Κυβερνήσεις συνεργασίας: Προοπτικές και διλήμματα

ΤΕΤΑΡΤΗ Κυβερνήσεις συνεργασίας: προοπτικές και διλήμματα Facebook Twitter
0

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ του εγχώριου δικομματισμού που συντελέστηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και αποτυπώθηκε προπάντων στον «εκλογικό σεισμό» του Μαΐου του 2012, ο σχηματισμός μονοκομματικών κυβερνήσεων δεν εμφανίζεται να είναι πάντα μια από τα πριν δεδομένη επιλογή.

Γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει μια κουλτούρα συνεργασιών μεταξύ των κομμάτων στη χώρα μας. Επίσης, ότι οι κυβερνητικές συνεργασίες έχουν συνδυαστεί με τη διαχείριση κάποιας κρίσης και συνεπώς λογίζονται συνήθως ως «ειδικού σκοπού» και περιορισμένης διάρκειας.

Ωστόσο, όσο οι επιλογές των ψηφοφόρων απομακρύνονται από μια ξεκάθαρα δικομματική λογική, η προοπτική των κυβερνητικών συνεργασιών διαμορφώνεται ως ένα σενάριο. Το να συζητηθούν ανοιχτά σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου ορισμένα βασικά ζητήματα σχετικά με το δυνητικό ενδεχόμενο διαμόρφωσης σχημάτων κυβερνητικής συνεργασίας δεν είναι κάποιο ταμπού και επιπλέον δείχνει αυτοπεποίθηση της πλέον ώριμης Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.

Οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν τον κανόνα παρότι κάτω από αυτό το σχήμα μπορεί να κρύβονται επιμέρους σημαντικές διαφορές που αφορούν κυρίως τη σύνθεση, όπως και τη διακυβέρνηση του κυβερνητικού συνασπισμού: το ποιοι και πώς δηλαδή θα συγκυβερνήσουν είναι κάθε φορά το ζητούμενο για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνασπισμού των δύο ή και περισσοτέρων κομμάτων.

Μιλώντας γενικά, μια προοπτική κυβερνητικών συνεργασιών γίνεται περισσότερο ορατή όταν χαλαρώνουν οι κομματικοί δεσμοί και αποδυναμώνονται οι κομματικές ταυτίσεις. Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα οι ψηφοφόροι να είναι περισσότερο διαθέσιμοι να μεταβάλουν τις εκλογικές επιλογές τους και να κινηθούν σε ένα μεγαλύτερο εύρος αυτοτοποθετήσεών τους στον άξονα Αριστεράς-Δεξιάς, ένθεν κακείθεν του πολιτικο-ιδεολογικού κέντρου, στο οποίο παραδοσιακά συγκεντρωνόταν η πλειοψηφία τους.

Αυτές οι διεργασίες χρειάζεται ωστόσο να συνδυαστούν με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της «εκλογικής μηχανικής», δηλαδή του εκλογικού συστήματος, ανάλογα με τα οποία θα είναι ή όχι δυνατή η επικράτηση ενός κόμματος που έχει την απλή πλειοψηφία των ψήφων των εκλογέων, ανεξάρτητα από τις διαθέσεις συμπάθειας στο εκλογικό σώμα για τα μικρότερα κόμματα.

Όπως έγραφε ο Harold Hotelling στα μέσα του προηγούμενου αιώνα για να εξηγήσει την επικράτηση του δικομματισμού στις ΗΠΑ, η εκλογή του Αμερικανού Προέδρου με απλή πλειοψηφία είναι ακριβώς το είδος εκείνο της «εκλογικής μηχανικής» που οδηγεί στην παράκαμψη των προτιμήσεων των ψηφοφόρων για έναν τρίτο υποψήφιο, η οποία, όσο ισχυρή κι αν είναι, θα υπάρχουν πάντα λόγοι να παρακαμφθεί υπέρ των υποψηφίων των μεγαλύτερων κομμάτων. 

