ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΠΟΛΛΩΝ ανθρώπων από τη βάση των οπαδών του Αλέξη Τσίπρα για την υπόθεση Γεωργούλη αναγνωρίζει κανείς ένα πρόβλημα που δεν φαίνεται να υπάρχει στον ίδιο βαθμό στα άλλα κόμματα: ένα υπερβάλλον πάθος δικαιολόγησης και υπεράσπισης του χώρου και των ανθρώπων του λες και πρόκειται για επίθεση του συστήματος (άλλη μία).
Δεν έχω δει ανθρώπους από το ΠΑΣΟΚ να σπεύδουν να βγάλουν υπερασπιστική γραμμή για την Εύα Καϊλή ούτε νεοδημοκράτες για τον Πάτση ή τον Δημητριάδη των υποκλοπών. Οι φανατισμοί και οι ανοησίες είναι, βέβαια, πολλών λογιών και τους συναντάς παντού, στη μία ή άλλη μορφή.
Ας πούμε, πολλοί οπαδοί της κυβέρνησης σπεύδουν να δουν πίσω από κάθε αμάρτημα μεμονωμένου συριζαίου την «απάτη» ή την «αθλιότητα» της όλης αριστεράς (φτιάχνοντας απαράδεκτους ισοπεδωτικούς χυλούς). Και ενώ άλλοτε περιμένουν να δουν τι θα αποφανθεί εν ευθέτω χρόνω η Δικαιοσύνη, στην ενδεχόμενη κακοποιητική συμπεριφορά Γεωργούλη δείχνουν βεβαιότητα.
Επιτέλους, κανένας δεν καταδιώκει πια τους αριστερούς καλλιτέχνες, πολλώ δεν μάλλον ανθρώπους δίχως κανένα παρελθόν σε κινήματα και πολιτικές συγκρούσεις, όπως ο Αλέξης Γεωργούλης.
Όμως η ιδιαιτερότητα με τον κόσμο που στηρίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι η έκδηλη δυσκολία του να αναγνωρίσει ότι ένας «δικός μας» μπορεί να μην είναι καλός και δίκαιος. Μια σχεδόν μεταφυσική ταυτοτική γραμμή, μαζί με την εντύπωση ότι όλα τα συστήματα γυρίζουν γύρω από την επιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ να ξανακυβερνήσει, θέλοντας να εμποδίσουν, να αμαυρώσουν ή να συκοφαντήσουν.
Στην ουσία πρόκειται για μια θεωρία ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης που εμφανίζεται ακόμα και σε φαιδρές ιστορίες ή περιπτώσεις όπως αυτή του Αλέξη Γεωργούλη. Η ιδέα ότι κάποιος διώκει ή φοβάται την αριστερά προέρχεται από ένα παρελθόν όπου είχε έρεισμα στην πραγματικότητα και στη ζωή.
Όμως έχουν περάσει δεκαετίες από τότε και σήμερα έχουμε πια μια συμβατική και στην ουσία μη κινηματική πολιτική δύναμη η οποία μπορεί όντως να ενοχλεί ένα τμήμα των ελίτ, αλλά δεν είναι αντιπαθής (το αντίθετο) σε πολλές άλλες μερίδες του «κατεστημένου».
Όλα τα κόμματα πρέπει να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι οι σεξιστικές αθλιότητες, η ατομική διαφθορά ή ακόμα και άλλες ανήθικες συμπεριφορές και στάσεις υπάρχουν και σε δικούς τους ανθρώπους· να συμφιλιωθούν με το γεγονός πως χρειάζονται κανόνες, διαγραφές και αποπομπές. Η έννοια της συντροφικότητας ή κάποιος παραταξιακός πατριωτισμός δεν μπορεί να γίνονται ομερτά, φυλετική συνενοχή ή έντεχνη κάλυψη.
Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ο κόσμος της βάσης, τα κοινά που διαπαιδαγωγούνται καθημερινά σε λογικές κερκίδας. Φεμινίστριες που ψάχνουν να δικαιολογήσουν τον έναν, ενώ κατασπαράζουν τον άλλον ή, ακόμα χειρότερα, κάποιοι που αναζητούν θεωρητική δικαιολόγηση αυτής της τερατώδους ασυνέπειας, θεωρώντας, εν τέλει, πως κάθε βιαστής ή κακοποιητής πρέπει να προέρχεται από το «αντίπαλο στρατόπεδο».
Κάποτε, αυτή η μανία για ευφημισμούς και στρεψόδικα επιχειρήματα είχε πάρει το βαρύ όνομα «κομματικότητα». Είχε καθαγιαστεί στην κομμουνιστική αριστερά ως μια στάση ηθικής προσήλωσης στο κόμμα. Φαίνεται όμως πως έχει μεταβιβαστεί στο αλλοπρόσαλλο, οχλοκρατικό πατιρντί των social media. «Πρέπει να υπερασπίζουμε τους ανθρώπους μας που βάλλονται». Αυτή η φράση, φαινομενικά αθώα και για κάποιους συγκινητική, γέννησε τέρατα και ιδίως μια κακέκτυπη ιδέα πολιτικής συσπείρωσης και αντιπαράθεσης.
Μια διέξοδος από αυτή την παράδοση παραλογισμού θα ήταν να υπάρξουν ανοιχτά φωνές που θα πουν όχι στις ίδιες τις «αυθόρμητες» τάσεις του ακροατηρίου τους. Φωνές που προφανώς δεν θα υπολογίζουν το αν θα γίνουν αρεστές ή όχι, το αν θα ακουστεί πως «εξυπηρετούν το αφήγημα του αντίπαλου» ή όχι. Τα κόμματα δυσκολεύονται πολύ να χειριστούν αυτό το λεπτό ζήτημα, πόσο μάλλον που ο προεκλογικός ανταγωνισμός δεν πρέπει να διώξει ψήφους. Νομίζω περισσότερο απ’ όλους ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ας το κάνουν, όμως, όσοι/-ες δεν είναι υποψήφιοι/-ες και δεν έχουν ανάγκη να μιλούν τη γλώσσα μιας ιδεατής παραταξιακής αρμονίας. Επιτέλους, κανένας δεν καταδιώκει πια τους αριστερούς καλλιτέχνες, πολλώ δεν μάλλον ανθρώπους δίχως κανένα παρελθόν σε κινήματα και πολιτικές συγκρούσεις, όπως ο Αλέξης Γεωργούλης.
Το ζήτημα που επείγει είναι η ελευθερία της δικαιοσύνης να προχωρεί τις έρευνές της, το δικαίωμα των θυμάτων να μιλούν και να καταγγέλλουν, οι όροι της προσωπικής και δημόσιας πολιτικής ηθικής. Και επίσης, το να μη γίνονται τα συναισθήματα ένας βρόχος που πνίγει τη λογική και τη στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης και συνέπειας σε αρχές.