ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΠΟΚΑΛΟΥΣΕ ΠΡΙΝ ΑΠΟ είκοσι χρόνια τις Ηνωμένες Πολιτείες ολιγαρχία, πιθανότατα θα χαρακτηριζόταν «ακραίος» ή ακόμα και παράφρων. Κι όμως αυτό ακριβώς είπε στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του ο Τζο Μπάιντεν, κάνοντας λόγο για τη «νέα Ολιγαρχία που σχηματίζεται», σε συνδυασμό με ένα ισχυρότατο τεχνολογικό – βιομηχανικό σύμπλεγμα. Δεν είναι πρωτοφανής φυσικά η άρση των εμποδίων στην εξαγορά πολιτικής εξουσίας από πάμπλουτους ιδιώτες. Τώρα πια όμως, ολιγάρχες όπως ο Μασκ θέτουν τον εαυτό τους στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, φιλοδοξώντας να κυβερνήσουν οι ίδιοι. Αυτή όμως η νέα ορατότητα –που έγινε ολοφάνερη στον πλανήτη από το θέαμα των τεχνολογικών ηγετών που στάθηκαν μπροστά από το υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ κατά την ορκωμοσία– είναι εκείνη που θα μπορούσε να καταστήσει τους ολιγάρχες πολιτικά πιο ευάλωτους.
Ο «ολιγάρχης» δεν είναι απλώς μια σύγχρονη «βρισιά» για τους υπερπλούσιους ή ένα συνώνυμο των «ελίτ», ούτε σημαίνει απλώς την κυριαρχία των ολίγων. Αν ίσχυε το τελευταίο, όλες οι αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες θα έπρεπε να θεωρούνται λίγο-πολύ ολιγαρχίες. Αντιθέτως, ο Αριστοτέλης αντιλαμβανόταν την ολιγαρχία ως την κυριαρχία των πλουσίων. Ο Τζέφρι Γουίντερς, ο πιο οξυδερκής ίσως κοινωνικός επιστήμονας απ’ όσους μελετούν σήμερα το φαινόμενο, παρατηρεί ότι οι πολιτικές των σύγχρονων ολιγαρχών μπορούν να πάρουν πολύ διαφορετικές μορφές – δεν είναι όλες απαραίτητα συντηρητικές, αλλά έχουν πάντα ένα κοινό και απόλυτο κριτήριο: την προστασία του πλούτου τους.
Από τους διορισμένους αξιωματούχους του Τραμπ, 26 έχουν περιουσία που υπερβαίνει τα 100 εκατομμύρια δολάρια και 12 είναι δισεκατομμυριούχοι. Το υπουργικό του συμβούλιο είναι το «πλουσιότερο» στην ιστορία της χώρας.
Ο Γουίντερς δείχνει ότι ο πραγματικός διαχωρισμός δεν είναι το 1% έναντι των υπολοίπων. Η κρίσιμη καμπή είναι ανάμεσα σ’ αυτούς που περνάει μεταξύ αυτών που οι λεγόμενοι διαχειριστές πλούτου (wealth managers) χαρακτηρίζουν «απλώς εύπορους» και των ολιγαρχών που μπορούν να πληρώσουν για τις υπηρεσίες αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «βιομηχανία υπεράσπισης εισοδήματος» (income defense industry). Ακόμα και οι επαγγελματίες με πολύ υψηλά εισοδήματα δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τον στρατό από δικηγόρους και λογιστές που χρειάζονται για να δημιουργήσουν εταιρείες βιτρίνας και να μεταφέρουν τεράστια ποσά σε φορολογικούς παραδείσους. Αυτοί που μπορούν –γύρω στο 1/10 του 1%– καταλήγουν να χρωστούν λιγότερους φόρους από τις γραμματείς τους, όπως είχε πει κάποτε ο Γουόρεν Μπάφετ.
Η βιομηχανία υπεράσπισης του πλούτου είναι διακριτική – μέρος των υπηρεσιών που προσφέρει στους ολιγάρχες το offshore σύμπαν είναι η μυστικότητα. Όπως έχει παρατηρήσει η κοινωνιολόγος Μπρουκ Χάρινγκτον, ορισμένοι από τους υπερπλούσιους πληρώνουν ακόμη και επαγγελματίες προκειμένου να μην εμφανίζεται το όνομά τους στη λίστα του Forbes. Ταυτόχρονα, οι ολιγάρχες έχουν σαφές ενδιαφέρον για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Σε μια εποχή που τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, έχει γίνει πολύ φθηνότερο να αγοράζουν εφημερίδες ή τηλεοπτικά κανάλια, όπως έκαναν ο αείμνηστος Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο επιχειρηματίας Βενσάν Μπολορέ, σημαντικός υποστηρικτής της ακροδεξιάς στη Γαλλία. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης είναι λίγο πιο ακριβές, αλλά η παγκόσμια εμβέλειά τους προσφέρει επίσης μοναδικές δυνατότητες επηρεασμού της πολιτικής κατάστασης σε πολλές διαφορετικές χώρες.
Παραμένει, ωστόσο, ασυνήθιστο για τους ολιγάρχες να αρπάζουν οι ίδιοι τους κρατικούς μοχλούς, εκτός αν, όπως στην περίπτωση του Μπερλουσκόνι, η είσοδος στην πολιτική μοιάζει ο μοναδικός τρόπος να αποφύγεις τη φυλακή. Από τους διορισμένους αξιωματούχους του Τραμπ, 26 έχουν περιουσία που υπερβαίνει τα 100 εκατομμύρια δολάρια και 12 είναι δισεκατομμυριούχοι. Το υπουργικό του συμβούλιο είναι το «πλουσιότερο» στην ιστορία της χώρας. Επιπλέον, υπάρχει κι ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου σε έναν εν πολλοίς απροσδιόριστο (και εντελώς ακαταλόγιστο) ρόλο ως προαγωγός της «κυβερνητικής αποτελεσματικότητας».
Αυτό το περίεργο μείγμα ορατότητας και αορατότητας των ολιγαρχών δημιουργεί συνθήκες ευπάθειας. Υπάρχουν οι συγκρούσεις συμφερόντων και τα σκάνδαλα που θα προκύψουν από τη λεηλασία του κράτους –αν και, προς το παρόν, τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και το ευρύ κοινό εμφανίζονται συμβιβασμένοι μ΄αυτό το καθεστώς κλεπτοκρατίας– οι μεγάλες υποσχέσεις του Μασκ για «αποτελεσματικότητα» που μπορεί να μείνουν ανεκπλήρωτες, οι θεωρίες συνωμοσίας και η καθαρή μικροψυχία των ολιγαρχών που αποφάσισαν να στριμωχτούν στο άρμα του Τραμπ.
Με στοιχεία από The Guardian