Σε επίπεδο Ε.Ε., οι περισσότερες χώρες διαθέτουν κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν τον κανόνα παρότι κάτω από αυτό το σχήμα μπορεί να κρύβονται επιμέρους σημαντικές διαφορές που αφορούν κυρίως τη σύνθεση, όπως και τη διακυβέρνηση του κυβερνητικού συνασπισμού: το ποιοι και πώς δηλαδή θα συγκυβερνήσουν είναι κάθε φορά το ζητούμενο για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνασπισμού των δύο ή και περισσοτέρων κομμάτων.

Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση ενός τέτοιου σχήματος, η κυρίαρχη λογική θέλει τις κυβερνήσεις συνεργασίας να συγκροτούνται στη βάση μιας προϋπάρχουσας σύγκλισης των κομματικών εταίρων, πράγμα που σημαίνει ότι είναι η όμορη θέση των κομμάτων στον άξονα Αριστεράς - Δεξιάς και η εγγύτητά τους ευρύτερα στον πολιτικό χώρο που μπορεί να οδηγήσει σε μια τέτοια επιλογή.

Μια κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων που συγκλίνουν προγραμματικά θα αποτελέσει μια κυβέρνηση συναίνεσης, η οποία όμως δεν συνιστά τη μοναδική εναλλακτική των κυβερνήσεων συνεργασίας. Μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί να προκύψει και από ένα πλαίσιο ανταγωνισμών και διαφοράς, με τη συνεργασία να είναι το αποτέλεσμα σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ κομμάτων, τα οποία καταλήγουν στη συνεργασία τους για τον σχηματισμό κυβέρνησης έχοντας από τα πριν ρυθμίσει το πώς θα κινηθούν σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων πάνω σε μεγάλα αλλά και μικρότερα ζητήματα.

Έχουν συχνά στη βιβλιογραφία και στον δημόσιο διάλογο επισημανθεί τα υπέρ και τα κατά των κυβερνήσεων συνεργασίας συγκρινόμενες με τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Οι τελευταίες θεωρούνται πιο αποτελεσματικές αλλά και πιο αντιστοιχισμένες με τη θέληση της πλειοψηφίας των πολιτών, όπως εκφράστηκε με την ψήφο τους. Οι πρώτες θεωρείται ότι ενίοτε μπορεί να μπλοκάρουν την (έγκαιρη) λήψη πολιτικών αποφάσεων ή ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν, καθώς θα συνιστούν το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού, θα απέχουν από ό,τι επικυρώθηκε ως επιλογή με την ψήφο των πολιτών και συνεπώς δεν θα διαθέτουν την απαραίτητη νομιμοποίηση από τη μεριά των εκλογέων.

Οι κυβερνήσεις συνεργασίας κινούνται σε μια λογική ενσωμάτωσης, ενώ στις μονοκομματικές κυβερνήσεις ο νικητής θέλει «να τα πάρει όλα». Το εάν επί της ουσίας θα επικρατήσουν λογικές συναίνεσης ή ανταγωνισμού σε επίπεδο διακυβέρνησης δεν εξαρτάται ωστόσο μόνο από τη μορφολογία του κυβερνητικού σχήματος αλλά και από τον τρόπο λειτουργίας και τη μηχανική της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και της ύπαρξης ή όχι θεσμικών αντιβάρων. 

Αν με κάτι έχουν να αναμετρηθούν οι κυβερνήσεις συνεργασίας στις ημέρες μας, είτε πρόκειται για σχήματα ιδεολογικο-πολιτικής σύγκλισης είτε, πολλώ μάλλον, για ευρύτερους σχηματισμούς, έχει να κάνει με τον πολιτικό χώρο που απελευθερώνεται στα άκρα του κομματικού φάσματος μέσα από την αναγκαία σύγκλιση των κομμάτων που συγκροτούν μια κυβέρνηση συνεργασίας.

