ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΥΣ και τις επετείους συμβαίνει συχνά το προβλέψιμο: με τα χρόνια φθείρονται από τη χρήση, τη ρητορική που τις συνοδεύει, τις εθιμοτυπίες που προέρχονται από ένα βαθύ παρελθόν. Να, για παράδειγμα η Πρωτομαγιά ως «παγκόσμια ημέρα των εργατών». Μεγάλος αριθμός πολιτών δεν μπόρεσε ποτέ να την δει αλλιώς παρά ως μια ευκαιρία για εκδρομική εξόρμηση, το πρώτο παγωμένο μπάνιο, την ταβέρνα «πάνω στο κύμα». Υπήρχε βέβαια στο κέντρο των πόλεων η γνωστή και αναμενόμενη συγκέντρωση και πορεία. Κάποιες φορές είχε επιτυχία, τις περισσότερες φορές έδινε την εικόνα μιας άτονης παρέλασης συνδικαλιστικών παραγόντων και στελεχών από αριστερές οργανώσεις. Σε άλλες χώρες η μέρα έχει καταγραφεί ως μια μέρα μαζικών συγκρούσεων, στην Τουρκία, στη Γερμανία, στην Νότιο Κορέα και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Παρόλα αυτά, ως κοινωνικός συμβολισμός, η Πρωτομαγιά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη φιλολογική και εικονογραφική σκουριά ή από τον λυρισμό των αναμνηστικών.
Προφανώς στην πρακτική ζωή και στις καθημερινές σχέσεις είναι αλλιώς τα πράγματα: οι νόμοι δεν περνούν αυτόματα ή εύκολα στις κοινωνικές σχέσεις, οι θεσμοί δεν εισακούονται από μικρά ή μεγάλα αφεντικά, οι κανόνες απέχουν από την πραγματικότητα.
Και όμως δεν θα έπρεπε να ταυτίζαμε τη μέρα με τις αναπόφευκτες φθορές που έχει υποστεί στο πέρασμα του χρόνου. Οι ιδέες υποφέρουν συχνά από γελοία πρόσωπα ή κάποιες χειρονομίες γραφικότητας όμως δεν σπεύδουμε να τις «πετάξουμε» σαν να μην έχουν πια λόγο ύπαρξης. Η εμπειρία της εργασίας παραμένει κεντρικός αρμός του πολιτισμού μας και κάτι καθόλου αναχρονιστικό. Οι μεγάλες ανισότητες – σε παγκόσμιο επίπεδο και στο εσωτερικό των χωρών – συνδυάζονται με τεχνολογικές αλλαγές που περιορίζουν το ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα στην παραγωγή, από την αυτοματοποίηση και τις άλλες εξελίξεις. Στην πολιτική θεωρία συζητούμε για τις νέες μορφές αυθαίρετης κυριαρχίας που περνούν από τα πρόσωπα στους αλγόριθμους και στα bots.
Μετά την πανδημία όλες σχεδόν οι χώρες της Δύσης παρατηρούν κύματα ανθρώπων, νεότερων και μεγαλύτερων, να αναρωτιούνται για το νόημα μιας ψυχοφθόρας δουλειάς με μισθούς ανεπαρκέστατους για το επίπεδο της ακρίβειας. Τα παράπονα, η δυσφορία, οι μορφές «ήπιας» κατάθλιψης έχουν πολλαπλασιαστεί και οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν και συχνά δεν καταλαβαίνουν καν τι συμβαίνει. Οι συντηρητικοί φωνάζουν για «κακομαθημένους που δεν θέλουν να δουλέψουν» ενώ μια αρχαϊκή Αριστερά πάει να χωρέσει όλες αυτές τις ευαισθησίες στα δικά της σχήματα του 1930 ή της δεκαετίας του ΄70.
Παντού όμως έχει ανοίξει η συζήτηση για το τι σημαίνει ικανοποίηση από την εργασία, αυτοπραγμάτωση ή κακοποιητική σχέση αλλά και για όρια μιας φτηνής και εξευτελιστικής δουλειάς. Και οι νέες εμπειρίες στις πλατφόρμες, στην «απομακρυσμένη» απασχόληση, σε αφανείς και μη δηλωμένες υπηρεσίες γεννούν νέα υπαρξιακά και κοινωνικά τραύματα που δεν μπορεί να περιμένουν τους αργούς ρυθμούς της πολιτικής.
Με άλλα λόγια, η πρώτη μέρα του Μαΐου δεν έχει ένα σταθερό και ακίνητο στο χρόνο νόημα. Ερμηνεύεται κάθε φορά με νέο τρόπο από τις διαφορετικές συγκυρίες. Η ουσία της είναι πάντα διπλή, υλική και συμβολική, δεν αφορά δηλαδή απλώς το μισθό αλλά και την κοινωνική ελευθερία, την δυνατότητα των ανθρώπων που εργάζονται να μην κυριαρχούνται αυθαίρετα και αναξιοπρεπώς από άλλους.
Αυτό πια το έχουν αντιληφθεί πολλοί, ανεξάρτητα από το τι απαντήσεις που σπεύδουν να δώσουν. Σήμερα, ακόμα και η φιλελεύθερη δεξιά μιλά για το μισθό ή καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Προφανώς στην πρακτική ζωή και στις καθημερινές σχέσεις είναι αλλιώς τα πράγματα: οι νόμοι δεν περνούν αυτόματα ή εύκολα στις κοινωνικές σχέσεις, οι θεσμοί δεν εισακούονται από μικρά ή μεγάλα αφεντικά, οι κανόνες απέχουν από την πραγματικότητα. Παραμένει όμως γεγονός πως έχει λήξει η εποχή της περιφρόνησης. Το ιστορικό κλίμα της εποχής είναι υπέρ των προστατευτικών ρυθμίσεων, αν και ασκούνται τεράστιες πιέσεις στο όνομα μιας φανταστικής «ευέλικτης ελευθερίας».
Η φθορά και η κακή χρήση συμβόλων και συμβολισμών δεν εμποδίζει έτσι την επανεκτίμηση της σημασίας που έχει η εργασία για το πολίτευμα και τον πολιτισμό μας. Ούτε η αναξιοπιστία και διαφθορά κάποιων συνδικαλιστών, ούτε οι επαναστατικές selfies κάποιων άλλων δεν πρέπει να γίνονται δικαιολογίες για κακόψυχους σνομπισμούς.