«ΑΝ Τ'ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ δεν ήταν τυπωμένο στο εξώφυλλο, δεν θα μάντευες ποτέ πως πρόκειται για μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου», έγραφε τo 2007 η Guardian, προαναγγέλλοντας τη βρετανική έκδοση του «Σαν τη βροχή πριν πέσει».
Πράγματι, με το που κυκλοφόρησε το βιβλίο κι εδώ (μετ. Mαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πόλις), διαπιστώσαμε με τη σειρά μας πως τίποτε στις σελίδες της «Βροχής...» δεν θύμιζε τον φοβερό οίστρο του «Τι ωραίο πλιάτσικο», όπου ο Κόου διακωμωδούσε αλύπητα την απληστία των ισχυρών κατά τη θατσερική δεκαετία του '80, ενώ κι ο συνδυασμός του χιούμορ με τον πολιτικό προβληματισμό που επιβίωνε στη «Λέσχη των τιποτένιων» ή στον «Κλειστό κύκλο», απουσίαζε εντελώς.
Και λοιπόν; Ποιος είπε ότι οι συγγραφείς πρέπει να αιχμαλωτίζονται στα κεκτημένα τους ή να επιδίδονται σώνει και καλά σε μονοκαλλιέργειες για να μην απογοητεύσουν το πιστό κοινό τους;
Το «Σαν τη βροχή πριν πέσει» είναι τοποθετημένο στα χρόνια του ΄50 κι ο βασικός κορμός του στηρίζεται στους μονολόγους που έχει μαγνητοφωνήσει μια ηλικιωμένη λεσβία, ονόματι Ρόζαμουντ, λίγο πριν αυτοκτονήσει. Σε καθέναν από αυτούς τους μονολόγους η ηρωίδα του Κόου επιχειρεί να ζωντανέψει με λόγια κι από μια φωτογραφία, κι όλοι τους έχουν γι' αποδέκτη ένα τυφλό κορίτσι, την Ίμοτζεν.
Μπαίνοντας με εκπληκτική άνεση στο πετσί της ηρωίδας του και τυλίγοντας το γραπτό του μ' ένα πέπλο μελαγχολίας, ο Τζόναθαν Κόου μιλάει για τ' ανεπούλωτα τραύματα της παιδικής ηλικίας που σημαδεύουν και την ενήλικη ζωή.
Τα ίχνη της τελευταίας έχουν χαθεί εδώ και δεκαετίες –τώρα θα έχει τριανταρίσει– αλλά στο μυαλό της Ρόζαμουντ παραμένει ένα μικρό παιδί με χρυσαφιά μαλλιά και βαθυγάλανα μάτια που, ενώ δεν βλέπουν, λάμπουν τόσο έντονα λες και κρύβουν ανεξάντλητα αποθέματα λύπης και σοφίας...
Ίσως η Ίμοτζεν να μην εντοπιστεί ποτέ, ίσως οι κασέτες της μακρινής της θείας να μη φτάσουν ποτέ στα χέρια της. Η ιστορία της όμως –το πώς ήρθε στον κόσμο, το πώς απομακρύνθηκε βίαια από την αληθινή της μητέρα, το πώς έφτασε να τυφλωθεί– πρέπει επιτέλους να ειπωθεί.
Η πρώτη από τις είκοσι συνολικά φωτογραφίες που περιγράφει η μελλοθάνατη γυναίκα είναι τραβηγμένη τον χειμώνα του '38 κι απεικονίζει ένα σπίτι στα προάστια του Μπέρμιγχαμ. Είναι το πατρικό της εξάχρονης τότε αφηγήτριας που, όπως χιλιάδες παιδιά στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, χρειάστηκε προσωρινά να το εγκαταλείψει και να καταφύγει σε συγγενείς στην επαρχία και να γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς.
Στη δεύτερη φωτογραφία, ο φακός έχει απαθανατίσει ένα πικνίκ στη μαγευτική περιοχή του Σρόπσερ, με τη μικρή Ρόζαμουντ πλάι στην ξαδέλφη της Μπέατριξ, στο πρόσωπο της οποίας θα βρει για ένα μεγάλο διάστημα μια αδελφή ψυχή.
Γρήγορα αντιλαμβανόμαστε πως η Μπέατριξ είναι η γιαγιά της Ίμοτζεν. Και καθώς η μια φωτογραφία δίνει τη θέση της στην επόμενη, βλέπουμε να ξεδιπλώνεται σιγά-σιγά το γεμάτο μυστικά χρονικό μιας οικογένειας, όπου τα λάθη που διαπράττει η μια γενιά μεταφέρονται στην άλλη, κι όπου –αλίμονο– το κρίμα πέφτει στη μεριά των γυναικών.
Μπαίνοντας με εκπληκτική άνεση στο πετσί της ηρωίδας του και τυλίγοντας το γραπτό του μ' ένα πέπλο μελαγχολίας, ο Τζόναθαν Κόου μιλάει για τ' ανεπούλωτα τραύματα της παιδικής ηλικίας που σημαδεύουν και την ενήλικη ζωή, για το πώς δένονται και πώς διαλύονται φιλίες που έμοιαζαν κάποτε αιώνιες, για την ιδιοτέλεια που κρύβεται ενίοτε πίσω από την προσφορά της αγάπης, για το πώς διαπραγματεύεται κανείς το βάρος της απώλειας αλλά και της ενοχής.
Λίγο πριν βρέξει, με τα σύννεφα ποτισμένα στην υγρασία και την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, άλλοι ανυπομονούν να ξεσπάσει η καταιγίδα κι άλλοι απολαμβάνουν τη στιγμή. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα του Κόου, πάντως, οι αστραπές και οι προσδοκίες, έστω και ανεκπλήρωτες, πάνε μαζί.