Με το ρεύμα του αντισυστημισμού να διευρύνεται διαρκώς, η κυβερνητική σύγκλιση και η συναίνεση λειτουργούν ως παράθυρο ευκαιρίας για κόμματα που στρέφονται εναντίον του «συστήματος», προβαλλόμενα τα ίδια ως εναλλακτική πρόταση απέναντι στους κατεστημένους πολιτικούς θεσμούς και καθιστώντας περισσότερο πιστευτό το αφήγημά τους εναντίον όλων των κομμάτων και της πολιτικής ελίτ αδιακρίτως ιδεολογίας και ταυτότητας. Οι συνέπειες της συναίνεσης είναι συνεπώς μια διάσταση που δεν μπορεί να αγνοηθεί στις ημέρες μας, ούτε στην παρούσα εγχώρια πολιτική συγκυρία.

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι λύκοι της Γκράβας, το Χάρβαρντ και το λαγούμι

Οπτική Γωνία / Οι λύκοι της Γκράβας, το Χάρβαρντ και το λαγούμι

Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και βλέπει την πλάτη της Ζωής Κωνσταντοπούλου, επαναφέρει τα σενάρια συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα. Πόσο ρεαλιστικά όμως είναι όλα αυτά; 
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
ΕΠΕΞ Πορνό

Οπτική Γωνία / «Δεν μου αρέσει να νιώθω ότι παίζω τον ρόλο που είδαν σε μια ταινία πορνό»

Τρεις γυναίκες μιλούν για το πώς αντιμετώπισαν το θέμα της συστηματικής παρακολούθησης πορνογραφίας από τον ή την σύντροφό τους και για τις επιπτώσεις που είχε στη σχέση τους.
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
Αντιμόνιο στη Χίο: Τοξική πληγή ή πηγή πλούτου;

Ρεπορτάζ / Αντιμόνιο στη Χίο: Τοξική πληγή ή πηγή πλούτου;

Η προκήρυξη διαγωνισμού για την εξόρυξη αντιμονίου στη Βόρεια Χίο έχει φέρει σε αντιπαράθεση την τοπική κοινωνία με την κυβέρνηση. Τι υποστηρίζει κάθε πλευρά και πόσο πιθανός είναι ο περιβαλλοντικός κίνδυνος;
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
«Τις επόμενες μέρες Θα δούμε περισσότερη βία, συλλήψεις και οργή»

Ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη / «Τις επόμενες μέρες θα δούμε περισσότερη βία, συλλήψεις και οργή»

Ερντογάν εναντίον Ιμάμογλου: Η αρχή ή το τέλος μιας σκληρής σύγκρουσης; O διευθυντής της Milliyet, ο ανταποκριτής της «Süddeutsche Zeitung» και πολίτες περιγράφουν την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη και το χάος που απειλεί τη χώρα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Eνηλικίωση, αυτή η αναπόφευκτη

Οπτική Γωνία / «Όταν, μεγάλος πια, χάνεις έναν γονιό, είσαι πολύ μεγάλος για να μεγαλώσεις»

Βγάζεις ταυτότητα στα 12, παίρνεις δίπλωμα οδήγησης μετά το λύκειο, έχεις δικαίωμα ψήφου στα 17. Όμως η αληθινή ενηλικίωση έρχεται όταν δεν είσαι πια το παιδί κάποιου.
ΛΙΝΑ ΙΝΤΖΕΓΙΑΝΝΗ
Μιχάλης Τσιντσίνης: «Σοβαρή ενημέρωση δεν σημαίνει και ξενέρωτη» Ή «Δεν λείπει η άποψη αλλά η έρευνα και η νηφάλια σκέψη»

Συνέντευξη / Μιχάλης Τσιντσίνης: «Σοβαρή ενημέρωση δεν σημαίνει και ξενέρωτη»

Ο διευθυντής σύνταξης της κυριακάτικης έκδοσης της «Καθημερινής» δίνει την πρώτη του συνέντευξη και μιλά για το μέλλον των εντύπων, την ποιοτική δημοσιογραφία, τα social media αλλά και την κριτική που έχει δεχθεί κατά καιρούς το μέσο στο οποίο εργάζεται. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