ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ, Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη, και τα ίδια συναισθήματα κυκλώνουν τη σκέψη, όπως πολλές φορές τα τελευταία χρόνια: πώς μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανή την ανάγνωση; Όχι μόνο την αγορά του βιβλίου ή μια καταναλωτική συνήθεια, αλλά και τον πυρήνα αλήθειας των βιβλίων, την πραγματική τους ανάγνωση;
Η σκέψη γίνεται ανήσυχη και κερδίζει έδαφος η αμφιθυμία και οι δεύτερες σκέψεις. Γράφω αυτές τις γραμμές έχοντας μαζί μου την ιδιοτέλεια του συγγραφέα (μια και μόλις πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο μου μυθιστόρημα «Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων», αλλά και του ανθρώπου που μιλάει και σχετίζεται με βιβλία, λογοτεχνία, ιδέες, κοινωνική και πολιτική σκέψη.
Πάντα όμως δοκιμάζω να συνδέω το προσωπικό με το συλλογικό, μια ατομική ευαισθησία με ενδιαφέροντα και αγωνίες τρίτων. Ίσως είναι ο καρπός του να διδάσκεις σε εικοσάχρονους και εικοσάχρονες εδώ και δυο δεκαετίες: με τα χρόνια μαθαίνει κανείς ότι εκείνα που τον γεμίζουν και τον ενθουσιάζουν ή τον συγκινούν μπορεί να λένε ελάχιστα σε κάποιους άλλους. Αξίες πολύτιμες για σένα ή τους δικούς σου κύκλους μπορεί να είναι ξένες για πολλούς (περισσότερους ασφαλώς) τρίτους.
Από παντού φυτρώνει κάτι που διακόπτει ή υπονομεύει το διάβασμα του βιβλίου. ειδοποιήσεις, χαριτωμένα ζωάκια, έκτακτες επικαιρότητες, σωροί από χρήσιμα ή άχρηστα μέιλ, διαφημιστικά σποτάκια, κοινωνικές υποχρεώσεις, αγχωτικές σφήνες. Από παντού μπάζει ο χρόνος και κομματιάζεται ή χάνεται σε δικαιολογίες.
Έχει έτσι σημασία όταν μιλάμε για το βιβλίο και την ανάγνωση (αφού αυτή είναι το σημαντικότερο, όχι οι φωτογραφημένες ντάνες αδιάβαστων βιβλίων στο fb) να ξέρουμε πόσο δύσκολα είναι πλέον τα πράγματα. Από παντού φυτρώνει κάτι που διακόπτει ή υπονομεύει το διάβασμα του βιβλίου. ειδοποιήσεις, χαριτωμένα ζωάκια, έκτακτες επικαιρότητες, σωροί από χρήσιμα ή άχρηστα μέιλ, διαφημιστικά σποτάκια, κοινωνικές υποχρεώσεις, αγχωτικές σφήνες. Από παντού μπάζει ο χρόνος και κομματιάζεται ή χάνεται σε δικαιολογίες.
Γινόμαστε πια οι δικαιολογίες μας, αναπνέουμε την ίδια μας την ασυνέπεια και τα μικρά της ψέματα. Αντικειμενικά, ολοένα και περισσότερο, η ανάγνωση ενός ολόκληρου βιβλίου έχει πρόσθετες δυσκολίες – ακόμα κι όταν το κείμενο που διαβάζουμε δεν είναι από τα «δύσκολα» ή τα «στριφνά» όπως τα περιγράφει η συμβατική γλώσσα.
Παρόλα αυτά, θα επιμένουμε. Ενάντια σε θεούς και δαίμονες της νέας καθημερινότητας, θα επιμείνουμε στην ανάγνωση και κυρίως σε εκείνη την ανάγνωση που διατηρεί τις απαιτήσεις της. Δεν είναι ένα μέτρο σνομπισμού ή ελιτισμού αυτό – είναι αστείο να σκέφτεται κανείς τις έννοιες αυτές σε μια χώρα τόσο δημοκρατικά μικροαστική και μαζικά υπαίθρια όσο η Ελλάδα.
Αντιθέτως, η ανάγνωση είναι ένα μέτρο αντίστασης στον καταιγισμό της ασημαντότητας και στη βαρβαρότητα της άγνοιας. Και οι θεσμοί που χειρίζονται τα βιβλία και προσκαλούν τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να φανερωθούν (όπως η συγκεκριμένη έκθεση που διεκδικεί λίγες μέρες από την προσοχή μιας πόλης) είναι ένα μέτρο συλλογικής βελτίωσης των πραγμάτων.
Το στοίχημα είναι να αυξηθεί η κατά κεφαλή αναγνωστική δύναμη. Μαζί με την αγοραστική δύναμη, μαζί με την ενδυνάμωση της κριτικής ικανότητας και εντέλει με τη δύναμη της αυτοσυγκέντρωσης και της αυτονομίας μας που μειώνεται. Οι επιμέρους τροχιές και ανάγκες συμπληρώνουν η μία την άλλη, τα αιτήματα δεν είναι άσχετα μεταξύ τους.
Λέγεται φυσικά πως ένα γεγονός όπως η Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης δεν έχει «γίνει γνωστό στην πόλη». Φοιτητής από αυτούς που μπήκαν με κατατακτήριες (σαραντάρης, δηλαδή) δήλωσε πως εκείνος ξέρει μόνο την έκθεση που γίνεται στην παραλία τον Ιούνιο, με τα υπαίθρια περίπτερα και σταντ.
«Η έκθεση πρέπει να προσελκύσει την πόλη», επαναλαμβάνουν πολλοί. Ναι. Όμως μια τέτοια έκθεση είναι και ευθύνη ή απόφαση και των ίδιων των πολιτών. Για να το πω αλλιώς, είναι και υπόθεση διαφορετικής ιεράρχησης των αναγκών ενός Σαββατοκύριακου, ενός Π-Σ-Κ. Αντί για τη Χαλκιδική ή για οτιδήποτε άλλο, θα επιλέξει κανείς το διαφορετικό ταξίδι, μια άλλη περιηγητική ξενάγηση.
Όπως λοιπόν η μοναχική ανάγνωση είναι μια άσκηση αυτονομίας, έτσι και το πάει κανείς και να παρακολουθήσει κάτι από τον πλούσιο λειμώνα της Έκθεσης Βιβλίου, τροποποιώντας λίγο τη ρουτίνα ενός ανοιξιάτικου Σαββατοκύριακου, είναι μια άσκηση ελευθερίας.
Αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό σε πολλούς και ιδίως στους νεότερους είναι μια παρόμοια προσέγγιση του βιβλίου: το βιβλίο ως άσκηση ελευθερίας, όχι υποχρέωση ή σύμβολο μιας boomer σοβαροφάνειας. Αν ένα τέτοιο στοίχημα κερδηθεί, κόντρα σε όλα όσα οδηγούν στην αποθάρρυνση και στην παραίτηση, τότε πιστεύω πως θα αλλάξει κάτι σημαντικό και στη χώρα. Η αλλαγή της χώρας δεν έρχεται μόνο μέσα από εκλογικούς και πολιτικούς θριάμβους (των προσφιλών μας ομάδων) αλλά και μέσα από τα βιβλία που διαβάζουμε και τις δικές τους υποσχέσεις.