ΑΜΗΧΑΝΟΣ ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ ακούει από τα πρωθυπουργικά χείλη, και όχι μόνο, ότι εάν η κάλπη τα φέρει έτσι και η ΝΔ είναι πρώτο κόμμα, αλλά χωρίς να πετύχει αυτοδυναμία, και συνεργαστούν το δεύτερο (ΣΥΡΙΖΑ) με το τρίτο (ΠΑΣΟΚ) κόμμα για να σχηματίσουν κυβέρνηση, η κυβέρνηση που θα προκύψει θα είναι μια κυβέρνηση ηττημένων και μια πολιτική τερατογένεση. Είναι αλήθεια πως ο όρος «κυβέρνηση ηττημένων» που έχει καθιερωθεί τις τελευταίες εβδομάδες έχει προκαλέσει μια μικρή αναταραχή στον ΣΥΡΙΖΑ με τις διαφορετικές ερμηνείες που ακούστηκαν στο εσωτερικό του (Τσίπρας, Τσακαλώτος κ.λπ.), αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα του κόμματος. Το πρόβλημα ενός αμήχανου ψηφοφόρου είναι να καταλάβει ακριβώς γιατί το ενδεχόμενο μιας τέτοιας συνεργασίας θα αποτελούσε πολιτική τερατογένεση και η κυβέρνηση που θα προέκυπτε θα ήταν μια κυβέρνηση ηττημένων. Η απάντηση είναι πως όλα αυτά είναι απλώς πολιτικά φληναφήματα, φωνές φόβου μπροστά σε μια ενδεχομένη ήττα και τη συνακόλουθη απώλεια της εξουσίας και αβάσιμα επιχειρήματα που δεν έχουν σχέση με την πολιτική πρακτική και κουλτούρα, ιδιαίτερα αν ο ψηφοφόρος αυτός ξύσει λίγο τη μνήμη του και θυμηθεί το πρόσφατο αλλά και πιο μακρινό πολιτικό παρελθόν της χώρας.
Ο Μητσοτάκης και η ΝΔ οδηγούνται σε τέτοια αβάσιμα επιχειρήματα γιατί αντικειμενικά θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, σε περίπτωση πρωτιάς, να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, αλλά, κυρίως, γιατί οι πιθανότητες για συνεργασία με κάποιο άλλο κόμμα είναι ελάχιστες.
Αυτό το παρελθόν αναφέρει πως έχουμε ζήσει μια κυβέρνηση ΝΔ και ενιαίου Συνασπισμού (1989), μια οικουμενική κυβέρνηση που στήριζαν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός (1990), μια κυβέρνηση Παπαδήμου που είχε τη στήριξη από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ (2011) και μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. (2015) ‒ αυτή κι αν ήταν προϊόν τερατογένεσης. Ανεξάρτητα από το αν κάποιες από αυτές τις κυβερνήσεις χαρακτηρίστηκαν «ειδικού σκοπού» για να απαλύνουν κάθε φορά τα αρνητικά συναισθήματα και την οργή των ψηφοφόρων, δεν έπαψαν να είναι κυβερνήσεις συνεργασίας, ακόμα και αν είχαν βραχύ βίο και πολλές σκοπιμότητες, ακόμα και αν κάποιοι από τους συμμετέχοντες στις κυβερνήσεις αυτές τις υπονόμευαν οι ίδιοι. Τέτοιου είδους πολιτικές τερατογενέσεις, με την έννοια ότι συνεργάστηκαν κόμματα με διαφορετικές πολιτικές αναφορές, είχε η χώρα πολλές ακόμα στο μακρινό παρελθόν (κυβέρνηση Πλαστήρα, Σοφοκλή Βενιζέλου κ.ά.), αλλά αυτές είναι πολύ παλιές ιστορίες. Ας σταθούμε στη σημερινή πρωθυπουργική κινδυνολογία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικαλείται τα περί πολιτικής τερατογένεσης επιχειρώντας να πει ότι το κόμμα του, παρότι θα είναι πρώτο στις επιλογές των ψηφοφόρων, δεν θα καταφέρει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, κάτι που ενδεχομένως να πετύχουν τα δύο μειοψηφούντα κόμματα. Η λογική, το Σύνταγμα και οι απόλυτοι αριθμοί διαφωνούν έντονα μαζί του. Αν η ΝΔ καταφέρει να είναι το πρώτο κόμμα, θα έχει μεν τις περισσότερες ψήφους συγκριτικά με τα υπόλοιπα κόμματα, αλλά θα συνεχίσει να αποτελεί μειοψηφία στο σύνολο των ψηφοφόρων, πόσο μάλλον στο σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.
Στις εκλογές του 2019, που η ΝΔ κέρδισε αυτοδυναμία με ένα απόλυτα πλειοψηφικό αλλά και ‒για θυμηθούμε την ορολογία του ΚΚΕ‒ καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα: σε απόλυτους αριθμούς η κυβέρνηση που ρυθμίζει τις τύχες μας επί τέσσερα χρόνια είχε τη στήριξη μιας μικρής μόνο πλειοψηφίας του λαού. Η «πανηγυρική», όπως τη χαρακτήρισαν, νίκη με 39,85% αντιστοιχούσε σε 2.251.618 ψήφους σε σύνολο 9.984.934 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ή, έστω, των 5.649.527 που τελικά πήγαν στις κάλπες. Και πάλι κυβέρνηση μειοψηφίας ήταν. Στο ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης που θα σχηματιστεί με το δεύτερο και το τρίτο κόμμα, βάσει απόλυτων αριθμών, συγκριτικά με μια μονοκομματική κυβέρνηση, η στήριξη θα είναι μεγαλύτερη, αφού θα αθροίζονται δύο σχετικά μεγάλα ποσοστά.
Ο Μητσοτάκης και η ΝΔ οδηγούνται σε τέτοια αβάσιμα επιχειρήματα γιατί αντικειμενικά θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, σε περίπτωση πρωτιάς, να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, αλλά, κυρίως, γιατί οι πιθανότητες για συνεργασία με κάποιο άλλο κόμμα είναι ελάχιστες. Δεν υπάρχουν υποψήφια κόμματα για συγκυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ, που σε άλλες εποχές θα μπορούσε να είναι ένας εταίρος, δεν θα ξανασυνεργαζόταν ‒ η προηγούμενη φορά αποδείχτηκε απόλυτα καταστροφική για το ίδιο το κόμμα. Το κόμμα Βελόπουλου, που είναι πιο συγγενικό πολιτικά με τη ΝΔ, είναι μια κάποια λύση, που θα έλεγε και ο ποιητής, αλλά είναι δύσκολη μια τέτοια συνεργασία με τον πρόεδρο του κόμματος που μοίραζε «επιστολές του Ιησού», η γραφικότητα έχει κάποια όρια. Άλλωστε, απ’ ό,τι φαίνεται, τις τελευταίες ημέρες η διάλυση του κόμματος αυτού είναι μια πιο πρόσφορη λύση από τη συνεργασία με αυτό. Αν εικάσουμε ότι υπάρχουν και κάποιοι πρόθυμοι στο ΠΑΣΟΚ βουλευτές να συνεργαστούν μετεκλογικά με τη ΝΔ, τότε ίσως ευοδωθούν οι προσδοκίες Μητσοτάκη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.