλογές διηγημάτων και δυο ακόμη μυθιστορήματα– μολονότι πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές φωνές που έχει να επιδείξει η σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία, ικανή να κινείται μεταξύ αθυροστομίας και ποιητικότητας, με νεύρο, ακρίβεια και περίσσευμα ευαισθησίας.
Εδώ η Μουρ ζωντανεύει λίγους μήνες από τη ζωή μιας νεαρής από το Ντελακρός, κατά το πρώτο έτος σπουδών της στη γειτονική πανεπιστημιούπολη του Τρόι, «την Αθήνα των μεσοδυτικών πολιτειών», όταν τα «γεγονότα του Σεπτεμβρίου –ακόμα δεν τ’ αποκαλούσαμε Εντεκάτη Σεπτεμβρίου– φάνταζαν κοντινά και μακρινά μαζί».
Έχοντας αφήσει πίσω της τον «επίπεδο, πράσινο κόσμο» της φάρμας των γονιών της, «με τη μουντάδα, τις μύγες και τη σιωπή που ξεσκίζεται από τις εξατμίσεις και την κλάψα των μηχανημάτων», η Τέσι, που δεν έχει μπει ως τώρα όχι σε αεροπλάνο, ούτε σε ταξί, που δεν έχει φάει κινέζικο ούτε δει ποτέ της άντρα να φοράει τζιν με γραβάτα και που στον δονητή της συγκατοίκου της βρίσκει το τέλειο εξάρτημα για να… ανακατεύει τον καφέ, ευελπιστεί να γευτεί «μια ζωή στην πόλη, με βιβλία και ταινίες και ξύπνιους φίλους» και είναι έτοιμη να πιάσει δουλειά ως μπέμπι σίτερ για να εξασφαλίσει ένα μικρό έξτρα εισόδημα.
Το ζευγάρι που την προσλαμβάνει μοιάζει πολύ καθωσπρέπει: η γυναίκα διατηρεί το πιο σικ και το πλέον εξεζητημένο γευστικά ρεστοράν του Τρόι, ο δε άντρας, απών συνήθως, δείχνει χωμένος στα επιστημονικά του καθήκοντα. Δεν έχουν παιδιά, αλλά σκοπεύουν να υιοθετήσουν ένα δίχρονο Αφροαμερικανάκι που έχει ήδη περάσει από κάμποσες ανάδοχες οικογένειες.
Να το μεγάλο μονοπάτι που ανοίγει η Μουρ στην πλοκή: Τι σημαίνει ν’ αναθρέφεις ένα μη λευκό παιδί στη βαθιά λευκή Αμερική; Πώς παλεύεις με τον ρατσισμό που βασιλεύει στον περίγυρό σου; Κι όταν μιλάμε για υιοθεσία, έχουμε αντιληφθεί σε τι βαθμό ανθεί η σχετική «βιομηχανία» και τι περιθώρια για επιπολαιότητα και αναλγησία υπάρχουν μέσα της;
Σιγά σιγά μπαίνουν κι άλλοι ήρωες στο οπτικό μας πεδίο. Καθώς η Τέσι παρακολουθεί στο πανεπιστήμιο τον πιο αλλόκοτο συνδυασμό γνωστικών αντικειμένων –από τα μυστικά του σουφισμού ως τα σάουντρακ διάσημων πολεμικών ταινιών– ερωτεύεται, για πρώτη φορά, έναν συμφοιτητή της που δηλώνει Βραζιλιάνος κι ας μην ξέρει να τραγουδήσει το «Κορίτσι από την Ιπανίμα, κι ας μην ξεστομίζει ούτε μια λέξη στα πορτογαλικά».
Η σχέση της δεν την αποσπά από τη δουλειά της – κάθε άλλο. Τα μέιλ όμως που της στέλνει ο μικρότερος αδελφός της ενώ φλερτάρει με την ιδέα να καταταγεί εθελοντικά στον στρατό με προορισμό το Αφγανιστάν, η Τέσι αμελεί να τα ανοίξει. Θα το κάνει όταν θα είναι πια αργά, όταν και ο έρωτας με τον μυστηριώδη Βραζιλιάνο θα 'χει θαφτεί κάτω από ένα βουνό ψέματα.
Όσο αργά κυλούν τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, τόσο στα τελευταία οι εξελίξεις επιταχύνονται. Κι όσο η Τέσι έρχεται αντιμέτωπη με τη σκοτεινή όψη των πραγμάτων, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεσαι τι κρύβεται πίσω από κάθε παρατήρηση, κάθε λεπτομέρεια που έχει επιστρατεύσει η Μουρ μιλώντας για την οικογένεια, τον πόλεμο, τα φυλετικά ζητήματα. Τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται.
Στο τέλος η Τέσι είναι πολύ πιο σοφή αλλά και πολύ δυστυχισμένη. Κι εσύ που έχεις διασχίσει τον ίδιο ωκεανό μ’ εκείνη, την αποχωρίζεται με ραγισμένη την καρδιά.